«Πόσο μάταιο είναι να κάθεσαι να γράψεις, όταν δεν έχεις σηκωθεί να ζήσεις!»
Χ. Ντ. Θορώ (1817-62)
Ξημερώματα. Παραμονή της Παναγίας… Μήτε σε Παναγίες μήτε σε Χριστούς πίστευε η Λένα. Μικροαστισμός η θρησκεία, αποκούμπι για τους αδύναμους. Δεν είχε ανάγκη τον Θεό και τους τραγόπαπες. Άθεη, ελεύθερη μια ζωή, όπως την παρηγορούσε να πιστεύει. Κι όμως, εκείνο το απόγευμα όσο είχε στυλώσει το βλέμμα της στη λευκή μεταλλική πόρτα, κάποια στιγμή μέσα στο βουβό της μινύρισμα έπιασε τον εαυτό της να απευθύνεται σ’ Εκείνον. Κουλουριασμένη στο κρεβάτι μετρούσε τα λεπτά κι απελπιζόταν κάθε φορά που ο λεπτοδείκτης συνέχιζε την αέναη ρότα του δίχως εκείνος να φανεί. «Δεν μπορεί, θα έρθει…» επαναλάμβανε από μέσα της ρυθμικά.
Πρωί. Παραμονή της Θεομήτορος… Μήτηρ. Μητέρα. Μαμά. Μήτε μητέρα μήτε πατέρα αγάπησε ποτέ της η Λένα. Τη μάνα της την αντιμετώπιζε με περιφρόνηση, καθώς επρόκειτο για μια γυναικούλα δέσμια των αυστηρών αρχών της και ενός δυνάστη χουντικού μπασκίνα που αποκαλούσε η Λένα πατέρα. Τον τελευταίο τον μισούσε με όλη της την ψυχή, καθώς την κυνηγούσε από πίσω για να μην τους κάνει βούκινο στη γειτονιά με τα καμώματά της και σαν την έπιανε στα χέρια του της έδινε κι ένα μπερτάκι ξύλο. Από τα δεκατέσσερά της το έσκαγε η Λένα με ένα σάλτο από το παράθυρο της μικρής μονοκατοικίας τους στην Καισαριανή για να βγει να περπατήσει, να αναπνεύσει τον βραδινό αέρα και να χαθεί στα σκοτεινά παρκάκια στην αγκαλιά του πρώτου τυχόντα… Δεν την ένοιαζε ο κόσμος, πολύ περισσότερο οι δικοί της… Πνεύμα αντιλογίας, μια ζωή κόντρα τους πήγαινε. Νομική ήθελε ο πατέρας της; Θεατρολογία σπούδασε η Λένα. Γιατρό ήθελε για γαμπρό εκείνος; Σκηνοθέτη πήρε εκείνη, καλλιτέχνη, «ψευτο-κουλτουριάρη», για να του τη σπάσει.
Μεσημέρι. Παραμονή της Οδηγήτριας… Μήτε τον άντρα της αγάπησε ποτέ η Λένα. Σαν πήρε το πτυχίο της, παντρεύτηκε τον πρώτο που της πούλησε έρωτα απλά και μόνο για να το σκάσει από την τυραννική πατρική εστία. Δεν της ξαναμίλησαν οι δικοί της. Χέστηκε! Ούτε στην κηδεία τους δεν πήγε. Μετά από λίγα χρόνια χώρισε και τον σκηνοθέτη. Ποιος ο λόγος να μένουν μαζί, αφού ο καθένας έκανε τη ζωή του; Όταν έλειπε η Λένα στη σχολή όπου δίδασκε, εκείνος έμπαζε όλες τις επίδοξες σταρλετίτσες στο διαμέρισμά τους στου Ζωγράφου. Κι εκείνη δεν πήγαινε πίσω όμως. Τα είχε φτιάξει με ένα νεαρό συνάδελφο και κάθε μεσημέρι μετά τη σχολή βρισκόντουσαν στην γκαρσονιέρα του στο Παγκράτι. Το διαζύγιο βγήκε κοινή συναινέσει… Φυσική κατάληξη μιας αρρωστημένης σχέσης. Μοναδική «παραφωνία» εκείνος που τώρα καρτερικά περίμενε…
Απόγευμα. Παραμονή της Πλατυτέρας… Δεν αγαπούσε τα παιδιά η Λένα. Είχε «ξεπαστρέψει» αρκετά πριν τον ερχομό του Λύσανδρου, όπως χαρακτηριστικά εξομολογούνταν σε γνωστούς και φίλους με την πρώτη ευκαιρία στα εβδομαδιαία παρεΐστικα μεθύσια τους με «μπυρωΐνες» στα αγαπημένα της Εξάρχεια. Σύμβολο της επαναστατημένης της φύσης, καθώς υπήρξε ένθερμη κομουνίστρια κι αργότερα αναρχοαυτόνομη. Όχι ότι πίστευε σε μια ισότιμη και ιδανική κοινωνία. Ο υπαρκτός σοσιαλισμός είχε αποτύχει οικτρά όπου εφαρμόστηκε, δεν ήταν χαζή για να τρέφει αυταπάτες. Ήταν απλά και μόνο μία ακόμη αντίδραση στον φασίστα τον πατέρα της, που η θύμησή του ακόμα την εξόργιζε, κι ας ήταν πεθαμένος μισό αιώνα τώρα… Δεν είχε σχέσεις με συγγενείς μήτε με φίλους πια η Λένα. Οι μισοί είχαν πεθάνει και οι άλλοι μισοί είχαν πάψει να της μιλάνε. Δύσκολος άνθρωπος, δε χνότιαζε εύκολα με κανέναν, ούτε με το ίδιο της το σπλάχνο.
Βράδυ. Παραμονή της Γλυκοφιλούσας… Δεν άντεχε το μεγάλωμα του γιου της η Λένα. Προέκυψε κι έπρεπε να τον υποστεί. Όσο ήταν μικρός, τον κλείδωνε στο γεμάτο παιχνίδια και σύνεργα ζωγραφικής δωμάτιό του και τον ξέχναγε για ώρες. Ώρες που προτιμούσε να περνά με τον εκάστοτε γκόμενο στο διπλανό δωμάτιο ή μονάχη διαβάζοντας ένα βιβλίο, ακούγοντας ένα δίσκο, βλέποντας την τελευταία ταινία του Φασμπίντερ και με όσα εκείνα κατά καιρούς την ενθουσίαζαν κι έπεφτε σ’ αυτά με τα μούτρα, μόνο και μόνο για να τα παρατήσει με την ίδια ευκολία λίγο καιρό αργότερα. Τελευταία, πριν καταπέσει, είχε μανία με τη ρωσική λογοτεχνία. Αχμάτοβα, Τσέχωφ, Ντοστογιέφσκι, Πούσκιν… Όπου βρεθεί κι όπου σταθεί, την άκουγες να προφέρει ηδονικά τα ονόματα των μεγάλων Ρώσων γραφιάδων με τη γεροντική και μπάσα από το κάπνισμα φωνή της.
Μεσάνυχτα. Παραμονή της Ζωοδόχου… Με τον Λύσανδρο είχαν αρχίσει να μιλάνε τα τελευταία χρόνια. Δεν υπήρχε τρυφερότητα στη σχέση τους, άλλωστε αυτή χτίζεται, κερδίζεται, και η Λένα δεν είχε κάνει τίποτα για να την αξίζει. Απλά, ο ενήλικας και πετυχημένος πλέον ζωγράφος γιος της αποφάσισε να της δώσει ένα μικρό μέρος στη ζωή του, όσο άλλωστε του έδωσε κι εκείνη στη δική της. Ποτέ δεν την αποκάλεσε «μαμά», πάντα Λένα. Εκείνη έκανε τα πικρά γλυκά και το έπαιζε προχωρημένη κι εναλλακτική μάνα, αλλά κατά βάθος ήξερε πως το είχε χάσει το παιχνίδι με τον Λύσανδρο. Παρ’ όλα αυτά, την ύστατη τούτη ώρα ειλικρινά πίστευε πως ίσως έρθει…
Τα μάτια της Λένας τα έκλεισε ένας παπάς που έτυχε να βρίσκεται στον διπλανό θάλαμο του νοσοκομείου. Τη βρήκαν με το βλέμμα στυλωμένο στη λευκή μεταλλική πόρτα ξημερώματα της Μεγαλόχαρης.
Ανταμοίβομαι κάθε φορά, που διαβάζω κείμενά σας.Να είστε καλά!!
Κι εγώ κάθε φορά που βλέπω πως τα κείμενα μου αγγίζουν τους αναγνώστες. Σας ευχαριστώ.