Άυπνοι καιροί, φτωχοί σε σκέψεις και πλούσιοι σε φόρους, οδηγούν τον Έλληνα για ακόμα μια φορά, λες κι αυτή είναι η αθάνατη μοίρα του, σε μια παρακμή κοινωνική μα, κι αυτό είναι πιο τραγικό, και σε μια ανήθικη υιοθέτηση απάθειας απέναντι στα τεκταινόμενα. Χορτασμένοι από έρωτα υλικό, βασισμένο σε παράγωγα του πυριτίου και στα άυλα ‘σύννεφα’ των λεωφόρων της πληροφορίας, επιδοθήκαμε στο καρκινογόνο κυνήγι της ματαιοδοξίας. Δεν καταλάβαμε πως κυνηγός και θήραμα είναι το ίδιο πρόσωπο, αυτό που κοιτώντας κάθε πρωί βαριεστημένα σέρνουμε στους δρόμους της πόλης, τραβώντας άλλοι για το σκλαβοπάζαρο της δουλειάς κι άλλοι στην απελπισία της ανεργίας. Όλοι όμως, έχοντας ανά χείρας την ασήμαντη περηφάνια μας, περιμένουμε ένα καλύτερο αύριο αγωνιζόμενοι κατά μόνας, όχι βεβαίως στις πλατείες -εκτός αν το τοπίο ενδείκνυται για μια ωραία σέλφι(!)-, αλλά στον καναπέ χαϊδεύοντας κουμπιά κι αλλάζοντας κανάλια.
Ο Νόμος, παράγωγο των άνομων στις μέρες μας, χαμογελάει ειρωνικά κάπου εκεί, κοντά στην πλατεία Συντάγματος, σαν μας βλέπει να αδιαφορούμε για τις μέρες μας. Λες κι ο καθείς έχει στην πλάτη μια αστείρευτη πηγή κι αντλεί ώρες αθανασίας, λες και το σήμερα είναι ασήμαντο, ποιος άλλωστε το λογαριάζει; Το αύριο θα είναι εντάξει, το αντιμεθαύριο θαυμάσιο! Στις γωνιές του δρόμου από μια τράπεζα, έχει στα θωρακισμένα χρηματοκιβώτια κλειδωμένα τα όνειρα των παιδιών, γεννημένων κι αγέννητων, με διευθυντές ευγενικούς και κουστουμαρισμένους, ιερείς της εποχής μας αδιαμφισβήτητοι! Κι όσες γωνιές είναι ελεύθερες, σε δρόμους και πλατείες, έγιναν τα στέκια του καφέ και των λαχανιασμένων συναντήσεων. Κάπου πιο ΄κει θα δεις, δεν είναι ψέματα αυτό, τις ξεχασμένες ταμειακές που πασχίζουν αδέξια να κόψουν από καμιά απόδειξη – πρόσφορο στο βωμό του φόρου της προστιθέμενης αξίας της συνείδησης που καμιά φορά ξυπνά! Διασκέδαση και πολιτισμός σε μέγεθος εσπρέσο και διάρκεια δυο δράμια, όσο το ζουμί που τρέχει αχνιστό στις μηχανές του μπαρίστα, ο καφετζής μας έχει τελειώσει πια! Αραιά και πού περνάει η ελπίδα, μας κοιτάει, μας χαμογελάει, κι ύστερα φεύγει για να κλειστεί θυμωμένη απ’ την απάθειά μας στο κουτί της. Ίσως να περιμένει τη φίλη της τη Συγκυρία, να ταιριάξουν τις στιγμές με κάποιο πρόσωπο π’ αξίζει να του δοθούν οι δυο τους χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Αλλά ο καιρός περνά και το κουτί της μένει σφραγισμένο, κάτω από άλλα βαριά κουτιά, της ανέχειας, της ανεργίας, του πόθου για το ακριβό τηλέφωνο και της μεγάλης τηλεόρασης που ξεπερνά σε μέγεθος και τον εγωισμό μας!
Ύστερα, υπάρχει και κάτι ακόμα πιο μεγάλο που μας κρατά φιμωμένους στα στενά δυάρια της απόγνωσης, ο φόβος. Να μην λησμονούμε το φόβο, κυβερνούσε χτες, κυβερνά σήμερα κι όσο κοιτάζουμε τα γύρω μας μέσα από τις πέντε ίντσες της οθόνης του κινητού, θα κυβερνά και αύριο. Ο κόσμος δεν είναι πια κόσμημα κι πόλη έχασε μαζί με τη συλλογικότητά της και κάθε ανθρώπινη υπόσταση. Κι αυτό που έμεινε είναι η απέραντη μοναξιά στις διαβάσεις των πεζών, που γεμίζουν κι αδειάζουν αδιάκοπα τις «εργάσιμες ώρες» και τα βράδια μένουν βουβές και μόνες να αντανακλούν στις λευκές λωρίδες το φως των φαναριών. Πότε πράσινο, πότε κόκκινο και πότε πορτοκαλί. Ποτέ όμως όλα τα χρώματα μαζί, στην πόλη πια δεν αρέσουν οι αποχρώσεις ούτε τα αρώματα ούτε τα πουλιά που κάποτε ξυπνούσαν τον έρωτα στα μπαλκόνια με τα λουλούδια. Ο φόβος έδιωξε απ’ την πόλη κάθε τι όμορφο, κράτησε μονάχα τρία πράγματα: Τον ιδρωμένο άνθρωπο, τις ξεχασμένες σχέσεις κι έναν ορίζοντα άρρωστο που φτάνει δυο τρία μέτρα μακρύτερα απ’ το παράθυρο.
Ανοίξαμε τρύπες μεγάλες καταγής και βάλαμε τσιμέντο και σίδερα ψηλά μέχρι τον ουρανό, να μην μπορούμε να ξεφύγουμε ούτε απ’ τους εαυτούς μας! Κι ύστερα αρχίσαμε να χαμογελάμε από χαρά, είμαστε πια ασφαλισμένοι απ’ τους «απ’ έξω». Λες και τα δεινά μας έρχονται απ’ έξω, κανείς δεν κάνει πια τον κόπο να κοιτάξει μέσα στα μάτια του και να μιλήσει θαρρετά. Γιατί να το κάνει άλλωστε, σήμερα υπάρχουν φάρμακα που κρύβουν κάθε πάθηση, αληθινή ή τεχνητή! Αυτά τα φάρμακα είναι που πίκραναν την Τέχνη και την έκαναν να εμφανίζεται σπάνια πια, ντρέπεται κι αυτή να μας αντικρίσει, κλαίει βαθιά μέσα της γιατί μας βλέπει αδειανούς από ουσία. Κι αν καμιά φορά βγάζει κανείς -που ξεχωρίζει- κι εκθέτει το μυαλό και τις δημιουργίες του έξω στον δηλητηριασμένο σημερινό αέρα, εμείς τον κοιτάμε σαν μίασμα που θέλει να μας παρασύρει σε μονοπάτια άπιστα, έξω από το δόγμα που πρέπει να προσκυνάμε. Η προτίμηση είναι εμφανής και πρόδηλη, δεν κάνει το λοιπόν να περπατάμε έξω από τις ράγες, θα κινδυνέψουμε να καταντήσουμε σαν εκείνους τους ανθρώπους που δίδαξαν το ωραίο, το μεγάλο και τ’ αληθινό! Χαλασμένοι άνθρωποι γενήκαμε και μες την αϋπνία μας χαλάσαμε τον Κόσμο…
αλήθειες…. σοβαρές, ξεκάθαρες και αιχμηρές…
Να είσαι καλά Μάχη!
Αγαπητε Κωστα, ετσι πρεπει να γραφεις. ….Τα σεβη μου….
Φίλε μου Νίκο, σε ευχαριστώ πολύ για το όμορφο σχόλιό σου!
Πόσο αληθινά είναι τα λόγια σου, αγαπητέ μου Κώστα. Τη δυστοπική πραγματικότητα του Όργουελ την βιώνουμε καθημερινά και αντί να επαναστατούμε, βουλιάζουμε ολοένα και περισσότερο στον βάλτο της θωράκισης από τον συνάνθρωπο λες και είναι κάποιος εχθρός μας. Εξαιρετικό κείμενο με πολύ βάθος. Σε ευχαριστώ!
Σοφία, η καθημερινότητα τελικά μας καθορίζει, δεν την καθορίζουμε. Κι εκεί ακριβώς είναι το λεπτό σημείο το οποίο θα πρέπει ίσως να επιμείνουμε, ως ανθρώπινο είδος, για να αλλάξει.
Ευχαριστώ θερμά για το σχόλιο!
Λες και στρέψατε τον καθρέφτη να δει το πρόσωπο της μια άυπνη κοινωνία το πρωί. Ευχάριστο;Καθόλου. Αναμαλλιασμένο, με μαύρους κύκλους σαν αυτούς της παγίδας της. Ευχαριστούμε για το τράνταγμα, κ. Θερμογιάννη!
Κυρία Χατζηαντωνίου, δυστυχώς, η κοινωνία είμαστε εμείς οι ίδιοι και το καθρέφτισμα δείχνει τελικά το δικό μας άυπνο είδωλο!
Σας ευχαριστώ θερμά για το σχόλιο!
Κείμενο δυνατό και αληθινό, αποτύπωση της πραγματικότητας που έχουμε δημιουργήσει είτε ενεργώντας είτε με την αδράνειά μας. Πολύ δυνατές οι περιγραφές και οι αναφορές σας. Ας ελπίσουμε ότι θα προβληματίσει ώστε να λυγίσουν κάποια σίδερα και να βγούμε από το σκληρό πυρήνα μιας καθαρά υλιστικής και εγωιστικής θεώρησης της ζωής.