ΒΕΡΟΥΚΗΣ
Ο μάστορας Βερούκης, συνεργείο ονομαστό,
μόνος ήρθε απ’ το χωριό, 17 στα 18,
έφτυσε αίμα, να το ανοίξει, δούλευε σαν το σκυλί,
μα η ζωή καλή μαζί του, έγινε κάποιος και αυτός,
έχει πια 6 υπαλλήλους, χρειάζεται και έβδομο,
του προτείνανε παιδί, πατριώτη, απ’ το χωριό,
Λεωνίδας τ’ όνομά του, Λεονάρντο τον φωνάζουν,
ήσυχο, καλό παιδί, από μάνα ορφανό,
ο πατέρας του μπεκρής, θα ‘κανε ένα ψυχικό,
τι γνωρίζει, τον ρωτάει, ο μικρός δεν απαντάει
«ωχ μου έλαχε χαζό» κι έτσι, για να σπάσει πλάκα,
την ΒΜW του κυρίου Νάσου, του πελάτη του πιο παλιού,
του ‘δωσε να την κοιτάξει, που ‘σβηνε στα ξαφνικά,
κάθισαν κι οι 6 εργάτες, να ξεσκάσουνε κι αυτοί,
πήρε ο μικρός τη λάμπα και σε 20 λεπτά
το αμάξι σαν καινούργια, μείνανε, να τον κοιτάζουν,
«πού τα έμαθες αυτά;» «απ’ τα περιοδικά»
γέλασαν όλοι οι εργάτες, ο Βερούκης δεν γελά.
–
Έκλεισε πάνω από χρόνο στο συνεργείο ο Λεονάρντο,
κι όλοι έχουν να το λένε, τι διαμάντι είναι αυτό,
τροχοφόρο δεν υπάρχει, που θα του αντισταθεί,
πάνω του όμως δεν το παίρνει, είναι και καλό παιδί,
με το γέλιο πάντοτε, τυπικός, ευγενικός,
βέβαια λίγο κλειστός, μα όχι ακατάδεκτος,
οι πελάτες τον εκτιμάνε, οι συνάδερφοι τον πάνε,
όλοι εκτός απ’ τον Βερούκη, τι πράμα περίεργο,
όχι πως του ‘κανε κάτι, ο μικρός εργατικός,
κι αν μισθό πείνας του δίνει, ο Λεονάρντο βολικός,
ούτε υπερωρίες ζητά, ούτε άδειες, ούτε δώρα,
μα όταν τους πελάτες ακούει «να το φτιάξει ο Λεονάρντο»
στην καρδιά μια μαχαιριά, πιο καλά να ‘ταν τσογλάνι,
να ζητούσε ποσοστά, θα ‘χε τότε έναν λόγο
να τον διώξει κλοτσηδόν, δεν θα μίλαγε κανείς,
όμως τώρα τι να πει, θα τον πάρουν για τρελό,
και δεν είναι μόνο αυτό, πήγε, νοίκιασε ο μικρός
γκαρσονιέρα απέναντί του (του την πρότεινε αυτός!)
κι από τότε κάθε πρωί στη δουλειά πάνε μαζί,
κι η γυναίκα του η Γαλήνη τον συμπάθησε πολύ,
κι όλο φαγητό του και για γεύμα τον καλεί,
κι η μικρή η Μαργαρίτα, όλο τον γλυκοκοιτά,
κι αυτός της χαμογελά, και να πούμε την αλήθεια,
δεν είναι άσχημο παιδί, λίγο να σουλουπωθεί,
αχ του πιάνεται η ψυχή του κακόμοιρου του μάστορα,
την Πέμπτη την περασμένη πήγαν σινεμά μαζί,
κι όταν γύρισε η μικρή, όλο γέλια και χαρές,
στην κουζίνα πήγε ευθύς, ψου ψου ψου με τη μαμά,
κακαρίζαν μισή ώρα, τα νεύρα του έσπασαν,
το ποτήρι είχε γεμίσει, μια σταγόνα έμενε,
και μια ωραία Κυριακή που όλο το συνεργείο
σπίτι του είχε μαζευτεί, για να δουν Φόρμουλα 1,
πέταξε στα ξαφνικά ο κοντός ο Φίλιππας
«για εκεί ‘σαι Λεονάρντο» «όχι όχι ρε παιδιά»
μα κι οι άλλοι συμφωνήσαν, και το ‘λεγαν σοβαρά,
μούδιασμα ένιωσε στο κεφάλι «έτσι θα ‘ν’ ο θάνατος»
έπρεπε τρόπο να βρει, για να τον ξεφορτωθεί.
–
Να τον έλεγε μπεκρή, μα δεν έπινε γουλιά,
τζογαδόρο να τον βγάλει, ούτε που ‘ξερε απ’ αυτά,
να κυκλοφορούσε φήμη, στα παλιόσπιτα πως πάει,
δεν θα το ‘χαφτε κανείς, ήτανε καλό παιδί,
να τον έλεγε άθεο, και ποιος νοιάζεται γι’ αυτά,
άσε που κι ο παπά-Γιάννης τον είχε μέσα στην καρδιά,
μόνο αυτόν εμπιστευόταν, για να του φτιάχνει το τζιπ,
να τον έβγαζε κλεφτρόνι, εδώ την άλλη φορά
στο Καγιέν του αντιδημάρχου βρήκε 100 ευρώ
και τα έφερε αμέσως, λες κι ο αντιδήμαρχος
(ταλαράς δεν ξέρει τι έχει) θα το καταλάβαινε,
να τον έλεγε αλβανό, τα χαρτιά του τα χαν δει,
όχι, όχι χρειαζότανε κάτι πολύ δραστικό,
τίποτα άλλο δεν σκεφτόταν, έχασε τον ύπνο του,
κι ένα βράδυ αϋπνίας, ενώ χάζευε ταινία
για μια ομάδα φουκαράδων που χαθήκανε στα χιόνια,
του ‘ρθε ξαφνικά η λύση, φθινοπωρινή βροχή,
ευθύς τον πήρε ο ύπνος, έπαιζε η τηλεόραση.
–
Στην πλατεία Καραμουρτζούνη είναι ένα μικρό καφέ,
το ‘χει ένας Έκτορας, φτιάχνει εκλεκτό φραπέ,
μια χαρά παιδί, δεν λέμε, αλλά διαφορετικός,
η φωνούλα του ψιλή, και αν είναι παχουλός,
πώς κουνιέται ο άτιμος, μα καλό παιδί, δεν λέμε,
κι όταν τον πιάνουν τα γέλια, σαν κορίτσι κακαρίζει,
κι έχει φίλο έναν Τάσο, που ‘ρχεται με μηχανή,
ανεβαίνει, μαζί φεύγουν, στραβά τους κοιτάν οι γριές,
εκεί πάει κι ο Λεονάρδος, τον καφέ του για να πάρει,
μέτριο ελληνικό, με τον Έκτορα όλο γέλια,
το πέταξε ο μάστορας μεταξύ αστείου σοβαρού,
στην αρχή όλοι γελάσαν, το πήραν πολύ ελαφρά,
μα όσο ο καιρός περνούσε, αλλαγή στο μαγαζί,
φτιάχνει κάτι ο Λεονάρδος, μπράβο δεν του λέει κανείς,
εκτός απ’ τον μάστορα, που τον έχει στα όπα-όπα,
οι συνάδερφοι τυπικά, κι όταν φεύγουν ξερό «γειά»,
κι η κυρία η Γαλήνη δεν του φέρνει κολατσιό,
έπαψε να τον καλεί στο σπίτι για φαγητό,
και ο μάστορας να λέει, πως είναι καλό παιδί,
κι η μικρή η Μαργαρίτα όλο να τον αποφεύγει,
τι τηλέφωνα την παίρνει, για να πάνε σινεμά,
και στο κινητό φατσούλες στέλνει πάντα γελαστές,
μα αυτή τα σβήνει όλα, βγαίνει πια με τον Λουκά,
που ο μπαμπάς του έχει το φούρνο δίπλα απ’ το συνεργείο,
φαρμακώθηκε ο Λεονάρδος, μα δεν είπε τίποτα,
και σιγά-σιγά οι πελάτες δεν τον ‘θελαν άλλο πια,
ξέπεσε στα μηχανάκια, πιτσιρίκια, αλβανοί,
κι όλο πιο βαρύ το κλίμα, μάλωσαν στα ξαφνικά
Φίλιππας και Λεονάρδος, δίχως λόγο σοβαρό,
πως του ερχότανε κοντά, ενοχλητικός πως ήταν,
μόνο ο μάστρο-Βερούκης μίλαγε γι’ αυτόν καλά,
και τα βράδια, πριν ξαπλώσει, στο παράθυρο κοιτά
το στρατόπεδο του εχθρού στην απέναντι μεριά,
πάντοτε μαύρο σκοτάδι, τι να κάνει άραγε;
–
Τελικά μια Δευτέρα δεν ξανάρθε στη δουλειά,
απορήσαν, πήγαν σπίτι, είχε φύγει κι από ‘κει,
το τηλέφωνο κλειστό, δεν τον είχε δει κανείς,
«πίσω πήγε στο χωριό;» «μήπως βρήκε αλλού δουλειά;»
ψάξανε στα συνεργεία, τζίφος όμως και εκεί,
κάποιος είπε, πως τον είδε να παίρνει ένα ταξί,
κάποιος άλλος, πως του έλαχε από θείο κληρονομιά,
σύντομα όμως βαρεθήκαν, τον ξεχάσαν τελικά,
πήρανε στη θέση του άλλο, τον Θωμά, έναν αλβανό,
(βορειοηπειρώτης, λέει, όμως είναι αλβανός)
πέρασαν κανά 2 χρόνια, όλα όπως και παλιά,
πάχυνε λίγο ο μάστορας, πέθανε ο Φίλιππας
σε τροχαίο με παπί, μια άκαρδη στροφή,
και μια ωραία Κυριακή που όλοι είχαν μαζευτεί,
για να δουν Φόρμουλα 1, του Ντουμπάι το γκραν πρι,
«για κοιτάξτε ο Λεονάρντο» είπε ξαφνικά η μικρή,
ξέρετε, η Μαργαρίτα, που ‘χε πια αρραβωνιαστεί, 120
σ’ ένα πιτ στοπ της Φερράρι, ο Λεονάρντο γελαστός,
δουλειά του ήτανε να βάζει πίσω δεξιό τροχό,
«ε σιγά δεν κάνει κάτι» είπε τότε ο Λουκάς,
όλοι τότε συμφωνήσαν και κανάλι άλλαξαν,
μα ο μάστορας Βερούκης δεν νοιαζόταν πια γι’ αυτά,
την στερνή του την πνοή είχε αφήσει ήσυχα
κι απορούσανε οι πάντες, πώς να έγινε αυτό,
ταύρος ήταν από υγεία, έδειχνε μια χαρά,
ούτε κάπνιζε, ούτε έπινε, τι περίεργα πράματα…
_
γράφει ο Θεόδωρος Δημητρακόπουλος
0 Σχόλια