«Στου κύκλου τα γυρίσματα» η Μαρία Ιορδανίδου περιγράφει τις δύσκολες στιγμές της κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφύλιου πολέμου σε μια διχασμένη στα δύο Αθήνα, όπου αδελφός ενεδρεύει για να σκοτώσει τον αδελφό. Αστεία και σκληρά περιστατικά, απλότητα αλλά και αμεσότητα στη γραφή, κι ένα ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη και την Ύδρα κλείνουν τον κύκλο των αναμνήσεών της.
Η Μαρία Ιορδανίδου μου απέδειξε για άλλη μια φορά πως δεν έχει σημασία να έχεις ζήσει μια έντονη ζωή αλλά να ξέρεις και πώς να την περιγράψεις. Η γλώσσα της, η αντίληψή της, η λεπτή της ειρωνεία, ο αυτοσαρκασμός της, το μεγάλωμά της σε μια εύπορη κοινωνία που τη γέμισε από εικόνες και λεξιλόγιο και τα παθήματά της που αντί να την κάνουν μεμψίμοιρη απλώς την ωρίμασαν είναι ελάχιστα από τα γνωρίσματα που θα αγαπήσει ο κάθε αναγνώστης στα κείμενά της. Η «Λωξάντρα» φυσικά παραμένει το καλύτερό της, κυρίως λόγω των ποικίλων και διαφορετικών ερεθισμάτων που περιγράφει και των ντοκουμέντων που αποτελεί αυτή η καταγραφή για τον ανθηρό ελληνισμό μιας Πόλης που δεν προλάβαμε να γνωρίσουμε οι νεώτεροι.
Σε αυτό το βιβλίο η συγγραφέας αναγκάζεται να φύγει από το Ελληνικό που βομβάρδισαν οι Άγγλοι, θεωρώντας το «κατά λάθος» στρατιωτικό στόχο κι από κει και πέρα η ζωή της είναι μια διαρκής μετακόμιση. Δεν καταφέρνει να στεριώσει πουθενά για μεγάλο διάστημα, περιφέρεται με την κόρη της από δω κι από κει, κάνει νέες γνωριμίες, δυσκολεύεται στις αιματηρές εποχές που γνώρισε ο τόπος μας τη δεκαετία του 1940. Χάρη σε κείνη έμαθα κάτι: όταν εισέβαλαν οι γερμανικές δυνάμεις στην τότε Σοβιετική Ένωση, οι ιταλικές δυνάμεις κατοχής της Ελλάδας ζήτησαν από την Ασφάλεια να τους παραδώσει τριάντα προσωπικότητες από την αριστερή παράταξη για ομήρους! Έτσι φυλακίστηκε η Μαρία Ιορδανίδου και τη μετέφεραν από φυλακή σε φυλακή.
Όλες αυτές οι περιπέτειες δόθηκαν με τη γνωστή ματιά της και μου έδωσαν πάμπολλες πληροφορίες για τη δραματική καθημερινότητα της κατεχόμενης αρχικά και διχοτομημένης κατοπινά Αθήνας (κυρίως). Η συγγραφέας όμως ξέρει ποια είναι, παραμένει σεμνή και ταπεινή, νιώθει πως δεν είναι καμιά σπουδαία προσωπικότητα, έτσι γράφει όταν ξεκινάει τις περιπέτειες της στην Κατοχή: «Γράφτηκαν κι αν γράφτηκαν βιβλία για τούτη δω την εποχή, δεν μένει τίποτ’ άλλο να προσθέσω» (σελ. 68, της 12ης έκδοσης -1989- που διάβασα εγώ). Οι ιδιωματισμοί της και το ανεπιτήδευτο λεξιλόγιό της, που έδιναν μια ροή ασταμάτητη στο κείμενο με έκαναν να γελάω με την ευρηματικότητα και ταυτόχρονα την ένταση της περιγραφής από μία και μόνη λέξη. Η Μαρία Ιορδανίδου δεν ήταν αγράμματη αλλά ούτε και επιστήμονας. Η γλώσσα της είναι τόσο απόλυτα προσωπική και όμως μεστή, φροντισμένη και λυρική με έναν δικό της τρόπο. Για παράδειγμα, περιγράφει πως όταν είχαν δύσκολες δουλειές νοικοκυριού μαζεύονταν πολλές γυναίκες και «πες-γέλα» πέρναγε η μέρα, ή η γάτα καθάριζε το γατάκι της με τη γλώσσα της, κάνοντάς το «τιφτίκι» (=μεταξένιο).
«Στου κύκλου τα γυρίσματα», παρόλο που υπάρχουν πολλές και διαφορετικές περιπέτειες, κάπου μου φάνηκε κουραστικό να διαβάζω συνέχεια για μετακομίσεις και πώς επέζησαν από την πείνα, όσο καθάριος κι αν ήταν ο λόγος. Οι περιπέτειες δεν είχαν την ίδια ένταση, αλληλουχία και σασπένς με τα προηγούμενα βιβλία. Μόλις όμως μπήκαμε στη δεκαετία του 1950 και άρχισε η συγγραφέας τα ταξίδια της, εκεί το ενδιαφέρον αναζωπυρώθηκε. Πρώτη η εκδρομή στην Ύδρα, όπου κατάφερε να βρει τις ρίζες της οικογένειάς της, των περίφημων Κριεζήδων και να λύσει όλους τους γρίφους που αποτελούσαν το παρελθόν της. Εξαιρετικές περιγραφές του νησιού από μια εποχή που ήταν τρομερή δύσκολη για επιβίωση και ο τουρισμός δεν την είχε ανακαλύψει ακόμη.
Φυσικά λάτρεψα τη μετάβασή της στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί φάνηκε πόσο καλά κατείχε το αντικείμενο, μιας και οι περιγραφές της συγκρούονταν με τις αρχικές αναμνήσεις τριάντα και σαράντα χρόνων πίσω. Δε γίνεται να μην κλάψεις όταν περιγράφει με τρυφερότητα και άφθαστο λυρισμό τη ζωή της δίπλα στη γιαγιά Λωξάντρα, τη στιγμή που, γυρνώντας την πλάτη της στο οργανωμένο γκρουπ που συμμετείχε, ακολούθησε τα μονοπάτια των θυμήσεών της, γνωρίζοντας από κοντά μια πόλη που κανένας τουριστικός πράκτορας δε θα δείξει ποτέ. Όλα χαμένα, γκρεμισμένα και η Μαρία Ιορδανίδου να αγωνίζεται να βρει και να ανακαλύψει τους γείτονες, την αρχιτεκτονική των δικών της δρόμων, τις μυρωδιές των όμορων σπιτιών της, να μπει στην κρεβατοκάμαρα της μάνας της. Τίποτα. Κενό. Πρόοδος! Αυτές είναι οι καλύτερες σελίδες όλου του βιβλίου. Κεντημένες από αγγελικό χέρι οι σελίδες που η Μαρία Ιορδανίδου τσακώνεται με την κόρη της που της πρότεινε το ταξίδι για να ακολουθεί το γκρουπ αλλιώς θα χάσει πολλά και κυρίως να μην κυκλοφορεί μόνη, γιατί υπάρχει φόβος. Η σκέψη της συγγραφέως είναι πανανθρώπινη και τόσο ωμά ρεαλιστική:
«-Βρε δε με παρατάς, χρυσή μου, βλέπεις καμιά αγριάδα στο γύρο σου; Οι Τούρκοι είναι σαν τον πουνέντε της Ύδρας. Όταν τους φανατίσουνε και τους πούνε «Γιάλα! Λεηλατήστε τους γκιαούρηδες», γίνουνται θηρία και την άλλη μέρα είναι γαληνεμένη θάλασσα. Σου λένε και γιαγνίς ολντού, λάθος έγινε» (σελ. 180).
Και σα να μη φτάναν όλα αυτά, ανακάλυψε χαρούμενη πως ο γείτονάς της, Ταταυλιανός, Θράσος Καστανάκης, έγραψε τον «Χατζη μανουήλ», ένα βιβλίο για τη ζωή στην Πόλη. Το ξεκίνησε γεμάτη προσδοκίες κι απογοητεύτηκε σχεδόν αμέσως. Έπαθε σοκ: ο άνθρωπος που γαλουχήθηκε όπως εκείνη, που μεγάλωσε στους ίδιους δρόμους με κείνη, γύρισε την πλάτη του στις αναμνήσεις και στην υπέροχη, ρομαντική και σκληρή εποχή τους και κατέγραψε τον… υπόκοσμο της Βασιλεύουσας! Έξαλλη λοιπόν άρχισε να γράφει τη «Λωξάντρα»! Μα τι συγκινητικό κείμενο, ειδικά από τη στιγμή που έρχονται οι θείες της μα πάνω απ’ όλα η γιαγιά της, να της υπαγορεύσουν πώς να γράψει το κείμενό της!
Το μυθιστόρημα «Στου κύκλου τα γυρίσματα» είναι ακόμη ένα λεπτοδουλεμένο και αληθινό δείγμα γραφής από μια συγγραφέα που τοποθέτησα σε ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου και στο ράφι μου. Αμεσότητα, ρεαλισμός, ιδιόλεκτοι, προσωπικό και ξεχωριστό στυλ γραφής, διεισδυτικότητα, χιούμορ και λεπτή ειρωνεία, επίκαιρες αλήθειες, είναι μερικά από τα γνωρίσματά της που έκαναν τον κόσμο ακόμη και σήμερα να αναζητά και να χάνεται στα κείμενα που έγραψε πριν τριάντα χρόνια και είναι ακόμη επίκαιρα και διαχρονικά.
0 Σχόλια