–
γράφει η Βάλια Καραμάνου
–
Υπάρχει μια ιδιαίτερη κατηγορία φαντασμάτων στην λογοτεχνία, που- πέρα από ρίγη και ανατριχίλες- σκορπούν αφειδώς νοσταλγία κι ένα κύμα τρυφερότητας σε όσους τα αναπολούν. Ίσως γιατί τα συγκεκριμένα στοιχειά είναι συνδεδεμένα με το πατρικό σπίτι, την προγονική γη, τα έθιμά της και αποτελούν μέρος των πιο γλυκών αναμνήσεων της παιδικής ξέγνοιαστης ηλικίας. Όταν μάλιστα μεγαλώνοντας οι λογοτεχνικοί ήρωες που έχουν ζήσει μια τέτοια εμπειρία αναγκάζονται ν’ αποκοπούν βίαια από τον αγαπημένο τους τόπο και να στερηθούν τους αγαπημένους τους (πραγματικούς ή μη), τα φαντάσματα τούτα είναι συνυφασμένα με δυνατές συγκινήσεις και αναδρομές σε ευτυχισμένες εποχές.
Θα αρχίσω με το πρώτο παράδειγμα, την «Αιολική γη» του Ηλία Βενέζη (εκδόσεις Άλφα, 1943). Κατά την διάρκεια της περιήγησής μας στα Κιμιντένια και στις περιπέτειες του μικρού ήρωα και της οικογένειάς του, αισθανθήκαμε τρυφερότητα για την φύση, ζωντανέψαμε με την φαντασία μας τα τσακάλια που ούρλιαζαν τις νύχτες, μυηθήκαμε στα παιχνίδια των παιδιών, στους παιδικούς έρωτες της αδερφής του αφηγητή με τον αδικοχαμένο κυνηγό και βιώσαμε τελικά όλα τα γλυκά σκιρτήματα της παιδικής ηλικίας που οδηγούσαν σταδιακά στην εφηβεία. Αποκορύφωμα όλων αυτών υπήρξε η Διασπορά, η φυγή προς την Ελλάδα με μια χούφτα χώμα που πήρε μαζί του ο παππούς σαν φυλαχτό από την Αιολική Γη.
Και μέσα σε όλο αυτό το τρυφερό βιβλίο, ξάφνου προβάλλει αιφνιδιαστικά το «Κίτρινο», ένα παλιό δωμάτιο, όπου φυλάσσονταν τα σπαθιά- οικογενειακά κειμήλια. Σύμφωνα δε με την άποψη της μεγάλης αδερφής, της Άρτεμης, ξυπνούσαν στοιχειώνοντας τις νύχτες τους από την μεταλλική ηχώ τους. Ωστόσο, το ρίγος κορυφώθηκε με την επίσκεψη του θείου Θόδωρου, ενός χαρούμενου εξωστρεφούς άντρα που φιλοξενήθηκε με την σύζυγό του στο «Κίτρινο». Τα παιδιά βέβαια δεν έχαναν την ευκαιρία να κρυφοκοιτάξουν την νύχτα από την κλειδαρότρυπα του δωματίου, διαπιστώνοντας πως η συμπεριφορά του άντρα άλλαζε , καθώς στεκόταν ακίνητος και σοβαρός μπροστά από την ξύλινη ντουλάπα. Όταν δε αποχώρησε νωρίτερα η σύζυγός του, συνέβη το εξής περιστατικό κατά την τελευταία νύχτα της διαμονής του στα Κιμιντένια: «Προχωρήσαμε τρέμοντας. Φτάξαμε στην πόρτα της βορεινής κάμαρας. Σκύψαμε απ’ την κλειδαρότρυπα και είδαμε. Ο θειος Θόδωρος καθόταν στην ίδια θέση όπως και χτες, πλάι στο τραπεζάκι, πλάι στη λάμπα. Το βιβλίο ήταν στα γόνατά του, και τα μάτια του μέναν στηλωμένα στη ντουλάπα που ήταν καταντικρύ του. Έβλεπα κατά τα τρία τέταρτα το πρόσωπό του. Τίποτα δε θύμιζε το αστραφτερό, χαρούμενο, χαμογελαστό πρόσωπο του θείου που ξέραμε. Τα μάτια του πετάγονταν άγρια έξω απ’ τις κόγχες, στην απελπισμένη τους προσπάθεια κάτι να δουν, κάτι να κάμουν να ‘βγει. Κάτω απ’ τα τεζαρισμένα αυτά μάτια τα μάγουλα φαίνονταν σα να πήραν τον αντίθετο δρόμο, χώθηκαν προς τα μέσα. Πίσω απ’ το σφιχτά κλεισμένο στόμα πρέπει τα δόντια να μπλέκονταν το ένα στ’ άλλο, να τρίζαν. Και μοναχά τα σγουρά μαύρα μαλλιά, ακίνητα και αδιατάραχτα, παράστεκαν αδιάφορα στη θύελλα του προσώπου. Άξαφνα βίαιη ριπή ανέμου, δροσισμένου απ’ το ανήλιο δάσος, κατέβηκε απ’ τα Κιμιντένια. Την ακούσαμε να πέφτει στα κοντινά δέντρα, ακούσαμε τα κλαδιά να τρίζουν σαν οστά. Την ίδια στιγμή ακούστηκε από βαθιά το ουρλιαχτό του τσακαλιού. Έσφιξα το χέρι μου στο χέρι της Άρτεμης, που σκυμμένη κοίταζε μέσα απ’ την κλειδαρότρυπα. Τρέμαν τα πόδια μας, τα χέρια μας. Ήθελα κάτι να της πω να φύγουμε, μα δεν πρόφταξα. Άγριο, σκληρό σα μαχαίρι, ακούστηκε μέσα απ’ το δωμάτιο ένα χάχανο. Ο θείος Θόδωρος γελούσε μ’ όλη τη δύναμή του, σταματούσε λίγο για να πάρει ανάσα, και πάλι ξανάρχιζε σα να τον γαργαλούσαν στα πόδια, στις μασχάλες, σ’ όλο του το κορμί. Δεν έμοιαζε σε τίποτα με γέλιο της χαράς, ήταν σα να σπάραζε. Η Άρτεμη, τρέμοντας σύγκορμη, είχε παρατήσει το χέρι μου, ακούμπησε και τα δυο της τα χέρια γύρω στην κλειδαρότρυπα κ’ έβλεπε, έβλεπε, μη μπορώντας να ξεκολλήσει τα μάτια της, σα να την τραβούσε το φως. Μαγεμένος απ’ την ίδια δύναμη, την έσπρωξα απότομα, έσκυψα και κοίταξα. Ο θείος καθόταν πάντα στην ίδια θέση. Έχοντας σταυρώσει τα χέρια πάνω στα στήθια του τα πίεζε σκληρά, σα να ‘θελε να μποδίσει κάτι να πεταχτεί από κει μέσα. Τα μάτια του κοίταζαν πάντα στο ίδιο μέρος, στην παλιά ντουλάπα. Κι όσο κοίταζαν, τόσο σπαρταρούσε στα χάχανα. Γύρισα κ’ εγώ κατά κει. Τίποτα! Δεν έβλεπα τίποτα! Όμως ξαφνικά το πρόσεξα: τα φύλλα της ντουλάπας ήταν ολάνοιχτα.»
Ακολουθεί μια τρυφερή σκηνή ανάμεσα στα δύο αδέρφια που κοιμούνται αγκαλιασμένα με μια λανθάνουσα ερωτική χροιά, καθώς ο αφηγητής χαϊδεύει το γυμνό τρεμάμενο σώμα της Άρτεμης για να την παρηγορήσει και καταλήγει με την προσωπική του εκδοχή: «Η κλειστή ντουλάπα στο βορεινό δωμάτιο ανοίγει πάλι μονάχη της. Όμως τώρα η ώρα μου πια ήρθε, τώρα μπορώ να δω το φάντασμα. Ένα παπαδάκι, ίσαμε μισή πιθαμή ύψος, βγαίνει από κει μέσα. Έχει το γενάκι του, τα μαύρα ράσα του, το καλιμαύχι του, τα μποτίνια του, όλα. Τι αστείο που είναι! Με τα χεράκια του ανασηκώνει λίγο το ράσο του και πηδά έξω απ’ τη ντουλάπα. Ύστερα σηκώνει, τα μάτια του, με κοιτάζει και χαμογελά. Κ’ εγώ σπαρταρώ στα χάχανα, τρέμω από σπασμούς — σαν
το θείο Θόδωρο — ενώ το παπαδάκι χαμογελά. Δε λέει μήτε μια λέξη, δεν κάνει μήτε ένα βήμα. Κ’ εγώ δεν τολμώ να σαλέψω. Χώνω μονάχα τα χέρια μου στη ζεστή ύλη που κρατώ. Και τρέμω, φωνάζω απ’ τα χάχανα.»
Απλά και ανεπιτήδευτα ο Ηλίας Βενέζης μπορεί να περιγράψει μια σκηνή που θα ζήλευαν μεγάλοι συγγραφείς τρόμου. Ωστόσο, το ζωντάνεμα του δωματίου με τα οικογενειακά κειμήλια ίσως αποτελεί άλλη μια απόδειξη του ιδιαίτερου δεσμού ανάμεσα στις γενιές. Παρελθόν και παρόν συνυπάρχουν σαν ζωντανές υπάρξεις, δένονται με άρρηκτους δεσμούς που θα καταστήσουν τον αποχωρισμό στον επίλογο του έργου ακόμα πιο σπαρακτικό.
Ένα δεύτερο δείγμα αγαπημένων φαντασμάτων μας παρέχει και το μυθιστόρημα της Μαρίας Ιορδανίδου «Η αυλή μας» (εκδόσεις Εστία, 1983). Η συγγραφέας σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση καυτηριάζει την σύγχρονη ζωή στην τσιμεντένια Αθήνα βιώνοντας προσωπικά τον εγκλωβισμό της σε μια άχαρη πολυκατοικία. Ταυτόχρονα αναπολεί την ζωή της στην Κωνσταντινούπολη και τα όμορφα χρόνια που έζησε εκεί: «Σαν ήμουνα μικρή η χαρά μου ήταν να με πάει η μάνα μου στης θειας Αγαθώς το σπίτι, ή ακόμα καλύτερα στης θείας Καλλιοπίτσας στα Ταταύλα». Ακολουθεί η περιγραφή ενός παλιού μεγαλόπρεπου αρχοντικού με άνετους χώρους, μεγάλα δωμάτια, κήπο, μια σκοτεινή στενή σκάλα (αιτία για παιδικά καρδιοχτύπια) και τέλος το μεγάλο ανοιχτό ισόγειο- κάτι σαν εσωτερική αυλή- με το στολισμένο μαγγανοπήγαδο στο κέντρο. Ο απόλυτος αντίποδας δηλαδή στο κουτί-διαμέρισμα της ηρωίδας στην Αθήνα. Η στέρνα αυτή αποτελεί εστία πολλών δεισιδαιμονιών και προλήψεων, που όμως συνδέονται άρρηκτα με τα έθιμα των μεγαλύτερων γιορτών: τα Χριστούγεννα, τα Φώτα, η Αποκριά είναι μόλις μερικές από αυτές, που με αυτόν τον παράδοξο τρόπο έδιναν χρώμα στην καθημερινότητα των ανθρώπων: «Από το στόμιο αυτής της στέρνας ήταν που βγαίναν την νύχτα τα στοιχειά του σπιτιού…. την Αποκριά έβγαιναν κυρίες με κρινολίνα και ιππότες με σπαθιά και χόρευαν μενουέτο γύρω από την στέρνα. Την Παραμονή των Φώτων έβγαιναν καλλικάντζαροι και έπρεπε να προσέχει κανείς να μην αφήνει τίποτα φαγώσιμο έξω, γιατί πήγαιναν και το μαγάριζαν. Την παραμονή της Καθαράς Δευτέρας έβγαιναν οι μισόγυμνες γυναίκες με τα ξέπλεκα μαλλιά και τα λουλούδια στο κεφάλι. Και κάθε βράδυ τα μεσάνυχτα, μόλις χτυπούσε δώδεκα το ρολόι, έβγαινε ο τζιερτζής , που κρατούσε στον ώμο του ένα μακρύ κοντάρι απ’ όπου κρέμονταν τεράστια πλεμόνια βοδινά. Έβγαινε και φώναζε ‘Τζιέρ! Τζιέρ!’ Έκανε την βόλτα της αυλής και εξαφανιζόταν πάλι μέσα στην στέρνα.» Βέβαια, όταν η ηρωίδα ρώτησε την θεία Καλλιόπη αν όντως έχει δει κάποιο από αυτά τα φαντάσματα εκείνη «την αγριοκοίταξε και δεν απάντησε». Όταν μάλιστα το μικρό κορίτσι θέλησε να ζωγραφίσει εκείνα τα στοιχειά με κάρβουνο στον άσπρο τοίχο της κουζίνας, τιμωρήθηκε από την μητέρα και την θεία της. Κατόπιν το κορίτσι με τα χρωματιστά κραγιόνια της ζωγράφιζε στο χαρτί όσα ξαναζούσε με την φαντασία της στα μαγικά Ταταύλα. Μια φορά μάλιστα αντίκρισε και η ίδια ένα φάντασμα καθώς κατέβαινε την θεόστενη και σκοτεινή σκάλα: «Ήταν το φάντασμα μιας ώριμης χοντρής κυρίας με κρινολίνο, που μόλις με προσπέρασε χάθηκε αφήνοντας πίσω της μια μυρωδιά δαφνόφυλλου και αλυσίβας , έτσι όπως μύριζε το σπίτι όταν βάζαμε μπουγάδα. Φοβήθηκα κι έτρεξα απάνω ίσα στην κρεβατοκάμαρα της θείας Καλλιοπίτσας. – Α, την είδες; είπε εκείνη χωρίς να παραξενευτεί. Αύριο είναι Τσικνοπέμπτη. Απόκριες βλέπεις και παρουσιάστηκε». Αργότερα, όταν οι μεγάλοι της εξήγησαν πως όλα αυτά ήταν αποκυήματα της παιδικής της φαντασίας και της γεροντικής άνοιας της θειας Καλλιόπης, η ηρωίδα ένιωσε μεγάλη απογοήτευση: «εγώ τα ήθελα τα φαντάσματα, ακόμα και ο μικρός φόβος που ένιωθα τις νύχτες μέσα στο ζεστό μου το κρεβάτι, με τα στοιχειά να τριγυρίζουν έξω από την κάμαρα και να μην μπορούν να μπούνε μέσα, επειδή πάνω από το κρεβάτι μου κρεμόταν ο σταυρός, και αυτός είχε τη γλύκα του».
Δυο παιδιά – ένα αγόρι από τα Κιμιντένια κι ένα κορίτσι από την Πόλη- ενήλικες πια αναπολούν την χαμένη αθωότητα, εκείνη την γλυκιά ευτυχία που μόνο στην ιδιαίτερη πατρίδα τους ένιωσαν. Γιατί, όπου κι αν πήγαν μετά, η πατρίδα της καρδιάς τους παρέμενε εκείνος ο μακρινός τόπος της παιδικής τους ηλικίας, από τον οποίο ξεριζώθηκαν βίαια, αφήνοντας πίσω τους σπίτια, ανθρώπους και φαντάσματα να τους περιμένουν αέναα.
0 Σχόλια