Τι ρόλο έπαιξε η Τεργέστη στο προεπαναστατικό ζύμωμα, αν και κάτω από το αυστηρό βλέμμα του καγκελάριου Μέτερνιχ; Πώς φτάσαμε στην ανατίναξη στο Κούγκι και στον χορό του Ζαλόγγου; Γιατί ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων ενόχλησε τελικά την Υψηλή Πύλη και πώς θα εκμεταλλευτούν η Φιλική Εταιρεία και οι οπλαρχηγοί την αναμπουμπούλα στο εχθρικό στρατόπεδο; Από τι αποτελείται ο άρτος της ελευθερίας μας και πώς δημιουργήθηκαν τα επιμέρους συστατικά του; Αυτά και άλλα ερωτήματα απαντώνται στο πρώτο μυθιστόρημα της νέας τριλογίας του Θοδωρή Παπαθεοδώρου.
Το βιβλίο εστιάζει σε συγκεκριμένα πρόσωπα, γύρω από τα οποία στήνεται ένα αριστοτεχνικό ιστορικό και κοινωνικό υπόβαθρο που αντικατοπτρίζει τα σημαντικότερα γεγονότα της περιόδου 1803-1820 και στολίζεται μ’ έναν άφθαστο λυρισμό. Στο Εξόδιο, με το οποίο ξεκινάει το μυθιστόρημα, ένας επιζών της Εξόδου του Μεσολογγίου έχει καταφύγει στην Τεργέστη και περιμένει με λαχτάρα να μάθει νεότερα της συζύγου και του παιδιού του που τους έχασε εκείνη τη φρικιαστική νύχτα. Στο Σούλι του 1803, με άξονα τον χαρακτήρα και τον δεσμό δύο αδελφών, της Κήκως και της Λέγκως, βιώνουμε το χρονικό της στενής πολιορκίας των απάτητων και άγονων βουνών της Ηπείρου από τις δυνάμεις του Αλή Πασά και τα γεγονότα που οδήγησαν στο Κούγκι αρχικά και στο Ζάλογγο στη συνέχεια. Ελπίδα, πόνος, αποχωρισμοί, μπαμπεσιά, μάχες, αθώα γυναικόπαιδα, ηρωισμός και αυτοθυσία. Μετρημένοι, μαζεμένοι άνθρωποι οι Σουλιώτες, με λιγοστά παινέματα και περίσσια προστάγματα: «Ακλόνητοι, σκληροί, τραχείς, χαραγμένοι στα πρόσωπα και στις ψυχές τους, αυλακωμένοι και σκαμμένοι όπως τα απότομα βουνοπλάγια και οι γκρεμνοί που έκλειναν το οροπέδιό τους πανταχόθεν και συνάμα το προφύλαγαν από κάθε εχθρό» (σελ. 44). Προχωράμε στη Σκάλα Μεσσηνίας του 1806, όπου ο Τάσος και η Χρυσή, προσπαθώντας να σώσουν τη ζωή τους από τον χαλασμό του τόπου από τους Τουρκαλβανούς, καταφεύγουν στα βουνά με τα παιδιά τους, Αργυρώ, Νικόλα και Πασχαλίτσα. Δυσκολίες, τραυματισμοί, πυρετός, πείνα στο οδοιπορικό τους κι όλα αυτά στη σκιά της κλεφτουριάς και του αφορισμού του Πατριάρχη, προσφέροντας επιπλέον δυσκολίες έτσι, μιας και δεν μπορούσαν να εμπιστευτούν κανέναν. «…όλος ο μόχθος του φευγιού, όλος ο κάματος της αγωνίας, όλα τα μερόνυχτα του τρεχαλητού, όλα μεμιάς τα ένιωσε να πέφτουν στη ράχη του και να τον γονατίζουν» (σελ. 244). «…έτσι μαθημένοι οι Κλέφτες στα βουνά πάππου προς πάππου, τίποτα πάνω απ’ την αλληλεγγύη, τον λόγο και την μπέσα τους» (σελ. 352).
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κυνηγιέται από τον Ισά μπουλούκμπαση και στην Τριπολιτσά, στο ζωοπάζαρο της Παρασκευής, γυναίκες πωλούνται κι αγοράζονται, με τον κερχανατζή να παίρνει ό,τι περισσεύει για τους άντρες του ασκεριού («…αλάι μαλάι ζώα κι άνθρωποι ένα κουβάρι, ντουμάνι, ίδρος, σβουνιές, ξινές ανάσες, μπουχτισμένος αέρας παντού»).
Η πλοκή δένεται περισσότερο όταν η ιστορία προχωράει στο 1819 κι επιστρέφουμε στην Ήπειρο, όπου η Δέσπω ζει με την οικογένειά της σε τσιφλίκι νότια των Ιωαννίνων, ταγμένη στο να φροντίζει αδέρφια και γονείς, με φουσκωμένο πανί τον νου της και προσμένει το στεφάνωμα με τον Φίλιο («ζυμάρι στην ίδια σκάφη ζυμωμένο οι ψυχές τους»). Ο κεχαγιάς όμως, για να ξεπληρωθεί το χρέος του πατέρα της στον Βελή πασιά, τη θέλει για το δικό του κονάκι. Η Δέσπω αναγκάζεται να το σκάσει και να περάσει μέσα από μονοπάτια και αδιάβατα βουνά στο ερειπωμένο πια Σούλι, μόνο και μόνο για να έρθει αντιμέτωπη μ’ ένα παρελθόν καλά κρυμμένο. Τον επόμενο χρόνο είναι έτοιμη να πάρει τη ζωή στα χέρια της, την ίδια ώρα που 80.000 άντρες φτάνουν κατά διαταγή της Υψηλής Πύλης στην Ήπειρο για να εξολοθρεύσουν τον ενοχλητικό πια Αλή Πασά. Η συγκέντρωση όλων αυτών των ισχυρών δυνάμεων ωφέλησε σημαντικότατα την Επανάσταση. Ταυτόχρονα, στην Τριπολιτσά του 1820, η Γκιουμούς κάνει απολογισμό της ζωής της στο πλάι του Κερίμ μπέη, με τη Μαλαμή να τη συντρέχει. Έχοντας καταφέρει να αποκτήσει αρσενικό απόγονο, προβιβάστηκε από παλλακίδα σε σύζυγο, έστω και τέταρτη, όταν όμως φτάνει από την Κωνσταντινούπολη ο Στέφανος Αρζόγλου για να αναλάβει δραγουμάνος και γραμματικός του κεχαγιά της Τριπολιτσάς, η Γκιουμούς ερωτεύεται, βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή της. Σχεδόν απέναντι, στη Ζάκυνθο του 1820, που δε γνώρισε, όπως και τα υπόλοιπα Επτάνησα, άμεση τουρκική κατοχή παρά μόνο επικυριαρχία, θα ξεκινήσουν οι πρώτες ζυμώσεις για τον Αγώνα, με κυρίαρχη μορφή τον κυνηγημένο από την Πελοπόννησο Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Το λιμάνι και η κίνησή του, οι ναυτικοί και η απεραντοσύνη της θάλασσας ανοίγουν νέους ορίζοντες σ’ ένα ορεσίβιο παλικάρι που κατέφυγε στο νησί μαζί με τον οπλαρχηγό, τον οποίο θεωρεί δεύτερο σχεδόν πατέρα του. Με αυτήν την ιστορία ο συγγραφέας παραθέτει τον διπλωματικό και πνευματικό αγώνα που προετοίμαζε την Επανάσταση, τις αμφιλεγόμενες προσωπικότητες που σαμποτάρανε τις καταστάσεις, για τους οποίους ο Κολοκοτρώνης είναι κατηγορηματικός: «Όλοι αυτοί μήτε από συμπόνια νογάνε, μήτε από του Χριστού την πίστη. Μόνο το συφερτικό τους λογαριάζουν. Αν το συφερτικό τους είναι να βοηθήσουν, θα βοηθήσουν. Μα για ένα πράμα είμαι πια σίγουρος. Ό,τι κάμωμε, θα το κάμωμε μονάχοι και δεν έχουμε ελπίδα καμία από τους ξένους» (σελ. 373).
Τα ανωτέρω είναι απλώς η αρχή των συναρπαστικών ιστοριών που συγκροτούν το μυθιστόρημα και μια καλογραμμένη εισαγωγή στην Ελληνική Επανάσταση, μέσα από ανθρώπους «απλούς», γενναίους, δυνατούς, που βλέπουν τις ζωές τους ν’ αλλάζουν από τη μια στιγμή στην άλλη και να έρχονται αντιμέτωποι με επιλογές και προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσουν. Στις σημειώσεις ο συγγραφέας διευκρινίζει, επεξηγεί και τεκμηριώνει σκοτεινά ή δυσερμήνευτα σημεία της Επανάστασης και αμφιλεγόμενα πρόσωπα, όπως τον Ιγνάτιο Ουγγροβλαχίας, τον Πήλιο Γούση κ. ά. αφήνοντας την προσωπική του γνώμη να παρεισφρέει ελάχιστα και σε επιλεγμένα σημεία. Πάντως, παρ’ όλο που έχουμε μάχες, συμβούλια οπλαρχηγών και μια ξεκάθαρη πατριαρχία στις οικογενειακές και κοινωνικές δομές της Ηπείρου (τουλάχιστον), στα δικά μου μάτια φωτίζονται οι γυναίκες, τα πλάσματα που δε βγαίνουν ποτέ στο προσκήνιο αλλά με το μυαλό, τις γνώσεις, την αντίληψη και την αγάπη προς τα παιδιά και τον άντρα τους σπρώχνουν αθόρυβα τα γρανάζια της Ιστορίας και χαρίζουν σελίδες εξίσου σημαντικού μεγαλείου με των αντρών. Η μάνα που ψυχορραγεί αλλά δεν παραιτείται πριν εξασφαλίσει τη σωτηρία του παιδιού της, η αδελφή που χάνει λόγο και ελπίδα ζωής όταν κομματιάζεται μπροστά στα μάτια της ένα από τα αγαπημένα της πρόσωπα, η κόρη που ανακαλύπτει την πραγματική της ταυτότητα κι αυτό τη γεμίζει με δύναμη, ορμή, πυγμή και αποφασιστικότητα να πολεμήσει τον εχθρό μένοντας πιστή στα ιδανικά της σουλιώτικης φυλής και να ψάξει να βρει με κάθε κόστος τον πατέρα της, η νοικοκυρά που μεταμορφώνεται σε οπλαρχηγό όταν απειλείται το βιος της. Γυναίκες που φωτίζουν κι αυτές τις σελίδες του ηρωισμού και της αυτοθυσίας, μανάδες, κόρες κι αδελφές που στηρίζουν, συμπάσχουν, πολεμούν με το ίδιο μένος όταν χρειαστεί, σε μια εποχή «σκλάβας χαμοζωής», με πασάδες, αγάδες και μπέηδες να δυσκολεύουν μαζί με τα στοιχεία της φύσης τη ζωή, την καθημερινότητα και τον κάματο των ραγιάδων.
Η γραφή του Θοδωρή Παπαθεοδώρου είναι υπέροχη, ιδιαίτερη, γεμάτη ιδιωματισμούς και πλούσιο λεξιλόγιο που ζωντανεύουν τα γεγονότα, γραμμένη σε κάποια σημεία μ’ ένα γλυκά ιδιόμορφο ποιητικής μορφής συντακτικό, λαμπρυμένη από καλολογικά στοιχεία, παρομοιώσεις («Τι φελούσε να έμενε ζωντανή και τίποτα να μην άφηνε ζωντανό στο κατόπι της, ζωή καμιά να μη χάριζε η ζωή της; Λες κι ήταν φρύγανο ξερό που θα το παράσερνε μια μέρα ο αέρας, λες κι ήταν καρβουνιασμένο από αστραπόβροντο δεντρί που απόμεινε σαν ξόανο και θα γκρεμιζόταν καταγής», σελ. 73) και μεταφορές («…ένα παιδί ακόμη, ένα παιδί που η φωτιά και το μπαρούτι το έψησαν πρόωρα και το ξεφούρνισαν άντρα», σελ. 88). Η φύση, τ’ απάτητα βουνά, τα αχάρακτα μονοπάτια, τα οροπέδια και τα δάση, τα ποτάμια και οι γκρεμοί καταγράφονται εξίσου καλά με τις μεγάλες πόλεις, τους δρόμους τους, τον ετερόκλητο πληθυσμό τους, τις πανηγύρεις, τα μαγαζιά. «Στάχτωνε ο ουρανός, χάραζε η μέρα. Μαγνάδια ομίχλης κατέβαιναν με τη νεροσυρμή, ψεκάδες γέμιζαν τον τόπο απ’ τ’ αφρισμένο ποτάμι, γυάλιζαν απ’ το κρουσταλλιασμένο πούσι οι βράχοι» (σελ. 250-251). Και αργότερα: «…ταχιά ο κάμπος της λίμνης γινόταν καμίνι. Ταψί πάνω σε θράκα, φούρνος λαμπαδιασμένος που τσιτσίριζε και καβούρντιζε τα ζωντανά του, δίποδα και τετράποδα» (σελ. 295).
«Το Άγιο Αίμα» πότισε τη γη με τους πρώτους σπόρους της ελευθερίας. Άντρες πολέμησαν, γυναίκες πάλεψαν, έθνος γεννήθηκε. Το πρώτο βιβλίο της νέας τριλογίας του Θοδωρή Παπαθεοδώρου μας συστήνει με τεκμηριωμένο, λογοτεχνικό και ταυτόχρονα συναρπαστικό τρόπο τις πρώτες ηρωικές σελίδες από την εποποιία της λευτεριάς μας. Η Επανάσταση έπρεπε να γίνει για τους γνωστούς λόγους μα κι επιπλέον γιατί: «Όποιος φοβάται ν’ αγωνιστεί και να υποφέρει, θα υποφέρει απ’ αυτό που φοβάται» (σελ 330).
0 Σχόλια