Οι ώμοι του ανασηκώθηκαν
Και τα πλευρά του άνοιξαν διάπλατα μπροστά του
καθώς τα πόδια του τον πήγαιναν πήγαιναν προς τον γκρεμό.
Εκείνος δεν έβλεπε,
δεν ήξερε,
δεν αισθανόταν.
Τα μάτια του ήταν άσπρα και στεγνά από κάθε ίχνος ζωής ενώ προχωρούσε.
Περπατούσε σε ύψος έξι μέτρων από τη γη,
πάνω σε μια κατάμαυρη γέφυρα
με κόκκινα κάγκελα.
Μια παχιά ομίχλη σκέπαζε τον γύρω του κόσμο…
Εκείνος άγγιζε με τ’ ακροδάχτυλά του τα σύννεφα γύρω του
και αγαλλίαζε για δύο στιγμές από τη σκέψη του θανάτου.
Κι όταν ξαναθυμόταν πως ήταν τυφλός,
άρχιζε πάλι να τρέμει η ψυχή του με μανία
σαν παγωμένος βοριάς και τον ξέσκιζε από μέσα.
Και ηρεμούσε, και φοβόταν, και ανάσαινε βαριά, και σταματούσε πάλι…
Κι όταν έφτασε στο τέλος της γέφυρας,
σταμάτησε και έβγαλε μια σιωπηλή κραυγή,
να την ακούσει μόνο ο Άδης.
_
γράφει η Ισμήνη Κουλελίδου
0 Σχόλια