Ένα εξαιρετικό, καλογραμμένο δισδιάστατο μυθιστόρημα. Στο σήμερα έχουμε τον Αλέκο και την Άννα, εκείνος άρτι αφιχθείς στην Κύπρο με πτυχία κινηματογραφίας, φέρελπις και αισιόδοξος, εκείνη με εξασφαλισμένη δουλειά τον περιμένει. Τη σχέση τους θα δοκιμάσει η κρίση, η ανεργία, η ανασφάλεια του Αλέκου. Μια παρεξήγηση θα κάνει τα πράγματα χειρότερα. Στο χτες έχουμε τη γιαγιά του Αλέκου, Σοφία, που του χαρίζει το ημερολόγιό της και μαθαίνουμε για τη συμμετοχή της στην αντίσταση του ΕΟΚΑ, για τα αισθήματά της που έκρυψε βαθιά μέσα της για να παντρευτεί έναν άντρα, για το ξερίζωμα της οικογένειάς της από τις πατρογονικές εστίες της Αμμόχωστου τον Ιούλιο του 1974. Κι έναν έρωτα που περιμένει ακόμη.
Είναι το πρώτο βιβλίο που διαβάζω με θέμα την τραγωδία της Κύπρου το 1974 και με κέρδισε αρκετά. Μέσα από την ιστορία της Σοφίας περνά όλη η ιστορία της Κύπρου από τη δεκαετία του 1950 έως τη δεκαετία του 1970. Επανάσταση κατά των Άγγλων, κρίσιμα στάδια των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ο πρώτος διωγμός το 1964, η Χούντα, ο Αττίλας Ι και ΙΙ. Με φόντο αυτά τα ιστορικά γεγονότα η Σοφία μεγαλώνει, γίνεται πιο δυνατή, πιο αυστηρή με τον εαυτό της και πιο χαλαρή με τα παιδιά της. Μεγαλωμένη σε ένα αυστηρό περιβάλλον γνωρίζει τον έρωτα στα μάτια του Σωτήρη αλλά οι γονείς της τον απορρίπτουν ως γαμπρό. Η Σοφία δεν πρέπει μόνο να ξεχάσει αυτόν τον άδολο, γνήσιο και δυνατό έρωτα αλλά και να παντρευτεί για το συμφέρον των γονιών της έναν άντρα που δεν τον ξέρει και δεν τον αγάπησε ποτέ. Χρόνια μετά έρχεται αντιμέτωπη με τον εαυτό της και γράφει αυτές τις σελίδες. Χρόνια μετά θα ξανασυναντήσει τον Σωτήρη γιατί δεν τον ξέχασε ποτέ, γιατί η σκέψη του και η ματιά του τη στοιχειώνει ακόμη, γιατί ξέρει πως αν δε μιλήσουν ύστερα από τόσα χρόνια, οι πληγές δε θα κλείσουν. Άραγε, η Σοφία θα ακολουθήσει επιτέλους την καρδιά της; Θα χορέψει μαζί του το τελευταίο βαλς; Πόσο θα επηρεάσουν την απόφασή της οι αναμνήσεις, οι μελωδίες, η σταθερότητα της οικογένειας που δημιούργησε;
Σε παράλληλο σύμπαν έχουμε την αφήγηση του Αλέκου, οπότε η συγγραφέας ξεδιπλώνει με όλη της την αγάπη το ενδιαφέρον της, την έγνοια της, την ανησυχία της για το μέλλον των σημερινών παιδιών, στην Κύπρο και γενικότερα, των παιδιών που γεννιούνται με όνειρα και αναγκάζονται να τα θάψουν στο πιο κοντινό παρκάκι. Στηρίζει την αγωνία των νέων παιδιών και με το γράψιμό της δίνει όσο μπορεί περισσότερη αισιοδοξία ότι κάπου, κάπως, κάποτε θα καλυτερέψουν τα πράγματα.
Συγκρίνοντας το τότε με το σήμερα εντοπίζει τις διαφορές και τις ομοιότητες (\”Αναρωτιέται, αν συνέβαινε κάτι ανάλογο τώρα, πώς θα το αντιμετώπιζε η δική του, καλομαθημένη γενιά; Ίσως η γνώση πως οι πατρίδες εύκολα ξεπουλιούνται χάριν των συμφερόντων, πως είμαστε υποχείρια των μεγάλων δυνάμεων, να μη δώσει το απαιτούμενο κίνητρο να αγωνιστεί με το ίδιο πάθος όπως οι προηγούμενες γενιές…\”, σελ. 420), ξεχωρίζει τις περιστάσεις και περιγράφει συγκινητικές στιγμές με αφορμή την έκρηξη τον Ιούλιο του 2011 κοντά στη Ναυτική Βάση της Λευκωσίας που προκάλεσε το χαμό αθώων ανθρώπων.
Όπως γράφει η συγγραφέας: \”Η γιαγιά σου είδε την απόγνωση που ζεις και πόσο σε επηρέασαν τα τελευταία γεγονότα και θέλησε μέσα από τη δική της ιστορία να καταλάβεις πως αυτά που συμβαίνουν δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο για τον τόπο μας. Διαχρονικά οι άνθρωποι περνούν παρόμοιες καταστροφές και οδύνες και πάντα επιβιώνουν. Θέλησε να σου δώσει ένα μάθημα ζωής, γλυκέ μου. Σου έδωσε ερεθίσματα για να παλέψεις\”¨(σελ. 150).
Ένα συγκινητικό, τρυφερό, αληθινό, αισιόδοξο, μεστό, πολυεπίπεδο μυθιστόρημα που δεν πρέπει να χάσετε. Ένα μυθιστόρημα για την Αμμόχωστο και για τη Σοφία: \”[-Τι σκέφτεσαι, γιαγιά;-Την Αμμόχωστο, αγόρι μου, γιατί είναι κι αυτή σαν κι εμένα! Γυναίκα που κουβαλάει έναν κρυφό πόνο στην καρδιά και περιμένει ακούραστη μες στα χρόνια τον παλιό έρωτα να χτυπήσει ξανά την πόρτα της\”, σελ. 540).
Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
\”Η καρδιά έχει το χάρισμα να ανοιγοκλείνει σαν ακορντεόν και κάθε φορά ξεφυσά άλλον ήχο, πότε χαρούμενο και πότε πονεμένο\” (σελ. 293).
\”Ήταν Αύγουστος του 1964, όταν τούρκικα αεροπλάνα βομβάρδισαν το νησί…Από εκείνη τη μέρα, και για χρόνια μετά, τα μάτια μας δεν σφράγιζαν τον ύπνο, κοιμόμασταν με μάτια ορθάνοιχτα, να διαφεντεύουμε στο σκοτάδι τους δράκοντες που δεν προμηνούν την άφιξή τους\” (σελ. 298).
\”Προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του πως αυτό το χαρτί θα είναι το διαβατήριό του στη ζωή. Όχι γιατί θα του το αναγνωρίσει κάποιος και θα του αποδώσει αξία, αυτά δεν γίνονται στην εποχή που ζούμε. Κανείς δεν αναγνωρίζει τίποτε σε κανέναν, απ\’ το φόβο μην υπάρξει κανείς καλύτερος από τον ίδιο. Όμως γι\’ αυτόν η βράβευση θα του δώσει τη χαμένη πίστη στον εαυτό του.\” (σελ. 313-314).
0 Σχόλια