Θαρρούσα ότι ήταν κόκκινο αίμα που έρρεε…
Κι έτρεξα στο κατόπι της, σαν ηλιονικημένος εργάτης που διψούσε.
Έτρεχε να προλάβει…
Μα να προλάβει τι;
Όπου περνούσε, τα στενά δοξάζονταν.
Τα νυχτολούλουδα άνθιζαν ολημερίς!
Αλλοπαρμένος, περίμενα να επιστρέψει ωσάν ακτινοχαϊδεμένη,
να μου χρωματίσει την ημέρα με τη σκιές και όλες τις αισθήσεις της!
Άπλωσα τα χέρια.
Δε σε χόρτασα καλή μου…
Τα κόκκινα ανέμελα μαλλιά της ήταν ο φάρος μου!
Φάρος σε ένα ανεμοδαρμένο καλντερίμι.
Ανέβηκε ψηλά σκαλιά.
Είθε ο ήλιος να την πάρει μαζί του
να κλέψει λίγο φως ακόμη…
Κανένα αστέρι δε τόλμησε να τη ζηλέψει,
μήτε πουλί νόησε να την αγγίξει.
Μονάχα ένα παιδί, της έγνεφε σε ένα διάφανο αερόστατο…
…”Χρώμα μου βαθύ, μετάξι πορφυρό
ανίκητα ατίθασο, μα τόσο βιαστικό!”…
_
γράφει o Χρήστος Φαρμάκης
0 Σχόλια