Ένα κλωνάρι βασιλικό κρατεί το παιδί την πρώτη του μέρα στο σχολειό•
για να πάρει κουράγιο τ’ άμοιρο, του τ’ έδωσε η μάνα του• για μια καλή νέα αρχή.
Το ίδιο και η Αρετούλα. Ένα κλωνάρι βασιλικό κρατά περιχαρής στ’ αρραβωνιάσματά της.
Ένα κλωνάρι βασιλικό ξεραμένο κρατά και ο ναυτικός στες άγνωστες θάλασσες που ταξιδεύει.
Το σφιχτοκρατάει και το μυρίζει δυνατά, ανελλιπώς• Λαμβάνει κουράγιο έτσι.
Αναπολεί πατρίδα, φαμίλια, ζα. Μες στην ταμπακιερα του το φυλάγει σαν κόρη οφθαλμού.
Ένα κλωνάρι βασιλικό κρατά η γιαγιά της Φωτούλας, η Σμυρνιά. Το κρατά και το μυρίζει νωχελικά.
Χάνεται στες νότες τ’ αρώματός του. Η μυρωδιά του είν’ ανεκτίμητη και φορτισμένη.
Κλείνοντας τα δύο γερασμένα της μάτια αναπολεί ζοφερά και χαρούμενα συνάμα πράγματα.
Βλέπει σ’ όραμα τη Σμύρνη, τες ομορφιές της, τες μυρωδιές της, τα φισκα κόσμο παζάρια με τα εξωτικά μπαχάρια.
Θυμάται ακόμη τους μερακλήδες πραγματευτάδες, τις Πολίτισσες που παζαρεύονταν και τα λουσάτα προικιά.
Με τη δεύτερη ρουφηξιά φέρνει στο μυαλό της τον συγχωρεμένος της Πατέρα, τον κυρ-Παναγή, που πέθανε στα τάγματα της οδύνης σα να’ταν αυτή παιδί.
Είν’ ο βασιλικός δεσποτικός κι αρχοντικός. Σε καθηλώνει σαν τον μυρίσεις και γευτείς.
Θα’ χε όρεξη ο Παντοδύναμος σα σοφιζόταν να το σκαρφιστεί. Ειν’ ένα φυτό βασιλικό, όπως τ’ όνομά του.
Μες στη φούχτα, στη ψυχή φυλαγμένο, μοσχομυρωδάτο ως είναι στη φάση και στη φέξη του ηλίου, ευφραίνει την πονεμένην καρδίαν του κοσμάκη.
_
γράφει η Χριστίνα Μαυρέλη
0 Σχόλια