Ἅγαμαι, εύχρ. η ευκτ. α΄ ενικού ἀγαίμην και γ΄ πληθ. ἄγαιντο (ο τονισμός κατά τα βαρύτονα), παρατ. ἠγά-μην, (μέσ. μέλλ. ἀγά-σομαι), μέσ. αόρ. ἠγα-σάμην, παθ. αόρ. ἠγάσ-θην. Ρημ. επίθ. ἀγασ-τός, ἀξιάγαστος. Παράγ. ἄγασμα (= αντικείμενο θαυμασμού ή λατρείας), επίρρ. (από τη μετοχή) ἀγαμένως (= με θαυμασμό) κτλ.
ἄγνυμι = κατάγνυμι (κατά + ἄγνυμι = σπάζω, τσακίζω), μέλλ. κατάξω, αόρ. κατέαξα (υποτ. κατ-άξω κτλ.). Παθ. κατάγνυμαι, παθ. αόρ. κατεάγην (υποτ. καταγῶ, ευκτ. καταγείην κτλ.), ενεργ. πρκμ. β΄ με παθ. σημασ. κατέαγα (= είμαι τσακισμένος).
ἀγορεύω, πρτ. ἠγόρευον, μέλλ. -αγορεύσω και συνήθ. -ερῶ, αόρ. -ηγόρευσα και β΄ -εῖπον, πρκμ. -είρηκα, υπερσ. -ειρήκειν. Παθ. ἀγορεύομαι, πρτ. -ηγορευόμην, μέσ. μέλλ. ως παθ. -αγορεύσομαι, παθ. μέλλ. -ρηθήσομαι, παθ. αόρ. -ηγορεύθην και συνήθ. -ερρήθην, πρκμ. -ειρημαι, υπερσ. -ειρήμην. Παράγ. ἀγόρευσις, ἀγορητής, προσρητέος, προσ-αγορευτέος, ἀπόρρητον κτλ.
ἄγω (= οδηγώ, φέρνω·), πρτ. ἦγον, μέλλ. ἄξω, αόρ. β΄ ἤγαγον, πρκμ. ἦχα και (μτγν.) ἀγήοχα, υπερσ. (μτγν.) ἠγηόχειν. Μέσ. και παθ. ἄγομαι, πρτ. ἠγόμην, μέσ. μέλλ. ἄξομαι, παθ. μέλλ. ἀχθήσομαι, μέσ. αόρ. β΄ ἠγαγόμην, παθ. αόρ. ἤχθην, πρκμ. ἦγμαι, υπερσ. ἤγμην. Παράγ. ἀγωγή, ἀγωγός, ἀγωγεύς, ἐπακτός, ἐπείσακτος, ἀκτέον κτλ.
ἀδικέω –ῶ, πρτ. ἠδίκουν, μελλ. ἀδικήσω, αόρ. ἠδίκησα, πρκμ. ἠδίκηκα, υπερ. ἠδικήκειν. Μέσ. και παθ. ἀδικοῦμαι, πρτ. ἠδικούμην, μέσος μέλλοντα με σημασία παθητική ἀδικήσομαι (= θ’ αδικηθώ από άλλον), παθ. αόρ. ἠδικήθην, πρκ. ἠδίκημαι, υπερ. ἠδικήμην.
ᾄδω (= ψάλλω, τραγουδώ), πρτ. ᾖδον, μέσ. μέλλ. ως ενεργ. ᾄσομαι, αόρ. ᾖσα. Παθ. ᾄδομαι, παθ. αόρ. ᾔσθην. Παράγ. ἆσμα, ᾠδὴ (από το ἀοιδή), ᾀστέον.
αἰδέομαι -οῦμαι (= ντρέπομαι, σέβομαι), παρατ. ᾐδεόμην -ούμην, μέσ. μέλλ. αἰδέ-σομαι, μέσ. αόρ. ᾐδε-σάμην, παθ. αόρ. ως μέσ. ᾐδέσ-θην, παρακ. ᾔδεσ-μαι. Ρημ. επίθ. αἰδεσ-τός, αἰδεσ-τέον. Παράγ. αἴδε-σις, αἰδέ-σιμος κτλ.
αἰνέω –ῶ, συνήθ. σύνθ. ἐπαινῶ, παραινῶ κτλ., παρατ. ᾔνεον -ουν, μέλλ. αἰνέ-σω, αόρ. ᾔνε-σα, παρακ. ᾔνε-κα. Παθ. αἰνέομαι -οῦμαι, παρατ. ᾐνεόμην -ούμην, μέσ. μέλλ. ως ενεργ. αἰνέ-σομαι, παθ. μέλλ. αἰνεθήσομαι, παθ. αόρ. ᾐνέ-θην, παρακ. ᾔνη-μαι. Ρημ. επίθ. αἰνε-τός, αἰνε-τέος.