«Πόσο μάταιο είναι να κάθεσαι να γράψεις, όταν δεν έχεις σηκωθεί να ζήσεις!»
Χ. Ντ. Θορώ (1817-62)
Ανασήκωσε τον γιακά του μάλλινου παλτού του και έβαλε με ανακούφιση τα χέρια στις τσέπες. Ριπές ψυχρού αέρα χάιδευαν τα μάγουλα του κι έκαναν τις τούφες από τα μαλλιά του να χορεύουν εκστατικά. Ερχόταν κύμα κακοκαιρίας (χιονιάς που ΄λεγαν οι παλιοί) είχαν ανακοινώσει τα δελτία καιρού την προηγούμενη. Η ψύχρα που έπεφτε καθώς νύχτωνε το επιβεβαίωνε. Το μόνο που απασχολούσε το μυαλό του, όσο περίμενε στη στάση του λεωφορείου, ήταν η σπιτική του θαλπωρή. Αδημονούσε να φτάσει στο ζεστό του καταφύγιο, να χωθεί κάτω από τα σκεπάσματα και να αποχαυνωθεί μέχρι να τον πάρει ο ύπνος. Κοίταξε ανυπόμονα τη φωτεινή ηλεκτρονική ταμπέλα με τα δρομολόγια. Τα πέντε λεπτά που είχαν απομείνει του φάνταζαν αιώνας…
Σαν ήρθε επιτέλους το όχημα βιαστικά κινήθηκε προς το μέρος του μα πριν προλάβει να μπει το δρόμο του έκλεισε ένας άνδρας. Είχε σταθεί να ρωτήσει κάτι τον οδηγό. Τον παρατήρησε φευγαλέα προτού τον προσπεράσει και μπει στο μέσο που θα τον μετέφερε στον μικρό του επίγειο παράδεισό. Μαλλιά και γένια λιγδιασμένα, φόρμα λερή, παπούτσια σκονισμένα κι ένα παράταιρο πολύχρωμο μπουφάν. Τα χέρια του ήταν σκασμένα από το κρύο και τις κακουχίες του δρόμου. Κούνησε με συγκατάβαση το κεφάλι. Ένας από τους τόσους ‘νεόπτωχους’ ανέστιους που είχαν γεμίσει τα τελευταία χρόνια κάθε γωνιά του κέντρου και που η εικόνα τους του είχε γίνει (αλίμονο) τόσο οικεία… Σαν ξεκίνησε το λεωφορείο του έριξε και πάλι ενοχικά μια ματιά μέσα από τα θαμπά τζάμια του λεωφορείου. Τον είδε να κατευθύνεται σα χαμένος προς τη μικρή πλατεία προφέροντας μέσα από τα δόντια του ικεσίες σε λησμονημένες εφέστιες θεότητες. Ειρωνική φάνταζε η στάμπα στο πίσω μέρος του μπουφάν του με τους ολυμπιακούς δακτυλίους, απομεινάρι μιας μακρινής εποχής…
0 Σχόλια