Όλοι οι ήρωες, έχουν ένα βάσιμο και δίκαιο λόγο να εκδικηθούν, οι πράξεις τους όμως, «λερώνονται», από προσωπικά και ιδιοτελή κίνητρα :
Η Κλυταιμνήστρα π.χ δικαίως θέλει να εκδικηθεί τον Αγαμέμνονα για τη θυσία-φόνο της Ιφιγένειας. Η απιστία όμως του Αγαμέμνονα με την Κασσάνδρα και πολύ περισσότερο η μοιχεία που έχει διαπράξει η Κλυταιμνήστρα με τον Αίγισθο, «θολώνουν» το τοπίο και κάνουν δυσδιάκριτα τα όρια όπου εκτείνεται το δίκιο της ως μάνας.
Ως μάνα, δεν έχει λόγο να σκοτώσει την Κασσάνδρα. Αλλά και ως σύζυγος, «δε στέκει» να πούμε ότι σκοτώνει την ερωμένη του άντρα της από ζήλια . Ως εραστή, τον Αγαμέμνονα, η Κλυταιμνήστρα, τον έχει «σκοτώσει», πολύ προτού εκείνος γυρίσει από την Τροία, όταν τον αντικατέστησε με τον Αίγισθο. Επιπλέον, η Κασσάνδρα, επί της ουσίας, δεν είναι η ερωμένη του Αγαμέμνονα, αλλά ένα «τρόπαιό» του, μία γυναίκα που βιώνει την φρίκη της σκλαβιάς.
Η Κλυταιμνήστρα, δεν έχει έλεος, όπως και η θεά που κινεί τα νήματα της σκέψης της και των πράξεων της, η Άρτεμις, δηλαδή.
Όταν η Άρτεμις, απαιτεί από τον Αγαμέμνονα να θυσιάσει το αθώο αίμα της κόρης του, «πληρώνει με το ίδιο νόμισμα» , εκείνον που θα είναι ο πρωταίτιος, του αθώου αίματος που θα χυθεί. Και νομίζω ότι είτε πάρουμε την εικόνα του μύθου με το ελάφι, είτε πάρουμε την εικόνα του μύθου με την γκαστρωμένη λαγουδίνα, είτε την εικόνα της Ιφιγένειας, την ίδια αίσθηση θα έχουμε : Της θυσιασμένης αθωότητας.( Άραγε τυχαίο και συμπτωματικό ότι η Άρτεμις που είναι μια παρθένα θεά, ζητάει για να ικανοποιηθεί παρθενικό αίμα ; )
Νομίζω ωστόσο, ότι ο Αισχύλος, με το μύθο της γκαστρωμένης λαγουδίνας που την κατασπαράζουν οι αετοί, πετυχαίνει σε απόλυτο βαθμό, να δώσει τη διάσταση της προοπτικής, της μελλοντικής ζωής που θα χαθεί. Έτσι συνάδει με την Άρτεμη που δεν τιμωρεί τον Αγαμέμνονα για ό,τι έχει κάνει μέχρι εκείνη την στιγμή, αλλά για ό,τι στο μέλλον θα κάνει. Ο πόλεμος δεν έχει ξεκινήσει ακόμα, αλλά είναι σίγουρο πως, όπως κάθε πόλεμος, θα κοστίσει πολλές αθώες ζωές.
Η Κλυταιμνήστρα, σκοτώνοντας τον Αγαμέμνονα, παίρνει, όπως λέει, εκδίκηση, για τους αθώους που έπεσαν στην Τροία. Σκοτώνοντας όμως και την Κασσάνδρα ; Μήπως ένα αθώο θύμα του Τρωικού πολέμου δεν είναι και η Κασσάνδρα ;
Το συμπέρασμα που ίσως θα μπορούσε να προκύψει είναι ότι η εκδικητική μανία, δεν έχει μέτρο, δεν μπορεί να περιοριστεί σε έναν χώρο «δικαίου».
Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο, είναι ότι ο Απόλλων, ο θεός που θέλει να εκδικηθεί την Κασσάνδρα –γιατί απέναντί του διέπραξε ύβρη- και που άρα «οδηγεί» της Κλυταιμνήστρας το χέρι, γίνεται στις ΧΟΗΦΟΡΟΥΣ, ο προστάτης του δολοφόνου της Κλυταιμνήστρας, του Ορέστη, αλλάζοντας ουσιαστικά «στρατόπεδο».
Ίσως, άλλος ένας τρόπος, να τονιστεί το αδιέξοδο στο οποίο έχουν περιέλθει εξαιτίας αυτού του συστήματος ατέρμονης εκδίκησης- ή ατέρμονης απονομής δικαιοσύνης- ακόμα και οι ίδιοι οι θεοί.
Όλα σχεδόν τα πρόσωπα, διαπράττουν το ίδιο έγκλημα που θέλουν να εκδικηθούν.
Πχ ο Αίγισθος, όπως και ο πατέρας του Θυέστης, διαπράττει το έγκλημα της μοιχείας.
Η Κλυταιμνήστρα, διαπράττει το έγκλημα της αθώας θυσίας : Μήπως η Κασσάνδρα, δε θυμίζει λίγο τη μοίρα της Ιφιγένειας ;
Ακόμα κι ο Ορέστης, κατά φροϋδική εκδοχή «δικαιώνει» τον γονέα του, τη μάνα του, διαπράττοντας την ίδια ακριβώς πράξη, για την οποία την μίσησε. («Έκανες αυτό που δεν έπρεπε, πάθε αυτό που δεν πρέπει.»)
‘Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο είναι το γεγονός, ότι έχουμε έναν χορό που παίρνει θέση, εκφράζεται, θυμώνει, αντιδρά.
«Χάμω τον έριξες, τον έσφαξες, μα η πόλη θα σε διώξει, θα ‘χεις των πολιτών το άγριο μίσος.»
Βέβαια η αντίδραση του χορού προκύπτει και δικαιολογείται και από το γεγονός ότι η Κλυταιμνήστρα κομπάζει και καυχιέται για το φόνο της.
«Θαρθεί η ώρα να πληρώσεις το φόνο που έκανες, με φόνο,»
Κι αργότερα για τον Αίγισθο: «Δε θα ξεφύγει του λαού τη δίκια κατάρα και το λιθοβόλημά του.»
Νομίζω πάντως ότι από τα λόγια που βάζει ο Αισχύλος στο στόμα του χορού, μεταξύ των οποίων και κάποια, κατά τη γνώμη μου πολύ όμορφα, όπως «Τρέμω το χτύπο της αιμάτινης βροχής που συνταράζει το παλάτι. Οι ματωμένες πότε θα πάψουν στάλες ;», φαίνεται η προτεραιότητα που δίνει ο Αισχύλος στην κοινωνία, έναντι του ατόμου.
Η φωνή του χορού, μοιάζει με τη φωνή του λαού, ενός λαού που δεν παρακολουθεί απλά, αλλά θέλει να λέει την άποψή του και να συμμετέχει.
Στον Αγαμέμνονα, απλά τολμάει να μιλήσει, στις ΧΟΗΦΟΡΟΥΣ κάνει κάτι περισσότερο, «βάζει το χεράκι του», ώστε να διευκολυνθεί ο φόνος του Αιγίσθου και της Κλυταιμνήστρας, ενώ πια στις ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ, συμμετέχει καθοριστικά, δια της ψήφου του.
Θα μπορούσε ίσως κάποιος να πει ότι η «ΟΡΕΣΤΕΙΑ», σηματοδοτεί το τέλος της μητριαρχίας που χρονικά , λογικά, συμπίπτει με το τέλος του Μυκηναϊκού πολιτισμού.
Σε αυτό το έργο του Αισχύλου, η γυναίκα, κατά κάποιον τρόπο, περνάει σε «δεύτερη μοίρα», σε αυτήν δηλαδή που βρισκόταν και στην αθηναϊκή πραγματικότητα της κλασικής εποχής.
Δεν είναι μόνο η Κλυταιμνήστρα, αλλά και όλες οι παλιές, στην πλειονότητά τους γυναικείες θεότητες, -με πρώτες τις Ερινύες- που πρέπει να αντικατασταθούν με μια νέα αντίληψη. Ακόμα και αυτός ο ιερός ρόλος της μάνας κλονίζεται ισχυρότατα, όχι μόνο τη στιγμή που δικαιώνεται ο μητροκτόνος, αλλά και τη στιγμή που εκφράζεται η αντίληψη, στις «Ευμενίδες», δια στόματος Απόλλωνα πως «η γυναίκα τίκτει, ο άντρας γεννάει». Αντίληψη που ικανοποιεί και τη μόνη γυναίκα-πρωταγωνίστρια θεά, την Αθηνά, η οποία όμως δεν «έχει γνωρίσει καμιάς μήτρας τα σκοτάδια», αλλά έχει βγει από το κεφάλι του πατέρα της, του Δία.
Χωρίς να φτάνει ο Αισχύλος, στο σημείο που φτάνει ο Όμηρος, στη Νέκυια ραψωδία της Οδύσσειας, τη λ, όπου την Κλυταιμνήστρα πραγματικά «δεν την αφήνει σε χλωρό κλαρί» - μέσα από τα λόγια που λέει για εκείνη ο Αγαμέμνων στον Οδυσσέα, «απαξιώνοντας» στο πρόσωπό της, το γυναικείο φύλο γενικότερα- είναι πάντως εμφανές, ότι δεν διεισδύει, ούτε επιμένει στο προσωπικό της δράμα, ούτε ως γυναίκας, ούτε ως μητέρας.
Βέβαια, παρά το γεγονός ότι η συγκεκριμένη τριλογία του Αισχύλου, φέρει το όνομα ενός ατόμου, του Ορέστη, δεν αφορά ούτε σε εκείνου το προσωπικό δράμα.
Μέσα από το δικό του αδιέξοδο «αν δε σκοτώσω τη μητέρα μου, θα με κυνηγάνε οι Ερινύες του πατέρα μου, αν σκοτώσω τη μητέρα μου, θα με κυνηγάνε οι δικές της Ερινύες»,αυτό που ενδιαφέρει το μεγάλο τραγωδό και αυτό στο οποίο εστιάζει είναι ένα κοινωνικό-ηθικό-πολιτικό σύστημα που θα εξασφαλίζει καλύτερες συνθήκες για το σύνολο. Οι ήρωες του τον ενδιαφέρουν στο βαθμό που μπορούν να προωθήσουν ένα καλύτερο σύστημα για το σύνολο της κοινωνίας και όχι μια καλύτερη ζωή, για τους εαυτούς τους.
Ο Ορέστης, άλλωστε, κατά έναν τρόπο και αυτός θυσιάζει την προσωπική του ησυχία, για το γενικό καλό.
Ο Ορέστης είναι εκείνος ο ήρωας που «δε διψάει για αίμα» που δε χαίρεται για το έγκλημα ούτε πριν, ούτε αφού το διαπράξει. Παρά το γεγονός ότι διαπράττει το απεχθέστερο έγκλημα, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες το κάνει είναι οι πιο ανιδιοτελείς. Και δεν εννοώ μόνο τις εξωτερικές, αλλά και τις εσωτερικές.
Η «ΟΡΕΣΤΕΙΑ», είναι σταθμός στην ιστορία του Δικονομικού συστήματος και του Ποινικού Δικαίου, όχι μόνο γιατί θεσμοθετεί τον Άρειο Πάγο, όχι μόνο γιατί ιδρύει το πρώτο μεικτό ορκωτό δικαστήριο, αλλά και γιατί είναι το έργο που ασχολείται με τις συνθήκες, τα κίνητρα, τους λόγους που οδηγούν έναν άνθρωπο στην τέλεση ενός εγκλήματος.
Δεν ασχολείται μόνο με το τί, αλλά και με το πώς, το πότε και κυρίως το γιατί.
Αυτό είναι μια αληθινή εξέλιξη.
Λέμε ότι στον «ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑ», οι Ολύμπιοι θεοί μπορούν να ενεργούν σε σύμπνοια με τις Ερινύες, επειδή και τα δύο μέρη είναι πρωτόγονα.
Η εξέλιξη των Ολύμπιων θεών είναι αυτή που στις «ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ», καθιστά τη σύγκρουση αναγκαία.
Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι οι «ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ», σηματοδοτούν την εξέλιξη του ανθρώπινου νου.
Γιατί ο ανθρώπινος νους είναι αυτός που εξελίσσει τους θεούς του, μέσω μεγάλων ποιητών, όπως τον Αισχύλο.
_
γράφει η Όλγα Νικολαΐδου
Σημείωση : Τα αποσπάσματα που αναφέρονται είναι από την μετάφραση του Τάσου Ρούσσου
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
0 Σχόλια