-Αχ! Μπαμπά! Θα με δείρει πάλι! ξεφωνίζει η στρίγγλα η Τούλα.
-Τι να σου κάνω βρω παιδάκι μου! πετάει νευριασμένα την εφημερίδα του ο μπαμπάς. 'Έχω βαρεθεί να στις βρέχω και καμιά φορά θα σε χτυπήσω άσχημα πάνω στα νεύρα μου. Νομίζω, να σε στείλω στον παππού, μήπως ησυχάσεις λίγο...
Εγώ ζαρώνω στην γωνιά χωρίς τσιμουδιά, ελπίζοντας να μην τις φάω και τρίτη φορά κείνο το πρωινό και σκέπτομαι εκδικητικά.
-Θα σε κανονίσω παλιοκόριτσο, όταν δεν Θα 'ναι εδώ ο μπαμπάς.
Πρώτα θες να παίξουμε κι ύστερα στριγγλίζεις και την πληρώνω εγώ.
Τους γυρίζω την πλάτη και κλείνομαι στο δωμάτιό μου, όπου αρχίζω να διαβάζω τον Ρομπέν των δασών, τον αγαπημένο μου ήρωα. Με την ταραχή μου δεν καταλαβαίνω τι διαβάζω και τα παρατώ.
-Θα 'ναι καλά να πάω στον παππού κι αφού δεν με αγαπάει ο μπαμπάς, να μείνω για πάντα εκεί! σκέφτομαι πικραμένος. Μόνο την Τούλα αγαπάει κι όλο την χαϊδεύει και ποτέ δεν την δέρνει, συνεχίζουν οι σκέψεις μου και νιώθω τόσο αδικημένος.
Βέβαια πολλές φορές δικαίως τις τρώω, αλλά...
-Κωστάκη! 'Έλα να φας! ακούγεται επιτακτική η φωνή της μαμάς, κι αν δεν πάω, τότε θα τις φάω και πάλι. Έτσι, βγαίνω από το δωμάτιο.
* * * *
Στο λεωφορείο, στριφογυρίζω το εισιτήριο στα χέρια μου. Θέλω να το πετάξω μα αλλάζω γνώμη και το βάζω στην τσέπη μου ενώ χαζεύω τους άλλους επιβάτες.
Το λεωφορείο καταβροχθίζει τα μίλια κι ο συνεχής θόρυβος με νανουρίζει, που δεν αργεί να με πάρει ο ύπνος.
Με ξυπνάει το απότομο σταμάτημα και η φωνή του επιθεωρητή που ζητάει τα εισιτήρια. Φοβάται μην του κάνει ζαβολιές ο οδηγός και βάζει εξτρά επιβάτες.
Ευτυχώς δεν πέταξα το δικό μου. Είναι όλα εντάξει και ξεκινάμε.
Εντελώς ξύπνιος τώρα κοιτάζω έξω απ' το παράθυρο, τα δένδρα που τρέχουν προς τα πίσω, κι αυτό με ζαλίζει λίγο που θέλω να κάνω εμετό, έτσι προσπαθώ να κοιμηθώ πάλι.
Στο σταμάτημα του λεωφορείου ανοίγω τα μάτια μου και, νά 'μαστε στο χωριό κι εκεί διακρίνω τον παππού που με περιμένει. Κατεβαίνω και τρέχω στην αγκαλιά του.
Με φιλάει και με καλωσορίζει και τα γένια του με τσιμπάνε λίγο, αλλά δεν λέω τίποτα. Ξεκινάμε για το σπίτι κι ο παππούς κουβαλάει την βαλίτσα που είναι λίγο βαριά για μένα. Φθάνουμε κι η γιαγιά βιαστική κατεβαίνει αγκομαχώντας τις σκάλες, έτσι χονδρή που είναι. Με φιλάει στα δυο μάγουλα κι όταν μπαίνουμε απ' την πόρτα καταλαβαίνω ότι πεινάω, σαν μου γαργαλάει την μύτη η μυρωδιά της χωριάτικης κότας και οι σπιτικές χυλοπίτες. Θα είναι απ' το ταξίδι αφού στην πόλη με ταΐζει με το ζόρι κάθε φορά η μαμά.
* * * *
Το βράδυ κοιμάμαι βαθιά και το πρωινό με ξυπνάνε οι ακτίνες του ήλιου και το κελάηδημα των σπουργιτιών, έξω από το παράθυρο.
Θα 'ναι ωραία να τα ιδώ. Πετάγομαι απ 'το κρεβάτι ντύνομαι κι ανοίγω το παράθυρο.
Με τον θόρυβο πετάνε τρομαγμένα και κοιτώντας διακρίνω την φωλιά τους ανάμεσα στα κεραμίδια. Θ' ανέβω να ιδώ αν έχει αυγά, σκέπτομαι και σκαρφαλώνω στο παράθυρο. Ο παππούς έξω ετοιμάζεται να φύγει με το γαϊδούρι, η γιαγιά βρίσκεται στην άλλη πλευρά της αυλής, έτσι κανένας δε με σταματάει σαν σκαρφαλώνω στις προεξοχές του πέτρινου τοίχου. Στηριζόμενος από μια σανίδα της στέγης, βλέπω τέσσερα πουλάκια που ακόμα είναι χωρίς φτερά... Τα χαϊδεύω κι ανοίγουν το κίτρινο ράμφος τους, ζητώντας φαγητό. Θα νομίζουν είμαι η μάνα τους φαίνεται.
Θα κατέβω να τους φέρω λίγο τριμμένο ψωμάκι, αποφασίζω. Δοκιμάζω τότε να κατέβω μα δεν βρίσκω τις προεξοχές απ ' όπου ανέβηκα. Κοιτάζω κάτω και ζαλίζομαι όταν βλέπω πόσο ψηλά είμαι και με πιάνει πανικός.
-Παππού...ου! Θα πέσω... βοήθεια...! αρχίζω τα ξεφωνητά.
Παρατάει το γαϊδούρι ο παππούς και τρέχει ακούγοντας τις φωνές μου.
-Κράτα καλά παιδάκι μου να φέρω την σκάλα... που για καλή μου τύχη βρίσκεται πρόχειρη λίγο πιο πέρα.
Δεν κοιτάζω κάτω και σφίγγω την σανίδα μέχρι που ανασαίνω με ανακούφιση σαν πατάω στέρεα και κατεβαίνω. Απ 'την τρομάρα τρέχουν τα δάκρυά μου κι ο παππούς σκουπίζει τον ιδρώτα του με το μαντήλι και με μαλώνει.
-Τι ήθελες 'κει πάνω παιδάκι μου; Με κατατρόμαξες! ξεφωνίζει.
-Να... ανέβηκα να δω τα πουλάκια, λέω και σκύβω ένοχα το κεφάλι.
Ξέρω ότι την έχω πολύ άσκημα αν το μάθει ο μπαμπάς.
-Το ξέρεις ότι θα σκοτωνόσουν αν έπεφτες; μου λέει αυστηρά.
-Δεν ήξερα ότι είναι τόσο ψηλά, παππού! παραδέχομαι σκουπίζοντας τα μάτια μου. "Έλα, βρέξ' τες μου να πατσίσουμε που σε τρόμαξα", λέω και του γυρίζω τις πλάτες έτοιμος να δεχτώ τις ξυλιές στους πισινούς.
Αντί γι 'αυτό νιώθω τα χέρια του παππού στους ώμους μου που με γυρίζουν προς το μέρος του, καθώς μουρμουρίζει.
-Σαν πολύ τις τρως βρω παιδάκι μου, πρέπει να μιλήσω στον πατέρα σου μου φαίνεται.
Και μεγαλοφώνως.
-Όχι Κωστάκη. Το να σε δείρω δεν θα πάρει πίσω την τρομάρα που πέρασα, κι είμαι σίγουρος ότι εσύ τρόμαξες περισσότερο. Θέλω μόνο να μου υποσχεθείς ότι δεν θα το ξανακάνεις, Έτσι; λέει και με κοιτάζει σοβαρά σαν περιμένει.
-Σου το υπόσχομαι, παππού και συγγνώμη, μουρμουρίζω έκπληκτος με τον εαυτό μου.
Πρώτη φορά στην ζωή μου που ζητάω συγνώμη. Θα 'ναι που τη γλίτωσα τόσο φθηνά...
-Έλα πάμε να βρούμε το γαϊδούρι που έχει φύγει και μην λες τίποτα στην γιαγιά και αρχίσει τις ιστορίες, έτσι; λέει και με κτυπάει χαϊδευτικά στην πλάτη.
-Πάμε παππού και σ 'αγαπώ,μουρμουρίζω δειλά αποφασισμένος να κρατήσω την υπόσχεσή μου. Δεν κάνει να λυπώ τον καλό μου τον παππού. Αν ήταν ο μπαμπάς θα με έσπαζε στο ξύλο κι εγώ θα ξανανέβαινα πάλι, από εκδίκηση.
Πιο κάτω συναντούμε τον γαϊδουράκο που βόσκει ξερόχορτα στην άκρη του δρόμου. Ο παππούς του σφυρίζει φωνάζοντάς του ταυτόχρονα.
-Κωνσταντάρα, για έλα δω! κι ο Κωνσταντάρας έρχεται υπάκουα κουνώντας τις αυτάρες του.
* * * *
Την άλλη μέρα σηκώνομαι πρωί να πάμε με τον παππού στο περιβόλι. Νυστάζω ακόμα, μα το κρύο νερό στο πρόσωπό μου με ξυπνάει τελείως.
Καβαλάει ο παππούς τον Κωνσταντάρα και 'γώ πισωκάπουλα, περνάμε πρώτα από τον στάβλο. Δένει τις κατσίκες από πίσω κι ακολουθούν πέντε μικρά κατσικάκια, που δεν χορταίνω να τα κοιτάζω.
Προ πάντως το ένα που είναι άσπρο με μαύρες βούλες στο κεφάλι και κάτω από τον λαιμό του κρέμονται τα σκουλαρίκια του.
-Θα μου δώσεις αυτό το άσπρο για δικό μου παππού;τον ρωτώ καθώς σφικτοκρατάω το σαμάρι για να μην πέσω.-Αν το θέλεις αλήθεια, είναι δικό σου Κωστάκη, μου λέει σοβαρά και χαίρομαι διότι ξέρω ότι πάντα κρατάει τον λόγο του.
-Δεν μου λες παππού, γιατί οι κατσίκες φοράνε σακούλι στα μαστάρια τους; ρωτάω με περιέργεια.
-Αν τις αφήσουμε έτσι, μου εξηγεί, τα κατσίκια θα φάνε όλο το γάλα που δεν θα αφήσουν τίποτα για να φτιάξουμε το τυρί μετά.
-Μα δεν πεινάνε ;
-Ω όχι! μ' απαντά υπομονετικά. Τρώνε χόρτα και σανό. Να μας! που φτάσαμε και στο κεφαλάρι. Οους..., φωνάζει τον Κωνσταντάρα που σταματάει αυτόματα.
Ξεπεζεύουμε κι αρχίζω να τριγυρνάω ένα γύρω ενώ ο παππούς λύνει τις κατσίκες που σκορπίζονται κι αρχίζουν να βόσκουν.
-Τι ωραία πού είναι εδώ, ολοπράσινα! ξεφωνίζω με ενθουσιασμό, βλέποντας τα λαχανικά και το τριφύλλι.
Αρχίζω να παίζω με την ασπρουλίτσα μου και της πιάνω τ ' αυτιά. Της λίγο δίνω ψωμάκι που το μυρίζει και χαπ το αρχίζει να το μασουλάει. Της αρέσει φαίνεται. Με τρέχει από πίσω ζητώντας κι άλλο ψωμί κι ο παππούς γελάει που μας βλέπει. Κάθεται κάτω από την δρυ και κόβει ένα ξύλο με το μαχαιράκι του. Το μετράει, το χαράζει και μου κινεί την περιέργεια που ξεχνώ την ασπρουλίτσα και τον παρακολουθώ.
-Τι θα φτιάξεις παππού;
-Ένα σκαμνάκι για την γιαγιά, μου απαντά περνώντας μια μυτερή ξύλινη διχάλα στο σημάδι και ανοίγει τρύπα.
-Μα πώς τρυπά τόσο εύκολα;ρωτώ και παίρνω ένα κομμάτι που είναι πολύ ελαφρό σαν φελλός από μπουκάλι.
-Δεν είναι ξύλο, είναι αναδρίκα και στις ρίζες της βραστούν πολύ νόστιμα μανιτάρια.
Α! μ' αρέσουν τα μανιτάρια!... Κτυπώ μ 'ενθουσιασμό τα χέρια μου.
-Πάμε να μου δείξεις να τα βρούμε παππού; ρωτώ ανυπόμονα.
-Ω όχι! λέει και σηκώνει το κεφάλι του. Τα μανιτάρια βλαστούν τον χειμώνα, θέλουν δροσιά για να γίνουν.
-Κρίμα κι ήθελα να τα έβρισκα! μουρμουρίζω απογοητευμένος.
-Δεν πειράζει, με παρηγορά. Την άλλη φορά να 'ρθείς Χριστούγεννα και θα βρούμε πολλά. Τώρα όμως έλα να φάμε που πεινάσαμε λίγο! Λέει και ξεκρεμάει το σακούλι με το κολατσιό.
-Ου και πεινάω σαν λύκος, θα είναι από την τρεχάλα.
* * * *
Την επομένη ο παππούς θ' αλωνίσει και το χάραμα με βρίσκει ξύπνιο. θέλω να ιδώ πως αλωνίζουν.
Ο παππούς μου δίνει ένα καπέλο για να φορέσω να μην με πειράξει ο ήλιος.
-Σου είναι μεγάλο Κωστάκη, αλλά με την ζέστη καλύτερα να το φορέσεις, αλλιώς θα καείς.
Μου κρύβει το μισό πρόσωπο και με κάνει τόσο αστείο που γελάει ο παππούς καθώς φορτώνει στον Κωνσταντάρα το δισάκι. Από την μια βάζει την στάμνα με το νερό κι απ' την άλλη το φαγητό κι ένα κουβάρι σπάγκο, ενώ από πάνω ρίχνει πολλά άδεια τσουβάλια που τα καρφώνει με μια μεγάλη βελόνα την “σακοράφα.
Σε λίγο βρισκόμαστε στο χωράφι και τα δεμάτια είναι μαζεμένα σ 'ένα πελώριο σωρό κι οι κατσίκες βόσκουν σκορπισμένες. Εγώ παίζω με την ασπρουλίτσα και μας διακόπτει το τρακτέρι με την αλωνιστική μηχανή, που μπαίνει δίπλα στον σωρό κι ο οδηγός την θέτει σε κίνηση που ο εκκωφαντικός θόρυβος με τρομάζει. Από μπροστά, ένα μεγάλο στόμα αρχίζει να βρέχει άχυρο που με περιχύνει. Γεμίζει το καπέλο, τ ' αυτιά κι ο λαιμός μου που αρχίζω να ξετινάζομαι και πώς τσούζει...
Ο παππούς αρχίζει να πετάει τα δεμάτια και τα σακιά αρχίζουν να γεμίζουν, ενώ η γιαγιά φέρνει πιο κοντά τα δεμάτια.
-Αυτό μπορώ κι εγώ να το κάνω γιαγιά, λέω και τρέχω να την βοηθήσω. Πετάω το καπέλο που μ 'εμποδίζει και σε λίγο είμαι καταϊδρωμένος και διψάω. Η γιαγιά μου δίνει νερό σ' ένα άδειο κουτί από ζαχαρούχο γάλα κι είναι τόσο κρύο, πιο νόστιμο κι από αναψυκτικό.
Συνεχίζω να βοηθώ τον παππού που μου φωνάζει.
-Μπράβο Κωστάκη μου, τι γρήγορος που είσαι, σπίρτο σωστό!
Καμαρώνω σαν χάνος αν και ξέρω ότι είμαι τεμπέλης. Έτσι λέει ο μπαμπάς, όταν βαριέμαι να βγάλω τα σκουπίδια και λέω ας τα βγάλει κι η Τούλα μια φορά...
Σε λίγο ο μεγάλος σωρός έχει εξαφανιστεί και μετράω εικοσιπέντε τσουβάλια γεμάτα στάρι.
* * * *
Ο παππούς καταϊδρωμένος ξεκουράζεται κάτω απ' την χαρουπιά. Εγώ αν και κουρασμένος, δεν κάθομαι σ' ένα μέρος και πάω ν' ανέβω στην μυγδαλιά που είναι γεμάτη από αμύγδαλα, λίγο πιο πέρα. Η ασπρουλίτσα με ακολουθεί κι ένα παράξενο σισς και τα ξερόχορτα που κινούνται με κάνει να σταματήσω κι εκείνη αρχίζει να βελάζει και τρέχει κουτσαίνοντας.
-Παππού, κάτι έπαθε η ασπρουλίτσα! του φωνάζω.
Ο παππούς έρχεται και κοιτάζει το πόδι της όπου διακρίνονται δυο κόκκινα σημάδια.
-Θεέ μου την δάγκωσε φίδι! ξεφωνίζει κι εγώ παγώνω απ' τον φόβο μου.
-Θα... πεθάνει... παππού; ρωτώ με φωνή που τρέμει και δεν μπορώ να κρατήσω τα δάκρυά μου.
-Ω, δεν πιστεύω! με καθησυχάζει ο παππούς. Φέρε μόνο γρήγορα τον σπάγκο και το μαχαίρι.
Της το δένει σφικτά και της σχίζει το δέρμα στην δαγκωματιά όπου αρχίζει να τρέχει νερόαιμα.
Θα είναι το δηλητήριο κι όταν βγει όλο θα γίνει καλά, σκέπτομαι ξεγνοιάζοντας και την αγκαλιάζω. Την αγαπώ τόσο πολύ...
Την άλλη μέρα το πόδι της είναι σαν πρησμένο λουκάνικο και κουτσαίνει ακόμα.
Ο παππούς τελειώνει το σκαμνάκι κι όταν κάθομαι είναι λίγο σκληρό μα μ 'αρέσει.
Ο Κωνσταντάρας βόσκει πιο κάτω και βλέποντάς τον, σκέπτομαι τι θα κάνει, αν του τραβήξω την ουρά. Πάω από πίσω και του πιάνω τις μακριές τρίχες. Με μισοκοιτάζει και σαν τραβώ πιο δυνατά, μαζεύει το πόδι του και τακ... στο καλάμι του δικού μου ποδιού.
Αχ! Αχ! ξεφωνίζω, τρομάζοντας τον παππού.
-Τι έπαθες;ρωτά και τρέχει κοντά μου, κι ο Κωνσταντάρας τάχα αχάμπαρος - ο γάιδαρος...συνεχίζει να βόσκει.
-Αχ! Τράβηξα την ουρά του γαϊδάρου. Αχ! και με κλώτσησε! λέω και τρίβω το πονεμένο μου πόδι.
-Ρε παιδάκι μου, με μαλώνει καλοσυνάτα. Δεν ξέρεις ότι του γαϊδάρου δεν του τραβάς ποτέ την ουρά;
-Ήθελα να δω τι θα κάνει! σκύβω ένοχα το κεφάλι.
-Άλλη φορά να μην το ξανακάνεις! με συμβουλεύει. 'Έλα τώρα να ξεριζώσουμε κανένα κρεμμύδι να σου βάλω επάνω, αλλιώς θα πονάς πολύ αύριο.
Σπάζει το κρεμμύδι, μου το δένει κι ο πόνος μαλακώνει λίγο.
Το απόγευμα όταν ερχόμαστε, με παραξενεύει το αυτοκίνητο που είναι σταματημένο μπροστά στο σπίτι. Είναι το ίδιο χρώμα με του μπαμπά.
Μπαίνουμε στην αυλή κι η Τούλα τρεχάτη κατεβαίνει τις σκάλες και ξεφωνίζει.
-Κωστάκη... Κωστάκη... Ήρθαμε κι εμείς!
Σταματάει όταν βλέπει το σκαμνάκι που το φέρνω στην γιαγιά.
-Τι είναι αυτό; θέλω κι εγώ! τσιρίζει με ζήλια.
-Είναι της γιαγιάς, την καθησυχάζω. Θα κάνει άλλο για μάς ο παππούς.
-Δώσε μου λίγο να καθίσω! με παρακαλεί.
Σκέπτομαι να της πω όχι για να γκρινιάζει, μα την πόνεσα λίγο αυτές τις μέρες.
-Πάρ' το της λέω χωρίς αντίρρηση κι ο μπαμπάς απ' το κεφαλόσκαλο με κοιτάζει έκπληκτος. Είναι η πρώτη φορά που δεν μαλώνουμε για κάτι.
-Για έλα δω, λεβέντη. Μαύρισες από τον ήλιο.
Μ' ανοίγει την αγκαλιά του και σαν με φιλάει σκέπτομαι.
-Γιατί να μαλώνω; Ο μπαμπάς αγαπάει και μένα.
_
γράφει η Μαρούλα Πανάγου
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
0 Σχόλια