Η Σοφία ζει σε ένα ορφανοτροφείο στη Μακεδονία κάπου τη δεκαετία του 1950. Κανείς δεν την έχει υιοθετήσει ως τώρα κι η ίδια έχει παραιτηθεί από κάθε ελπίδα. Μια μέρα όμως η τύχη της αλλάζει και της ανοίγουν οι πόρτες του σπιτιού ενός πλούσιου και επιφανούς ζευγαριού της πόλης, μόνο που αυτό θα είναι η αρχή μιας νέας σειράς περιπετειών που θα τη φέρουν αντιμέτωπη με οικογενειακά μυστικά, αποκαλύψεις και θανάσιμο κίνδυνο. Πώς πέθανε στα έντεκά της μόλις χρόνια και γιατί σκότωσε τη θετή της μητέρα;
Ο Πυθαγόρας Ελευθεριάδης έγραψε ένα βιβλίο γεμάτο δυνατές εικόνες, λιτούς διαλόγους, απανωτές ανατροπές και έξυπνα ευρήματα που δε με άφησαν σε ησυχία. Από τη ζωή στο ορφανοτροφείο, με τους μικροκαβγάδες, τους αυστηρούς κανόνες, τις ελάχιστες φιλίες πηγαίνουμε στο σπίτι του πλούσιου γιατρού της πόλης ο οποίος ζει με μια ψυχικά ασταθή σύζυγο που αρνείται να αγαπήσει τη Σοφία. Πρόκειται για μια ιστορία που δεν ξέρεις πώς θα εξελιχθεί, αφού δείχνει να είναι απλώς οι περιπέτειες ενός ορφανού παιδιού που τελικά υιοθετήθηκε από μια ιδιόρρυθμη οικογένεια και αλλάζει η ζωή του για πάντα. Είναι όμως έτσι; Μάλλον όχι, γιατί μέσα από τα κεφάλαια ξεπηδάνε αξέχαστες σκηνές, δυνατά συναισθήματα και όσο πλησιάζουμε στο τέλος αλλάζει η οπτική γωνία, βγαίνουν τα πάντα στο φως και οι χαρακτήρες αλλάζουν θέσεις και ρόλους, με αποτέλεσμα να έχουμε μια καλοστημένη πλοκή που θέλει να παίξει με το μυαλό του αναγνώστη, να τον εφησυχάσει και στο τέλος να τον ρίξει σε βαθιά αναγνωστικά νερά! Καλογραμμένα περιστατικά με απαραίτητες μόνο περιγραφές, χωρίς φλυαρίες και πλατειασμούς, λιτοί διάλογοι, μικρές σκηνές που φωτίζουν κάθε φορά και κάτι διαφορετικό ώστε όλες μαζί να συγκροτήσουν την καθαυτή ιστορία, η οποία ξεδιπλώνεται σταδιακά και βήμα προς βήμα είναι γνωρίσματα που με κράτησαν με κομμένη ανάσα ως το τέλος. Δε μαθαίνουμε από την αρχή ονόματα, ιδιότητες, τους ρόλους του καθενός αλλά οι πληροφορίες αυτές δίνονται αναπάντεχα και σταδιακά κατά την ανάγνωση, με κάθε μία τους να γίνεται κι ένα κομμάτι του παζλ που θα ταιριάξει με τα άλλα. Και τότε, χωρίς να το καταλάβω, έρχεται η μεγάλη ανατροπή, φωτίζονται σωστά τα πρόσωπα και βλέπω την πραγματική διάσταση των εξελίξεων, μένοντας με το στόμα ανοιχτό, οπότε ξεκινάει νέα αγωνία για να δω αν θα αντιληφθεί την αλήθεια η Σοφία, ένα παιδάκι που φορτώθηκε ένοχα μυστικά χωρίς να το καταλάβει και φυσικά χωρίς να φταίει! Κρίμα που δεν μπορώ να πω περισσότερα για τον τρόπο χειρισμού της ιστορίας από ένα σημείο και μετά γιατί είναι τόσο ενδιαφέρων και έξυπνα σχεδιασμένος που θα χαλάσω τη μαγεία της πλοκής!
Δύο είναι οι θεματικοί άξονες γύρω από τους οποίους ξετυλίγεται η πλοκή: η διαφορετικότητα και ο ρατσισμός από τη μια και ο ψυχολογικός χειρισμός και η σωματική και λεκτική κακοποίηση από την άλλη. Ο τρόπος γραφής είναι υποδειγματικός και χαρίζει μια δυνατή ιστορία με κεντρική ηρωίδα τη Σοφία, ένα κοριτσάκι που προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει γύρω της και μέσα της. Ο συγγραφέας αποδίδει σωστά την ψυχογράφηση ενός εντεκάχρονου παιδιού τόσο λεκτικά και συναισθηματικά όσο και συμπεριφορικά, ξεπερνώντας υποδειγματικά τους κινδύνους που κρύβει η πρωτοπρόσωπη αφήγηση που επέλεξε. Η Σοφία δεν υπάρχει περίπτωση ν’ αφήσει ασυγκίνητο κανέναν: «-Σκεφτόμουν πόση ζωή θα είχε αυτή η παραλία το καλοκαίρι. Και τώρα ήταν άδεια. Στενοχωρέθηκα εκείνη τη στιγμή για τις παραλίες. Ναι, το ξέρω ότι είναι χαζό, αλλά σκέφτηκα πως οι άνθρωποι τις θυμούνται μόνο όταν τις χρειάζονται. Όπως δηλαδή γινόταν συνήθως και με τους ανθρώπους» (σελ. 175). Ωριμάζει μέσα από γεγονότα που δεν πρέπει να βιώσει κανένα παιδί της ηλικίας της: «Κάτι που έμαθα μεγαλώνοντας είναι πως, στον κόσμο των μεγάλων, τα ψέματα είναι απαραίτητα. Μοιάζει τόσο δύσκολο να λες την αλήθεια όταν μιλάς μαζί τους. Οπότε, το να μην πω την αλήθεια μου φαινόταν σαν τη μοναδική αλήθεια που μπορούσα να πω» (σελ. 183). Ακόμη και η επανάληψη λέξεων σε μια παράγραφο ή σε δυο απανωτές προτάσεις δεν είναι συγγραφικό λάθος, μιας κι ένα παιδί δε γνωρίζει την περιττολογία ή το κακόηχο των επαναλήψεων! Καταφύγιό της είναι το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ, αν και δεν καταλαβαίνει το ιστορικό της πλαίσιο, παρ’ όλ’ αυτά διαπιστώνει πως ήταν τόσο μόνη κι ας είχε και τους δυο γονείς της ενώ η ίδια και μόνη είναι και χωρίς τους πραγματικούς της γονείς! Αχώριστος φίλος είναι και ο Μικρός πρίγκιπας, στον οποίο βρίσκει επίσης αποκούμπι: «…τότε νόμιζα πως όταν οι άνθρωποι κλαίνε δεν θέλουν κάποιος να τους μιλήσει, απλώς θέλουν να ξέρουν πως κάποιος είναι δίπλα τους. Το είχα διαβάσει, θυμάμαι, σ’ ένα παραμύθι» (σελ. 226). «Ο ήλιος ή το δέντρο, τουλάχιστον, δεν έχουν γονείς. Δεν τους χρειάζονται» (σελ. 357), λέει χαρακτηριστικά η Σοφία κι αυτό κρύβει μια διαπίστωση γεμάτη τραύματα και πόνο.
«Ήμουν έντεκα όταν πέθανα. Όταν με σκότωσαν, δηλαδή. Κοντά στα έντεκα»! Έτσι ξεκινάει η ιστορία της Σοφίας που μεγαλώνει στο ορφανοτροφείο θηλέων με το όνομα «Ακτή Παράδεισος» και χάνει την τελευταία καλύτερή της φίλη όταν υιοθετείται. Αγοροκόριτσο, ειλικρινής, ανυπάκουη, δύσκολα θα μπορούσε να αποτελέσει επιλογή των υποψήφιων γονιών κι αυτό την έχει γεμίσει αδιαφορία. Τριάντα κορίτσια περιμένουν κάθε τόσο να υιοθετηθούν από γονείς που επισκέπτονται το ίδρυμα και οι συζητήσεις μεταξύ τους είναι χαρακτηριστικές της εποχής και της νοοτροπίας τους. Αγωνιούν για το αύριο, υποδύονται έναν καλύτερο εαυτό, δίνουν μια παράσταση για να κερδίσουν την εύνοια των επισκεπτών. Είμαστε ακόμη σε μια περίοδο που ο ρόλος της γυναίκας είναι τα οικοκυρικά και τα παιδιά, να σκύβει το κεφάλι μπροστά στον άντρα της και να δέχεται στωικά ακόμη και το ξύλο από τα χέρια του. Αυτό ακριβώς μαθαίνουν στον «Παράδεισο»! Ένα πολύβουο μελίσσι με την υπεύθυνη, την κυρία Ελένη, να είναι το μοναδικό αποκούμπι της Σοφίας, να την κανακεύει και να τη βοηθάει, να τη νουθετεί και να τη στηρίζει όσο από την άλλη ο αυστηρός κύριος Σταμάτης, ο διευθυντής, ρίχνει σκαμπίλια και τιμωρεί, φέρεται κακότροπα και απότομα, είναι ο φόβος και ο τρόμος των κοριτσιών. Κάποια στιγμή η Σοφία το παίρνει απόφαση και υποδύεται τον ρόλο που θέλουν: «Από το να μη με πάρουν καθόλου για την αλήθεια μου, προτιμούσα να με διαλέξουν για το ψέμα μου» (σελ. 76). Όνειρό της είναι να ταξιδέψει στον κόσμο, παρά τις νουθεσίες δασκάλων και περίγυρου ότι οι γυναίκες κάθονται σπίτι και μεγαλώνουν παιδιά. Θέλει να ταξιδέψει και ν’ ανοίξει ένα βιβλιοπωλείο κι ας μην αρέσει στον κόσμο που μια γυναίκα θα δουλεύει και μάλιστα μόνη της!
Τα πράγματα λοιπόν αλλάζουν όταν επιτέλους η Σοφία υιοθετείται και μεταφερόμαστε στην τρυφηλή κοινωνική ζωή του γιατρού και της γυναίκας του. Η μικρή ηρωίδα πάει σε κανονικό σχολείο, μαθαίνει συμπεριφορά, μπαίνει σε πρόγραμμα και τάξη. Η κοινωνική της θέση της ανοίγει πόρτες και κάνει τη ζωή της άνετη και ξεκούραστη. Η ίδια όμως γυρνάει την πλάτη της σε όλα αυτά, δεν ξεχνά ποια πραγματικά είναι και πιάνει φιλίες με τον έγχρωμο Γουίλιαμ, ένα παιδί κλειστό και εσωστρεφές που πέφτει συχνά θύμα ξυλοδαρμού και πειραγμάτων από τους συμμαθητές του. Οι σκηνές είναι τόσο δυνατές που: «Η βροχή ούρλιαζε κι αυτή. Σαν κάπου να ήθελε να τα πει» (σελ. 235). Τα δυο παιδιά, παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα της Σοφίας και το σκάνδαλο που προκαλείται από αυτήν τη συναναστροφή, ανακαλύπτουν μαζί την ισότητα, ότι οι άνθρωποι είναι όλοι ίδιοι κι ας έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Με τη δική του βοήθεια η Σοφία προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει στο σπίτι που την υιοθέτησε, να αποκωδικοποιήσει τη συμπεριφορά της θετής μητέρας της, να εντάξει τον εαυτό της στο νέο περιβάλλον. Εν τω μεταξύ και ο Γουίλιαμ προέρχεται από μια διαφορετική οικογένεια και το παιδί προσπαθεί να εντάξει τη δική του ζωή σε έναν κόσμο γεμάτο «πρέπει» και μυστικά. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη περίπτωση που δύσκολα θα τη δεχόμουν λόγω της εποχής και του τόπου, όμως καταγράφεται με διακριτικότητα, σεβασμό και αντικειμενική ματιά οπότε πείστηκα και ταυτίστηκα με τον Γουίλιαμ. Ως προς τη διαφορετικότητά του που δε γίνεται αποδεκτή από τον περίγυρο, αποτυπώνεται με τόση ένταση και μαεστρία σε σκηνές σαν αυτή που ο Γουίλιαμ ρίχνει αλεύρι πάνω του σε μια προσπάθεια να γίνει λευκός και αργότερα που γδέρνει το δέρμα του με τα νύχια του ουρλιάζοντας: «Δεν θέλω να είμαι μαύρος! Πάρτε αυτό το χρώμα από πάνω μου»! Κι όλα αυτά γιατί: «-Σκέψου πόσο περίεργο είναι γι’ αυτόν να ακούει αυτά τα παιδιά να τον κοροϊδεύουν για κάτι που δεν αποφάσισε ο ίδιος να είναι. -Και για κάτι που και ο ίδιος δεν μπορεί να αλλάξει…» (σελ.260). Πόσο προσεκτικά διαλεγμένες είναι οι λέξεις που ακόμη και μια ολιγόλογη πρόταση δημιουργεί ολοζώντανες εικόνες: «Χτυπούσα τα αθλητικά του παπούτσια με τα βαρετά παπούτσια μου από τη σχολική στολή» (σελ. 245).
Τι γίνεται στο σπίτι του γιατρού όμως; Η θετή μητέρα παθαίνει απανωτές κρίσεις και συμπεριφέρεται αλλοπρόσαλλα. Είναι μια γυναίκα που έχει υποστεί έναν ισχυρό κλονισμό μετά από ένα δυσάρεστο γεγονός και η συμπεριφορά της, οι αντιδράσεις της, η σχέση της με το παιδί, η κυκλοθυμία της, τα ξεσπάσματά της είναι πολύ προσεκτικά δοσμένα, με αληθοφάνεια και ρεαλισμό. Θα καταφέρει ο άντρας της να κρατήσει τις απαραίτητες ισορροπίες; Με πόση τρυφερότητα τη βοηθάει να γνωριστεί με το παιδί, τι όμορφες και ρεαλιστικές σκηνές! Ο πατέρας προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες, να μεγαλώσει τη Σοφία με πρόγραμμα και ευπρέπεια, η Σοφία κάνει ερωτήσεις, απορεί για όλα τα καινούργια που βλέπει, δυσφορεί με τις νέες συνθήκες αλλά προσπαθεί να μην το δείξει: «Αν πλήρωνα τη μαμά, όπως αυτή πλήρωνε την κυρία Ιουλία για να καθαρίσει, θα μπορούσε να με αγαπήσει»; Είναι τόσο καθωσπρέπει ο πατέρας της που της αρέσει να τον κάνει να αισθάνεται περίεργα, τον αγκαλιάζει, κοιμάται στα πόδια του, τον πειράζει… Υπάρχουν και στιγμές όμως που του αντιμιλάει ή προκαλεί την τύχη της ή τον ρεζιλεύει στον κοινωνικό περίγυρο κι έτσι γνωρίζει και την αυστηρή του πλευρά. Κι όσο πλησίαζα στην αλήθεια τόσο φοβόμουν πως κάτι κρύβεται πίσω από όλα αυτά, μέχρι και πως κινδυνεύει η ζωή του παιδιού υποψιαζόμουν. Κι ενώ απολάμβανα αυτό το καλογραμμένο κείμενο με τις απανωτές ανατροπές και τα διεισδυτικά ψυχογραφήματα, ένα ημερολόγιο φέρνει στο φως όλη την αλήθεια και δείχνει έναν αφανή ήρωα που πάλεψε για την αγάπη, αγωνίστηκε για την επιβίωση, πάλεψε με την παράνοια, το ψέμα και τη βία αλλά έχασε το παιχνίδι. Ακόμη δακρύζω με τις τελευταίες λέξεις… Και τότε αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση προς τον θάνατο της Σοφίας, έναν θάνατο διαφορετικό, σταδιακό, κλιμακούμενο, με μια αναπάντεχη αποκάλυψη και μια δυσβάσταχτη αλήθεια που θα έρθει στο φως και θα διαλύσει τα πάντα!
Θα μπορούσα να γράψω κι άλλα, μιας και το μυθιστόρημα βρίθει χαρακτήρων, νοημάτων, περιστατικών αλλά θα σταματήσω εδώ για να αφήσω τον χρόνο να κατασταλάξει μέσα μου η εμπειρία της ανάγνωσης αυτού του βιβλίου. Το «Ήμουν έντεκα όταν πέθανα» είναι ένα καλογραμμένο, άρτιο, έξυπνο και ανατρεπτικό μυθιστόρημα που μου χάρισε μια ιστορία δοσμένη εντελώς διαφορετικά από τα συνηθισμένα και με γέμισε εικόνες, συναισθήματα, ιδέες και σκέψεις. Η κακοποίηση, η διαφορετικότητα, ο ρατσισμός, η βία, η εκμετάλλευση, η κακοποίηση, ο χειρισμός κυριαρχούν σ’ ένα κείμενο γραμμένο με μικρές προτάσεις, κινηματογραφικούς διαλόγους, λιτές περιγραφές, αληθοφάνεια και ελάχιστα στοιχεία σουρεαλισμού και καλολογικών στοιχείων. Εκπλήξεις, ανατροπές, παιχνίδια με το μυαλό του αναγνώστη και μια φριχτή αλήθεια που κρύβεται πίσω από τα γεγονότα και με έκανε να πονέσω για την ανθρώπινη αναλγησία, όλα αυτά μου γέννησαν την επιθυμία να βουτήξω μέσα στις σελίδες για να σώσω το κοριτσάκι από το τελευταίο κεφάλαιο. Κρίμα που δεν πρόλαβα…
0 Σχόλια