Ήταν που λέτε κάποτε σε έναν φούρνο ένα καρβέλι ολοστρόγγυλο, ζυμωμένο με το καλύτερο αλεύρι. Μα ο φούρναρης το ξέχασε στο ράφι για βδομάδες ολόκληρες. Κι έτσι, μέρα με τη μέρα, το ψωμί άρχισε να ξεραίνεται, να σκληραίνει, ώσπου στο τέλος έγινε ένα μπαγιάτικο καρβέλι, απ’ αυτά που κανείς δεν θέλει!
Οι φρέσκες φραντζόλες στο ράφι το περιφρονούσαν καθημερινά. Δεν έχαναν μάλιστα να την ευκαιρία να το πειράξουν, τραγουδώντας:
“Είναι αφράτη η ψίχα μας και τραγανή η κόρα! Μήπως ζηλεύεις που εσύ, είσαι σαν πέτρα τώρα;”
Πράγματι, οι πελάτες του φούρνου προτιμούσαν για το φαγητό τους τα φρεσκοψημένα ψωμιά, αφού η μυρωδιά τους τους έσπαγε τη μύτη! Έτσι, το ξεραμένο καρβέλι έμενε μόνο του στο ράφι, βλέποντας τους μαλακούς, πεντανόστιμους φίλους του να το εγκαταλείπουν. “Είμαι άχρηστο” σκεφτόταν. Ποιος θέλει να φάει ένα ψωμί που στην πρώτη δαγκωματιά, θα του σπάσει το δόντι; Κανείς μα κανείς!
Μια μέρα όμως, μέρα Τρίτη λίγο μετά τις 9 το πρωί, το καρβέλι μας είχε τύχη βουνό! Βλέπετε, η γιαγιά του Μιχάλη θα έφτιαχνε τηγανητά κεφτεδάκια και ζήτησε από τον φούρναρη μπαγιάτικο ψωμί. “Γιούπι!” φώναξε το ξερό καρβέλι! “Επιτέλους, κάποιος θέλει να φάει και εμένα, και μάλιστα μέσα στο πιο νόστιμο φαγητό του κόσμου!”.
Όταν έφτασε στο τραπέζι της γιαγιάς του Μιχάλη, το μπαγιάτικο καρβέλι είδε δίπλα του μια ολόφρεσκη φραντζόλα.
“Τι κάνεις εσύ εδώ;” ρώτησε η φραντζόλα έκπληκτη.
“Ετοιμάζομαι για βουτιά στο τηγάνι” απάντησε υπερήφανα το καρβέλι. Και για να κάνει τη φραντζόλα να ζηλέψει ακόμα πιο πολύ, της τραγούδησε:
“Είμαι το πιο χαρούμενο καρβέλι στον κόσμο,
έχω για φίλους κύμινο, βασιλικό και δυόσμο!”
“Μα είσαι ψωμί μπαγιάτικο, κανένας δεν σε θέλει!” είπε η φραντζόλα θυμωμένη.
“Κι όμως, με θέλουν τα κεφτεδάκια! Μόνο με ξερό ψωμί γίνονται αφράτα και λαχταριστά” απάντησε το καρβέλι”.
Μέσα σε μια μεγάλη λεκάνη, η γιαγιά του Μιχάλη ζύμωνε τώρα την ψίχα του καρβελιού με τον κιμά και τα υπόλοιπα μυρωδάτα υλικά. Έφτιαξε ομοιόμορφες μπαλίτσες και τις αλεύρωσε καλά-καλά. Ύστερα τις πέταξε στο καυτό λάδι με ένα μπλουμ και αυτές κολύμπησαν στα βαθιά κάνοντας “τσουρ-τσουρ” .
Σε λίγο, έφτασε στο σπίτι της γιαγιάς του ο Μιχάλης, που ανυπομονούσε να δοκιμάσει τα αγαπημένα του κεφτεδάκια. Ήταν τόσο νόστιμα που στην πρώτη μπουκιά, έμεινε ξερός! Σαν το καρβέλι! Ένα καρβέλι που ενώ όλοι το νόμιζαν άχρηστο, χρησίμευσε τελικά για να φτιαχτούν τα πιο νόστιμα κεφτεδάκια που έφτιαξε ποτέ γιαγιά!
“Είμαι χρήσιμο καρβέλι,
για όποιον κεφτεδάκια θέλει!
Πριν με ρίξεις στα σκουπίδια,
βάλε μου κιμά, κρεμμύδια!
Δως μου μία ευκαιρία
και θα δεις πως έχω αξία!”
χαχάνιζε τώρα το καρβέλι μέσα απ’ τους κεφτέδες στη στρογγυλή πιατέλα!
_
γράφει η Γεωργία Δημητροπούλου
Διδακτικότατο το παραμύθι,μπράβο Γεωργία!
Διδακτικο παραμυθι…μη ξεχναμε ποτε πως το καθε ενα αντικειμενο που υπαρχει στο πλανητη ειναι χρησιμο και εχει την αξια του τη δεδομενη στιγμη…ανεξαρτητα του μεγεθους του…