Άργησα να ξεκινήσω να γράφω ποίηση· αυτό ίσως μου έκανε καλό, γιατί είχα ένα τεράστιο κομμάτι χρόνου, δημιουργικά κενό, που το χρησιμοποίησα για να διαβάσω πράγματα, που στη συνέχεια μου ήτανε πολύτιμο για να δημιουργήσω το δικό μου ποιητικό έργο.
Παρατήρησα όμως μια έλλειψη· μια έλλειψη κειμένων. Κειμένων, από αυτά, που βοηθούν την κατανόηση της ποίησης απ’ το κοινό και που μπορεί να γίνουνε και κίνητρα για νέα παιδιά, να δοκιμάσουν και εκείνα τις δυνάμεις τους. Εξαιρέσεις, φυσικά υπάρχουν, με κάποια λίγα εξαιρετικά κείμενα, όμως δεν φτάνουν.
Καιρό τώρα σκεφτόμουν να φτιάξω ένα σύνολο κειμένων για αυτό το πράγμα και το ηλεκτρονικό περιοδικό τούτο έγινε η αφορμή να μην το αναβάλω άλλο (ευχαριστώ δε πολύ τους συντελεστές του).
Ας δούμε, λοιπόν, αυτό το κείμενο, σαν μια εισαγωγή στην Νεοελληνική ποίηση -γιατί εκεί θα επικεντρωθώ· κι αυτό για δύο λόγους: ο ένας είναι γιατί είναι ανάγκη η Νεοελληνική ποίηση, που είναι ίσως η “βαριά λογοτεχνική βιομηχανία” αυτού του τόπου (δυο βραβεία Νόμπελ, δυο βραβεία Λένιν και αμέτρητες διεθνείς διακρίσεις ποιητών μας), να ’ρθει και πάλι στην επικαιρότητα· ο άλλος λόγος είναι, πως εκεί εντάσσω και τη δική μου ποίηση, αλλά και το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού ετούτων των κειμένων (για τις μεταφράσεις, θα υπάρξουν άλλα κείμενα μου, στο μέλλον).
Ξεκινώ, κατά την προσφιλή μου μέθοδο, θέτοντας ερωτήσεις· και η πρώτη ερώτηση είναι και η βάση όλων των κειμένων:
“Τι είναι ποίηση;” Υπάρχει ορισμός; Υπάρχουν ορισμοί -ορισμοί, που όλοι τους ισχύουν και ο επόμενος εξελίσσει ότι βρίσκει απ’ τους προηγουμένους.
Λέγαν παλιά, πως ποίηση είναι ο έμμετρος γραπτός λόγος (ρυθμός, μέτρο, ομοιοκαταληξία: τα κύρια συστατικά). Αυτός ο ορισμός, ήταν για χιλιάδες χρόνια, ο απόλυτος ορισμός -τόσο απόλυτος, που σήμερα ακόμη, επειδή συνηθίζεται για την ευκολία των μουσικών συνθέσεων, να χρησιμοποιούνται στα τραγούδια μοτίβα ομοιοκαταληκτικά, να θεωρείται από κάποιους ποιητής μόνο, όποιος γράφει τέτοιου τύπου στίχους· λάθος μέγα, γιατί η ποίηση εξελίχθηκε – ειδικά στους τελευταίους τρεις αιώνες.
Ο Χοσέ Λουίς Μπόρχες, έδωσε ένα άλλο ορισμό για την ποίηση: “Ποίηση είναι η έκφραση του ωραίου, διαμέσου λέξεων περίτεχνα υφασμένων μεταξύ τους”.
Ναι μεν αλλά. Μόνο του ωραίου; Σαν να λέμε πως ο Κ. Καρυωτάκης ή η Κ. Γώγου ή ακόμη και ο Δάντης, δεν γράφαν ποίηση -και βέβαια δεν γράφεται ποίηση μόνο για τη χαρά, αλλά και για τον πόνο (βλέπε: Ελεύθεροι Πολιορκημένοι -το πώς δίνεται ο πόνος είναι άλλο θέμα, που εξαρτάται από το μοτίβο που χρησιμοποιεί ο εκάστοτε ποιητής: ρομαντισμού, ρεαλισμού, εξπρεσιονισμού, σουρεαλισμού κ.ο.κ).
Είπαν οι σουρεαλιστές, πως η δική τους ποίηση, ξέφευγε από την πραγματικότητα (από την πραγματική ζωή), γυρεύοντας μια πραγματικότητα παράλληλη, μυστήρια και παραδόξως δημιουργική (σύνηθες το παράδειγμα της χρήσης του τροχού για οχήματα για γρήγορες μεταφορές, αντί για μηχανικά πόδια, που υπαγόρευε η αρχική λογική) -δείχνανε λοιπόν οι σουρεαλιστές ότι και η λογική εξελίσσεται (στις μέρες μας το ζούμε και εκτός της ποίησης!).
Οι εξπρεσιονιστές (στην Ελλάδα εγώ μετρώ σαν εξπρεσιονίστρια μόνο την Κ. Γώγου, ίσως και σε κάποια σκληρά κείμενα του Ρένου Αποστολίδη, που τα θεωρώ ποιητικά, βλέπω εξπρεσιονισμό) με μια παραμόρφωση και μια σκλήρυνση της γραφής τους προσπαθούσαν να μεγενθύνουν και τονίσουν κάποια κοινωνικά προβλήματα, κάποιες ιδέες κ.τ.λ. Οι υπαρξιστές βάλανε τα δικά τους ερωτήματα και η μπιτ γενιά, έκανε την ποίηση πιο ψυχεδελική και ροκ.
Σήμερα η ποίηση επεκτείνεται. Σήμερα η ποίηση ψάχνει το τι υπάρχει πριν και τι μετά μια πράξη, ενώ ταυτόχρονα περιγράφει την ίδια την πράξη, ως ύπαρξη και ως ενέργεια ενώ ταυτόχρονα συνεχίζει να υπάρχει και με την παραδοσιακή της μορφή, ως Θούριος ή ως τραγούδι.
Στην Ελλάδα, η ποίηση μετά το τέλος της δεκαετίας του ’80 ως λογοτεχνικό είδος υποχώρησε. Δεν είναι τυχαίο ότι τότε ξεκίνησε να αναπτύσσεται το καταστροφικό lifestyle, που απαιτούσε και απαιτεί απλότητα -απλότητα και ποίηση είναι ό,τι πιο ασύμβατο υπάρχει στην ζωή.
Μετά τους μεγάλους ποιητές (γενιά του ’30 κτλ), η ποίηση, έγινε είδος για λίγους -για αποστάτες (δεν είναι και είδος εμπορικό). Και αυτοί οι λίγοι, με τον καιρό γίνανε πιο λίγοι ή και πολλοί κατά περιόδους, αν υπολογίσει κανείς ποιητικές συλλογές που βγάζαν και βγάζουν διάφοροι, όπως έλεγε και ο Θ. Γκόρπας ονόμασαν την καταγραφή των πόθων τους ποίηση… και απ’ αυτή την διαδικασία, έγινε κακό και φτάσαμε στο σήμερα…
Σήμερα με το διαδίκτυο υπάρχει υπερπροσφορά ποίησης. Υπάρχει σαφώς ποιότητα κι έρχονται στο φως και ποιητές που δε θα τους εξέδιδε κανείς τα ποιήματά τους, που γράφουν καταπληκτικά -υπάρχει όμως και η ανερμάτιστη μάζα και αυτή είναι που τελικά πρέπει να εξαιρεθεί.
Πώς; Μα με επιμόρφωση τους κοινού, ώστε να γίνονται από αυτό μόνο καλές επιλογές και μακριά από το τι προβάλουν τα μ.μ.ε. των συστημάτων και του εμπορίου.
Το πρώτο μου αυτό κείμενο είναι μια εισαγωγή γι’ αυτές μου τις σκέψεις. Θα ακολουθήσουν και άλλα πιο εξειδικευμένα κείμενα. Καλές επιλογές και καλές αναγνώσεις λοιπόν!
του Απόστολου Βεργή
–
Ο Απόστολος Βεργής γεννήθηκε στην Αθήνα το έτος 1970. Μεγάλωσε και κατοικεί στην Καρδίτσα. Έχει κάνει σπουδές επάνω στο φυσικό περιβάλλον και το μάρκετινγκ. Τελικά τον κέρδισε η λογοτεχνία. Αρχές του 2013 κυκλοφόρησαν οι πρώτες του ποιητικές συλλογές: «Έκφραση» και «Ατομικοί Διάλογοι» και φέτος η «Στοργή». Έτοιμο είναι και το πρώτο του μυθιστόρημα που θα κυκλοφορήσει τον φθινόπωρο.
Στόχος του είναι να συμβάλω στην αλλαγή του στατικού τοπίου της Ελληνικής ποίησης των τελευταίων ετών και στο να κάνει όσους διαβάζουν έργα του, να αρχίσουν να σκέφτονται. Πιστεύει δε πως χρέος του λογοτέχνη είναι να θέτει ερωτήματα και να ανοίγει δρόμους σκέψεων και φιλοσοφικών ρευμάτων.
Και αιτιολογώ την άποψη μου για την χαμηλή αξιολόγηση:
“Παρατήρησα όμως μια έλλειψη· μια έλλειψη κειμένων. Κειμένων, από αυτά, που βοηθούν την κατανόηση της ποίησης απ’ το κοινό και που μπορεί να γίνουνε και κίνητρα για νέα παιδιά”. Τα φιλολογικά – λογοτεχνικά δοκίμια δεν πρέπει να στοχεύουν στην κατανόηση της ποίησης. Η ποίηση πρέπει να γίνεται κατανοητή αφ’ εαυτής (όπως γινόταν μέχρι την γενιά του ’30). Όταν ένα ποίημα χρειάζεται το δεκανίκι του φιλολόγου για να σταθεί νοηματικά, τότε χωλαίνει και ο αναγνώστης το παρατάει. Το φιλολογικό – λογοτεχνικό δοκίμιο πρέπει να παρέχει προεκτάσεις του ποιήματος, δηλαδή πρέπει να είναι μια δημιουργία από μόνο του, όχι μια ερμηνεία.
“Ο Χοσέ Λουίς Μπόρχες, έδωσε ένα άλλο ορισμό για την ποίηση: “Ποίηση είναι η έκφραση του ωραίου, διαμέσου λέξεων περίτεχνα υφασμένων μεταξύ τους”. Ναι μεν αλλά. Μόνο του ωραίου; Σαν να λέμε πως ο Κ. Καρυωτάκης ή η Κ. Γώγου ή ακόμη και ο Δάντης, δεν γράφαν ποίηση -και βέβαια δεν γράφεται ποίηση μόνο για τη χαρά, αλλά και για τον πόνο”. Τεράστιο λάθος, από κάποιον που θέλει να παρουσιάζεται ως ποιητής. Ποιος είπε πως το ωραίο είναι μόνο η χαρά ή η ευτυχία; Ο Μπωντλαίρ έλεγε πως δεν υπάρχει ομορφιά, που να μην έχει μέσα μελαγχολία. Ο Καρυωτάκης έδινε στον πόνο του ομορφιά, ο Πόε έδινε ομορφιά στον Θάνατο. Η ωραιότητα υπάρχει και πρέπει να υπάρχει στην ποίηση, ανεξαρτήτως του θέματος που πραγματεύεται.
“θεωρείται από κάποιους ποιητής μόνο, όποιος γράφει τέτοιου τύπου στίχους· λάθος μέγα, γιατί η ποίηση εξελίχθηκε – ειδικά στους τελευταίους τρεις αιώνες”. Ποιους τελευταίους τρεις αιώνες; Μέχρι και τις αρχές του Μοντερνισμού (δηλαδή αρχές του εικοστού αιώνα) αυτή ήταν η βασική άποψη, η οποία ισχύει και σήμερα. Ακόμη και οι μοντερνιστές χρησιμοποίησαν ομοιοκαταληξία και μέτρο: Από την Έμιλυ Ντίκινσον και τον Γέητς, μέχρι την “Στροφή” του Σεφέρη και τα “Τα Ρω του Έρωτα” του Ελύτη.
Για τις τελευταίες τρεις παραγράφους: Δεν είναι ο κόσμος που εγκατέλειψε την ποίηση. Είναι η ποίηση που εγκατέλειψε τον κόσμο. Η τάση για περιπλοκότητα έδιωξε τον κόσμο από την ποίηση. “Απλότητα και ποίηση είναι ό,τι πιο ασύμβατο υπάρχει στην ζωή”. Μέγα ψέμα: Η πραγματικά αξιόλογη ποίηση είναι στην βάση της απλή. Όταν μπορεί να την καταλάβει ο οποιοσδήποτε, ακόμη κι ένα μικρό παιδί, και πάλι να αναγνωρίσει το ταλέντο και την έμπνευση, τότε πως αλλιώς θα την χαρακτηρίζαμε, αν όχι σπουδαία; Το να είσαι εμπορικός είναι εύκολο. Το να είσαι “περίπλοκος” και “υψηλός” (οι δύο καλύτερες αμφιέσεις για το απόλυτο τίποτα) είναι επίσης εύκολο. Αλλά το να είσαι απλός και κατανοητός και ταυτόχρονα να εμπνευσμένος και αξιόλογος, αυτό είναι το ζητούμενο.
Πολύ ωραίο το σχόλιο του Αντρέα Αντονίου. Με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο. Και να προσθέσω ότι το κρατικοδίαιτο εκδοτομιντιακό κατεστημένο πρόβαλε και συνεχίζει να προβάλει δικούς του “ποιητές”, που στην πλειοψηφία τους δεν διαβάζονται. Για να τους κατανοήσει κανείς πρέπει να έχει εντρυφήσει στη φιλοσοφία. Να είναι κατά τα λεγόμενά τους “μυημένος”. Όσον αφορά την “υπερπροσφορά ποίησης” στο διαδίκτυο, και την “ανερμάτιστη μάζα”, τη φοβούνται μόνο όσοι δεν θέλουν να χάσουν τα “πρωτεία”. Θα ήταν προτιμότερο αυτή η “μάζα” να παίζει χαρτιά ή να ασχολείται με το lifestyle;
Είναι οι δύο κόσμοι της Ελλάδας, που ατυχώς συνυπάρχουν: ο ένας, της σκέψης και της ανάλυσης και ο άλλος τους Αυριανισμού…Εκεί επιλέγεις τι σου ταιριάζει.Και διαβάζει ή ποιότητες κρυμμένες ή από τις προσφορές των βιβλιοπωλείων – αλυσίδων.
Θα απαντήσω μόνο σε αυτό το σχόλιο, ενώ για τις υπόλοιπες διαφωνίες, θα φροντίσω να απαντήσω με ένα δικό μου δοκίμιο.
Διαφωνώ με την μανιχαϊκή διάκριση που γίνεται. Δεν υπάρχουν μόνο δύο τινά και πρέπει να επιλέξουμε ή το ένα ή το άλλο. Ακόμη κι αν υπήρχαν, αυτός δεν θα ήταν επαρκής λόγος για να μην δημιουργήσουμε μια τρίτη ή μια τέταρτη επιλογή. Δεν υπάρχει το δίλημμα “ή κρυμμένη ποιότητα ή προσφορές βιβλιοπωλείων”. Πιστεύω πως υπάρχει και η φανερή ποιότητα, το φανερά καλό κι αν πιστεύετε πως δεν υπάρχει, τότε πρέπει να τα δημιουργήσουμε. Επαναλαμβάνω: Πολλές φορές, πίσω από μια επίφαση σκέψης και ανάλυσης, κρύβεται το κενό. Αυτό δεν με κάνει ούτε “εμπορικό”, ούτε “αυριανιστή”.
Και σχετικά με τις κρυμμένες ποιότητες, θα θυμίσω και το απόσπασμα από τον Μαρτιάλη: Non scribit, cuius carmina nemo legit. (Αυτού που τα ποιήματα δεν διαβάζονται, αυτός είναι σαν να μην γράφει)
Είναι προφανές κύριε Αντωνίου, πως για σας ποίηση είναι το προφανές. Ευτυχώς ο Ελύτης και τόσοι άλλοι λέγανε άλλα.
Καλημέρα. Κι όμως, όταν οι <>, μένουν οι μεν και οι δε. Η ποιότητα και ο “Αυριανισμός”. Αυτοί που λένε αλήθειες και αυτοί που λαικίζουν χαιδεύοντας αυτιά.
1.Ποιους τελευταίους τρεις αιώνες; Μέχρι και τις αρχές του Μοντερνισμού (δηλαδή αρχές του εικοστού αιώνα) αυτή ήταν η βασική άποψη, η οποία ισχύει και σήμερα. Ακόμη και οι μοντερνιστές χρησιμοποίησαν ομοιοκαταληξία και μέτρο: Από την Έμιλυ Ντίκινσον και τον Γέητς, μέχρι την “Στροφή” του Σεφέρη και τα “Τα Ρω του Έρωτα” του Ελύτη.- Σαφώς δεν σταμάτησαν οι ποιητές να γράφουνε με μέτρο, αλλά πια δεν γράφουνε μόνο έτσι (αυτό είναι το νόημα του κειμένου σε αυτό το σημείο – το ότι η εξέλιξη προσθέτει, σαφώς δεν σημαίνει ότι πράγματα από το παρελθόν δεν συνυπάρχουν – αλίμονο όμως…προσθέτει, πώς να το κάνουμε),
2. Η ποίηση πρέπει να γίνεται κατανοητή αφ’ εαυτής (όπως γινόταν μέχρι την γενιά του ’30)- Αστοχία, μόνο και μόνο, γιατί στην γενιά τους 30 υπάρχουν και πάρα πολλοί σουρεαλιστές ποιητές- ε, δεν είναι και τόσο απλή η ποίηση τους – μηδέ και του Ελύτη εξαιρουμένου.
3.Για την χρήση των δοκιμίων: συμφωνώ.
4. Η προσπάθεια για απλότητα στα πάντα και ειδικά στην ποίηση, με την υπερβατικότητα που την χαρακτηρίζει, δείχνει αδυναμίες – δείχνει δε κοινό όμοιο με αυτό, που λοιδορούσε πια παλιά τους σουρεαλιστές ή στην μουσική, την ηλεκτρονική μουσική.
Διάλογος σημαίνει πρωτίστως σεβασμός στην άποψη του άλλου, ακόμα κι όταν αυτή είναι αντιδιαμετρικά αντίθετη από τα πιστεύω μας. Χαίρομαι που αυτό είναι κατανοητό από όλους και που δεν υποβιβάζεται το επίπεδο της συζήτησης, το οποίο σε κάθε περίπτωση διασφαλίζεται από τους διαχειριστές της σελίδας.