_
γράφει η Άντια Αδαμίδου
–
Πάρε μου το ψωμί, αν θέλεις,
πάρε μου τον αέρα, αλλά
μη μου παίρνεις το γέλιο σου.
Μη μου παίρνεις το ρόδο,
τη βρύση που σταλάζει,
το νερό που άξαφνα
σκάει μες στη χαρά σου,
το ασημένιο κύμα
το ξαφνικό που σε γεννάει.
Η πάλη μου είναι σκληρή και γυρίζω
με τα μάτια κουρασμένα
έχοντας δει φορές
τη γη που δεν αλλάζει,
μα μπαίνοντας το γέλιο σου
στον ουρανό ανεβαίνει ψάχνοντάς με
κι όλες ανοίγει για μένα
τις πόρτες της ζωής σου.
Αγάπη μου, την ώρα
την πιο σκοτεινή ανθίζει
το γέλιο σου, κι αν ξαφνικά
βλέπεις πως το αίμα μου λεκιάζει
τις πέτρες του δρόμου,
γέλα, γιατί το γέλιο σου
θα είναι για τα χέρια μου
σαν δροσερό σπαθί.
Δίπλα στη θάλασσα φθινόπωρο,
το γέλιο σου πρέπει να υψώσει
τον καταρράκτη του απ’ αφρό,
και την άνοιξη, αγάπη μου,
θέλω το γέλιο σου όπως
το άνθος που περίμενα,
το άνθος γαλανό, το ρόδο
της ηχηρής πατρίδας μου.
Γέλασε για τη νύχτα
τη μέρα, τη σελήνη,
γέλασε για τους δρόμους
όλο στροφές του νησιού,
γι’ αυτό το αδέξιο
αγόρι που σε θέλει,
μα σαν εγώ ανοίγω
τα μάτια και τα κλείνω,
όταν τα βήματά μου,
με πάνε και με φέρνουν,
πες μου όχι το ψωμί, τον αέρα
το φως την άνοιξη
το γέλιο σου ποτέ
γιατί θα πέθαινα.
(πηγή: PABLO NERUDA, ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΤΟΥ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΥ, μετάφραση Β. Λαλιώτης, εκδ. Τύρφη, Θεσσαλονίκη, 2019, σελ. 28-31)
Ρικάρδο Νεφταλί Ρέγιες Μπασοάλτο ή αλλιώς Πάμπλο Νερούδα. Ο παγκοσμίου φήμης Χιλιανός ποιητής είναι αναμφίβολα ένας εκ των σπουδαιότερων του 20ου αιώνα. Πρόκειται για τον δημιουργό που ύμνησε τον έρωτα, την αγάπη και το συναίσθημα όσο κανείς άλλος. Η μοναδικότητά του και το χαρακτηριστικό που τον ξεχωρίζει ανάμεσα σε τόσους άλλους καλλιτέχνες έγκειται στο γεγονός του ότι διαχειρίζεται τα παραπάνω στοιχεία αναμειγνύοντας τα στον λόγο του, με έντονες εικόνες συνδεόμενες αρκετά συχνά με τον πόνο και τη δυστυχία.
Η απόλυτη ευτυχία πάλλεται συνεχώς με την ολοκληρωτική δυστυχία, η ζωή «χορεύει» με τον θάνατο συνειρμικά και ο έρωτας βρίσκεται σε αδιάκοπη αναμέτρηση με την απογοήτευση και την αποτυχία.
Όλες αυτές οι εικόνες και οι αντιθέσεις γίνονται εύκολα διακριτές στο παρατιθέμενο ποίημα του Νερούδα με πρωτότυπο τίτλο: Tu Sonrisa, άρτια και άριστα μεταφρασμένο από τον Β. Λαλιώτη στο καινούργιο του βιβλίο με μεταφράσεις πολλών ακόμη έργων της εξέχουσας αυτής προσωπικότητας. Το βιβλίο με τίτλο: PABLO NERUDA, ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΤΟΥ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΥ, κυκλοφορεί εδώ και λίγο μόλις καιρό από τις εκδόσεις ΤΥΡΦΗ και η παρουσίασή του έγινε στον ιστορικό χώρο Ισλαχανέ της Θεσσαλονίκης.
Ο Νερούδα απευθύνεται σε ένα πρόσωπο, ένα εσύ, στο οποίο μιλά και περιγράφει τη σημασία που έχει για αυτόν ένα και μόνο χαμόγελο.
Πάρε μου το ψωμί, αν θέλεις,
πάρε μου τον αέρα, αλλά
μη μου παίρνεις το γέλιο σου.
Από την αρχή ακόμη του έργου τονίζεται πως το γέλιο αυτό που λαχταρά τόσο ο ομιλητής να βλέπει, ξεπερνά σε σημασία κάθε φυσική του ανάγκη. Μπορεί να αντέξει να στερηθεί το φαγητό ή ακόμη και το οξυγόνο του, ωστόσο το γέλιο της, δεν θα μπορούσε να το χάσει. Η υπερβολή αυτή που χρησιμοποιείται από τον Νερούδα στο προοίμιο, θα λέγαμε, του ποιήματος δηλώνει ολοφάνερα την ένταση και τη συναισθηματική φόρτιση που θα ακολουθήσει και θα εκτονωθεί στους επόμενους στίχους.
Μη μου παίρνεις το ρόδο,
τη βρύση που σταλάζει,
το νερό που άξαφνα
σκάει μες στη χαρά σου,
το ασημένιο κύμα
το ξαφνικό που σε γεννάει.
Στη δεύτερη στροφή οι εικόνες, για τι οποίες έγινε λόγος προηγουμένως, ξεδιπλώνονται με σκοπό να στολίσουν το λατρεμένο γέλιο του ομιλητή με ορισμένα στοιχεία της φύσης. Ο ερωτισμός είναι και σε αυτό το σημείο διάχυτος με έναν εξαιρετικά κομψό τρόπο, ενώ το τρίπτυχο ρόδο-νερό-κύμα εισάγει, θα λέγαμε, όλες τις αισθήσεις του εκάστοτε ακροατή στο παιχνίδι που συνεχίζει να δημιουργείται γύρω από το ποίημα.
Η πάλη μου είναι σκληρή και γυρίζω
με τα μάτια κουρασμένα
έχοντας δει φορές
τη γη που δεν αλλάζει,
μα μπαίνοντας το γέλιο σου
στον ουρανό ανεβαίνει ψάχνοντάς με
κι όλες ανοίγει για μένα
τις πόρτες της ζωής σου.
Εδώ, γίνεται για πρώτη φορά αντιληπτός ο αρνητισμός και η πικρία θα λέγαμε του ποιητή καθώς μιλά για τις δύσκολες στιγμές που καλείται να αντιμετωπίσει στη καθημερινότητά του. Η μάχη είναι, λοιπόν, καθημερινή. Ο κόπος που καταβάλλεται είναι μεγάλος. Η γη, γύρω μας, δεν αλλάζει. Όμως όλα αυτά μπορούν με ένα γέλιο να εξαφανιστούν και να εξυψώσουν την ψυχή μας στα ουράνια. Πράγματι, ένα γέλιο είναι ικανό να μετατρέψει κάθε ερωτευμένο σε έναν ευτυχισμένο άνθρωπο, αποδεικνύοντας περίτρανα πως ένα μικρό πράγμα στη ζωή μπορεί να σου χαρίσει την ευτυχία.
Αγάπη μου, την ώρα
την πιο σκοτεινή ανθίζει
το γέλιο σου, κι αν ξαφνικά
βλέπεις πως το αίμα μου λεκιάζει
τις πέτρες του δρόμου,
γέλα, γιατί το γέλιο σου
θα είναι για τα χέρια μου
σαν δροσερό σπαθί.
Συνεχίζει σαφέστατα ο ποιητής να μιλά για τις δυσκολίες και τις σκοτεινές στιγμές που περνάει και που μετατρέπονται όλες σε φως χάρη στο χαμόγελο της αγαπημένης του. Εκείνο το γέλιο, αποτελεί το όπλο του, τη δύναμή του για την επίπονη πορεία του και αυτό είναι ικανό να αναπληρώσει με μιας όλο το χαμένο του αίμα.
Δίπλα στη θάλασσα φθινόπωρο,
το γέλιο σου πρέπει να υψώσει
τον καταρράκτη του απ’ αφρό,
και την άνοιξη, αγάπη μου,
θέλω το γέλιο σου όπως
το άνθος που περίμενα,
το άνθος γαλανό, το ρόδο
της ηχηρής πατρίδας μου.
Ξεφεύγουμε πλέον από τον αρνητισμό και την όποια πικρία προκάλεσαν οι προηγούμενοι στίχοι και επανερχόμαστε στην ισχύ που έχει το γέλιο του ανθρώπου που αγαπάμε και που μας κάνει να νιώθουμε ταυτόχρονα όλες τις εποχές, όλα τα χρώματα και κάθε ομορφιά της φύσης. Η μουσικότητα στη στροφή αυτή του έργου είναι υψίστης σημασίας καθώς συμπληρώνει τις εικόνες με έναν τόσο ιδιαίτερο τρόπο κάνοντάς τες να μοιάζουν με θεατρικό μονόλογο επί σκηνής.
Γέλασε για τη νύχτα
τη μέρα, τη σελήνη,
γέλασε για τους δρόμους
όλο στροφές του νησιού,
γι’ αυτό το αδέξιο
αγόρι που σε θέλει,
μα σαν εγώ ανοίγω
τα μάτια και τα κλείνω,
όταν τα βήματά μου,
με πάνε και με φέρνουν,
πες μου όχι το ψωμί, τον αέρα
το φως την άνοιξη
το γέλιο σου ποτέ
γιατί θα πέθαινα.
Η τελευταία και εκτενέστερη στροφή του ποιήματος προτρέπει το εσύ να συνεχίσει να γελά, ακόμη και για τους πιο ασήμαντους λόγους. Οι αφορμές για να γελάμε καθημερινά, μπορεί να είναι πράγματι πολλές και για κάποιον που αγαπά τόσο πολύ, όπως ο αφηγητής του ποιήματός μας, αποτελούν προϋπόθεση για την ευτυχία αλλά και για την ίδια τη ζωή του. Και να λοιπόν που ο Νερούδα επιλέγει να κλείσει ένα τόσο ερωτικό του έργο θέτοντας λίγο πριν την τελευταία του τελεία τον θάνατο, ο οποίος θα μπορούσε να επέλθει γι’ αυτόν μόνο με την αφαίρεση του λατρεμένου του γέλιου από τη ζωή του. Ο λόγος του είναι κοφτός, οι στίχοι του μισοφαγωμένοι, όμως αυτός είναι και ο τρόπος του ποιητή να τονίσει την ουσία της ζωής που δεν είναι άλλη από το γέλιο της.
Το γέλιο σου, αποτελεί κάτι παραπάνω από έναν ύμνο στον έρωτα. Πρόκειται για ένα έργο που βρίθει συναισθημάτων και που φανερώνει σε όλη την έκτασή του την κάθε πτυχή και έκφανση ενός πραγματικού έρωτα. Ενός έρωτα που δεν κρύβεται μόνο πίσω από αισιοδοξία και όνειρα, αλλά αντίθετα χαρακτηρίζεται και από τον πόνο που δημιουργεί η στέρηση, ή ακόμη χειρότερα, η απουσία.
(από την επίσημη παρουσίαση του βιβλίου PABLO NERUDA, ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΤΟΥ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΥ, σε μετάφραση του Β. Λαλιώτη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τύρφη, στη Θεσσαλονίκη)
0 Σχόλια