Ο έρωτας αποτελεί μία σταθερή θεματική συνάντηση όλων σχεδόν των ποιητών, ανεξάρτητα από ρεύματα ή τάσεις. Έχει τραγουδηθεί κι έχουν γραφεί ποιήματα για τον έρωτα στην ελληνική τόσα πολλά. Ακόμα και στον Όμηρο, ένα έπος, απαντώνται πολλά ερωτικά στοιχεία, εμπλουτισμένα με λυρισμό και έναν “γεωμετρικό ρομαντισμό”.
Αυτή την παράδοση συνεχίζει με την ποιητική της συλλογή, «ασημένιες φωταψίες» (Αιγαίο, 2014) και η Μαρία Ποπκιώση. Η συλλογή απαρτίζεται από 32 ερωτικά ποιήματα. Η δημιουργός με έντονες λυρικές επιρροές και μέσα σε ένα κυρίαρχο φυσιολατρικό κάδρο, στιχουργεί για τον έρωτα και την αγάπη. Μία υποφώσκουσα λαγνεία διαποτίζει το νυχτερινό -έναστρο- χωρικό πεδίο της υπό την κηδεμονία της -μόνιμης σχεδόν- θαλασσινής αλμύρας , ενώ ισχυρές ακτίνες φωτός σπάνε τη νυχτερινή μονοτονία.
Η σύνδεση του έρωτα με το φυσικό στοιχείο δεν είναι κάτι σπάνιο, πόσο μάλλον αν συνυπολογίσουμε και την αρχαϊκή λυρική ποίηση. Και ίσως για το λόγο αυτό, να περιμέναμε κάτι διαφορετικό, έναν νέο πειραματισμό που να θέτει σε νέα βάση καλλιτεχνικού διαλόγου το θέμα που στον ένα ή άλλο βαθμό απασχολεί όλους τους ποιητές.
Ο έρωτας εκφράζεται μέσα από μία εξομολογητική διαδρομή (γυμνό περιστέρι, στην παραλία του έρωτα, ο δρόμος της σιωπής, θλιμμένη ωδή, ασάλευτη μορφή, στ’ αγκυροβόλι του έρωτα, ψηφίδες φωτός, αναμνήσεις στο φως, φωτεινή αντανάκλαση, τα παλάτια της μοναξιάς), ενώ άλλες φορές η ποιήτρια του δίνει μία υπαρξιακή διάσταση (ασημένιες φωταψίες, γυμνό περιστέρι, ταξίδι προς τον όλεθρο, το μαβί του δειλινού, το τραγούδι της θλίψης, ερωτική δίνη) ή ακόμα και μαγικές ιδιότητες (γλυκές στιγμές, κραυγές νοσταλγίας, του ρολογιού οι δείκτες, μεταξένια όνειρα).
Η ποιητική της Ποπκιώση με τα λυρικά της στοιχεία θα μπορούσε να συνδεθεί με την ποίηση της περιφέρειας[1]. Η φυσιολατρική “ευκρίνειά” της απέχει σημαντικά από τη ρομαντική εικαστική της αστικής ποίησης, παρά το γεγονός ότι διακρίνεται μία εμμονή σε συγκεκριμένα “πλάνα” (θάλασσα, αστέρια κλπ) και μία σταθερή φυσική εικαστική. Ωστόσο, η βιωματική σχέση με το φυσικό στοιχείο γίνεται εμφανής από τον “αυθόρμητο” -φαινομενικά- και “απαλό” τρόπο με τον οποίο εισάγει στη στιχουργική της οπτικές της χλωρίδας (το τραγούδι της θλίψης, γυμνό περιστέρι, ασημένιες φωταψίες, το μαβί του δειλινού) ή το γεωγραφικό ανάγλυφο (στ’ αγκυροβόλι του έρωτα, θλιμμένη ωδή, γλυκές στιγμές) ή ανθρώπινες παρεμβάσεις (χαμένες προσδοκίες).
Ο ερωτικός προσανατολισμός της δεν συνδέεται με κοινωνικές παραστάσεις. Το καναβάτσο της στέκει άδειο από ανθρώπους ή ανθρώπινες δραστηριότητες. Στο χώρο μοιάζει να υπάρχει μόνο το -μονίμως- πρωτοπρόσωπο ποιητικό υποκείμενο, που απευθύνεται/εξομολογείται σε ένα β΄ ενικό πρόσωπο εκτός χώρου. Παρά τη διαλογική διάσταση που προσδίδει η δευτεροπρόσωπη κλητική της εκμυστήρευσης, το αντικείμενο του έρωτα μοιάζει να κρύβεται. Εξάλλου, οι συνθέσεις της συλλογής δίνουν μία αίσθηση ανεπιτήδευτων ερωτικών σημειωμάτων, σαν εκείνα που αφήνει ο εραστής στο κομοδίνο πριν αναχωρήσει από την ερωτική κλίνη.
Αυτό το σκοπό ακριβώς υπηρετεί και η καθημερινή γλώσσας της που διατηρεί χαρακτηριστικά προφορικότητας ενισχυμένη με μία ελεγχόμενη χρήση επιθέτων και λογοτεχνικών σχημάτων. Τα ρήματα και τα ουσιαστικά κυριαρχούν στο -περιορισμένα- ελλειπτικό εκφραστικό πεδίο της Ποπκιώση. Αντιστοίχως, οι επαναλήψεις (ταξίδι στο φως των αστεριών, δακρυσμένη πανσέληνος, του ρολογιού οι δείκτες) και οι λίγες παρομοιώσεις (για την αγάπη, ερωτική δίνη) αφήνουν το χώρο να γεμίσει από συναισθήματα.
_____________
[1] βλ. Δήμου Χλωπτσιούδη, Προσεγγίζοντας την ποίηση της περιφέρειας, μία προμελέτη, vakxikon, τεύχ. 34 (Ιούνιος 2016).
0 Σχόλια