Κι απόψε, θ’ αποσυρθώ ερημίτης
στις εσχατιές των επιθυμιών,
γονυπετής στους μακρινούς ορίζοντες του νου
αναζητώντας δρόμους πλατιούς και στενορύμια
για να φτάσω με πίστη και ελευθερία,
ιεροφάντης στην πανδαισία της μνήμης,
λειτουργός στη χώρα των ονείρων
και στο ιερό των αισθήσεων τελετουργικό.
Για ν‘ αντισταθώ στο ψυχρό πετροβόλημα
της απουσίας σου και του καημού,
ν’ ακυρώσω την αποζήτηση του ελέους,
ξορκιστής στην απογοήτευση να σταθώ,
αγέρι να φυσήξω, αντίλαλος ν’ ακουστώ,
ψηλή κορφή τ’ ουρανού να τεντωθώ
για της ψυχής το κρυφομίλημα στη σιωπή,
και το γλυκό το φίλημα τ’ αστρόφεγγου ουρανού.
Κι απόψε που θ’ αλαργεύουν οι ώρες,
έβγα κι εσύ στο πλατύσκαλο της μοναξιάς,
στάσου στο ξάγναντο της προσμονής
και σμίλεψε τους δικούς σου πόθους
στ’ αφέντεμα και το διαγούμισμα της ζωής,
με μακαρισμούς, ύμνους κι ευχαριστίες,
χωρίς αναφορές, ενδοιασμούς και αναστολές,
χωρίς διλήμματα κι ανομολόγητες ενοχές,
λεύτερη, ολοκληρωμένη, φωνή του εαυτού σου
χωρίς κενά, φυγές και αποδράσεις,
να ’χει ξημέρωμα και χρώματα η ομορφιά,
καταφυγή κι αντάμωμα της έκστασης η χαρά.
Κι απόψε, κοινές οι μαρτυρίες και οι παραδοχές.
Στο περιθώριο σμίγουν οι μεγάλες οι σιωπές.
Μυσταγωγία της αγάπης και λυτρωμός ψυχής,
της αγρύπνιας οι ασπασμοί και οι παρακλήσεις.
_
γράφει ο Γιώργος Αλεξανδρής
0 Σχόλια