
Πελαγία Φυτοπούλου
Θράκα
ISBN: 978-618-5155-14-8
Η κοσμοθεωρία του εγκλείστου, η παράνομη πράξη και ο νόμος, αποτελούν τα σταθερά μοτίβα της ποίησης που βρίσκεται πάντα κάτω από την επήρεια των εκάστοτε κοινωνικών και ιστορικών συνθηκών. Αν και στη χώρα μας η ποίηση της φυλακής προέρχεται κατά βάση από πολιτικούς κρατούμενους εμποτισμένη με το πολιτικό στοιχείο και το συναίσθημα του κρατούμενου, σπάνια έχουμε την οπτική ενός ξένου παρατηρητή, καθώς ο εγκλεισμός συνοδεύεται από μία ευρύτατη κοινωνική απάθεια.
Αυτή την αδιαφορία προσπαθεί να ανατρέψει και η Πελαγία Φυτοπούλου με την ποιητική συλλογή «κούκος» (Θράκα, 2016). Μία συλλογή όπου το μεταφορικό με το κυριολεκτικό, το παραγματικό και το παράλογο, το άμεσο και το συνειρμικό συμπλέκονται γύρω από την έννοια του εγκλεισμού. Με μία ρηξικέλευθη γραφή η ποιήτρια εκφράζει την απογοήτευσή της και τον αποτροπιασμό της για μία κοινωνία που ακρωτηριάζει τα μέλη της.
Στο επίκεντρο της προσοχής της είναι τα παιδιά. Μέσα σε έναν χείμαρρο συνειρμικών προκλήσεων εκδηλώνει την οργή της για την καταπίεση και τη βία σε βάρος παιδιών (σύμπτωση, το μάθημα, απολογία, γενική αποχαιρετισμού, αξιοπρέπεια), ενώ έκδηλος είναι ο αποτροπιασμός της για τη ζωή των έγκλειστων σε σωφρονιστικά καταστήματα (συνήθεια, κούκος, Ε, και είναι, τα λυπημένα κορίτσια, οι δώδεκα, Puerto libre) και την παιδική -κι όχι μόνο- βία (ο βιολιστής, κατ’ οίκον, το πορτοφόλι του πεθαμένου).
Με συνεχείς αλληγορίες η ποιήτρια εκθέτει τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης στις φυλακές και την εκδικητικότητα της κοινωνίας που συμπεριφέρεται με απαξία κι αδιαφορία στους ανήλικους καταδικασμένους. Με ευαισθησία ενσκήπτει πάνω στις συνθήκες κράτησης με ισχυρές δόσεις ποιητικής καταγγελίας. Ωστόσο, η Φυτοπούλου με τις σουρεαλιστικές αλληγορίες ξεπερνά τη στείρα ρητορεία της έγκλησης και ορθώνει σε κοινή θέα μέσα από το δίχτυ των συναισθημάτων το σταυρό των έγκλειστων και την κοινωνική (και πολιτειακή) αδιαφορία.
Εντοπίζεται μία εκφραστική ποικιλία· διάλογοι, πρόζα και πεζοποιήματα υποστηρίζουν τα στιχουργικά σπαράγματα και τις “απότομες” περιόδους/στίχους. Οι θρυμματισμένοι στίχοι αισθητοποιούν ακριβώς τον πόνο και την οργή της δημιουργού· απότομες παύσεις μέσα σε έναν καταιγιστικό λόγο που θέλουν να καταδείξουν το ψυχικό άλγος ενός παρατηρητή της έγκλειστης ζωής· ωστόσο, δεν φτάνει στο σημείο να δικαιολογεί την παράβαση, μα ούτε και την απανθρωπιά της κοινωνίας και της ψευδότιτλης σωφρονιστικής -μα κατ’ ουσία ρεβανσιστικής- λογικής της.
Χαρακτηριστικός είναι ο πλούτος των ποιητικών υποκειμένων. Και είναι αξιοσημείωτο ότι τα πρωτοενικά υποκείμενα δεν είναι πάντα θηλυκά, όπως θα αναμέναμε από μία ποιήτρια. Έτσι, το α΄ ενικό υποκρύπτει μία θεατρική διάσταση, ξεπερνώντας τον αυτοαναφορικό εγωισμό, και λειτουργεί ως ένας δραματικός υποκριτής σε μονόλογο υπερβαίνοντας τις έμφυλες διαστάσεις, κι αποκτά μία συλλογική διάσταση
Ένας υπερρεαλιστικός λυρισμός ποτίζει με χρωματιστούς εικαστικούς συνειρμούς το άγριο και μονότονο κατά τα άλλα χρωματικά κάδρο της το οποίο διαμορφώνεται από έναν καταιγισμό εικόνων, που σχηματίζουν ένα τρομακτικό και κλειστοφοβικό ποιητικό χώρο, σε άμεση σύμπνοια με το θέμα του εγκλεισμού. Εξάλλου, σταθερό μοτίβο αποτελεί είναι το στοιχείο του θανάτου (πυροβολισμός, θάνατος, τάφος, αίμα) που αισθητοποιεί την τιμωρητική αδιαλλαξία της κοινωνίας.
Ωστόσο, ο χώρος της δεν είναι κενός. Μεστό ανθρώπων κι αντικειμένων το ποιητικό καναβάτσο της γεμίζει με την υποστήριξη της αυθόρμητης αφηγηματικής εικαστικής· αποκτά κίνηση και ήχο χάρη στις σκηνοθετικές και σκηνογραφικές “οδηγίες” της δημιουργού.
Άλλοτε, σύντομες φυσιολατρικές πινελιές εμπλουτίζουν το καναβάτσο, ως λιτά θραύσματα της “ποίησης της περιφέρειας”. Ακόμα και μέσα στο συνειρμικά δομημένο στιχουργικό πλαίσιο με τους συνεχείς μικροσυμβολισμούς, η ενσωμάτωση της χλωρίδας είναι αβίαστη καταδεικνύοντας τη βιωματική σχέση με τη φύση. Μία επαφή που έρχεται σε αντίθεση με τη βία -συμβολική ή μη- των ποιημάτων και τον εγκλεισμό.
Μα και η ποιητική έμπνευση, ως αυτοαναφορικό στοιχείο, και ο ρόλος της ποίησης αποτελούν μία βασική συνιστώσα της Φυτοπούλου. Ωστόσο, δεν βλέπει την ποίηση μακριά από την κοινωνία (κανονικότητα, Ε, αναρχία, ποιητικός αντιρρησίας, αξιοπρέπεια, απολογία). Η ποίηση είναι για εκείνη μία ψυχική δραπέτευση από τον εγκλεισμό -αλληγορικό ή κυριολεκτικό. Είναι η αναζήτηση μίας άλλης κανονικότητας, μέσα στον παραλογισμό που φυλακίζει ψυχές και σώματα, ως δημιουργική απασχόληση σε σωφρονιστικό κατάστημα.
Άλλωστε, και η γυναίκα της Φυτοπούλου μοιάζει να ζει στη δική της σεξιστική φυλακή. Η ποιήτρια προσεγγίζει με μία ιδιαίτερα αιχμηρή σουρεαλιστική οπτική το ρόλο της γυναίκας. Η γυναίκα/μάνα/κόρη δεν αντιμετωπίζεται με κάποια ρομαντική διάθεση· αντίθετα, εγκαλεί με συμβολισμούς την καταπίεση και την έμφυλη βία -ερωτική ή μη (ονειρεύομαι, νύφη, γενική αποχαιρετισμού, αξιοπρέπεια, και είναι, ήταν ντροπαλός, οι δώδεκα, επετειακή προσευχή).
Η ποίηση της Φυτοπούλου είναι κοινωνική με αλληγορικές προεκτάσεις που συχνά χρήζουν μίας ερμηνευτικής μεσολάβησης δυσχεραίνοντας έτσι την πρόσληψη απ’ το κοινό. Ωστόσο, η επιθετική απογοήτευση κι οργή της συγκλονίζει τον αναγνώστη/ακροατή. Το πλούσιο και “βάρβαρο” κάδρο της συνταράσσει με την αγριότητα των εικόνων και των μηνυμάτων της.
0 Σχόλια