Σήμερα, είναι μια βαρετή μέρα για τον Νίκο. Καθισμένος στην καρέκλα του γραφείου του κοιτάει χωρίς να βλέπει, την οθόνη του υπολογιστή του. Ο κόμπος της γραβάτας, θηλειά στο λαιμό που τον σφίγγει. Δίπλα του, οι συνάδελφοί του, απορροφημένοι στις δουλειές του, υπογράφουν και σφραγίζουν μανιωδώς έγγραφα, σηκώνουν και κατεβάζουν τα ακουστικά, φυσούν και ξεφυσούν. Σε λίγο, θα περάσει ο προϊστάμενος και δεν πρέπει να τον βρει να κάθεται άπραγος. Πιάνει ένα χαρτί και κάνει πως διαβάζει ενώ το μυαλό του είναι μουδιασμένο. Τον τελευταίο καιρό, δεν είναι ικανοποιημένος από τις επιλογές του. Σίγουρα έχει μια δουλειά που του εξασφαλίζει ένα αρκετά παχύ πορτοφόλι, όμως είναι μια δουλειά που σίγουρα σιχαίνεται. Όσο για την προσωπική του ζωή, ούτε λόγος. Προσφάτως χωρισμένος,από δική του ανεπάρκεια, γυρίζει σ’ ένα άδειο και αφιλόξενο σπίτι. Η καθημερινότητα του έχει μεταλλαχθεί σε μια ζωή χωρίς φόντο. Μια αδιάφορη και μονότονη ρουτίνα.
Κάθε πρωί, το ξυπνητήρι χτυπάει αυστηρά και χαιρέκακα στις 6.00. Πλένεται, κάνει μπάνιο, ντύνεται και πίνει ένα γρήγορο καφέ μέσα σ’ ένα τέταρτο. Οποιαδήποτε παρέκκλιση από το πρόγραμμα αυτό, θα είναι καταστρεπτική. Οδηγάει σαν τρελός μη μπορώντας να αναπνεύσει από το άγχος και πρέπει να περνάει το κατώφλι της εταιρίας κάθε μέρα στις 6.45. Από την ώρα εκείνη και μέχρι το πέρας του ωραρίου του μπαινοβγαίνει σε αίθουσες, παρουσιάζει στρατηγικές προώθησης των προϊόντων της εταιρίας, σηκώνει τηλέφωνα και μιλάει άσχημα σε ανθρώπους που δεν έχει δει ποτέ στη ζωή του ή κολακεύει άλλους που ξέρει και απεχθάνεται. Η δουλειά τελειώνει και ο Νίκος επιστρέφει στο σπίτι να ζεστάνει το παγωμένο φαγητό που του στέλνει η μητέρα του και να φάει στον καναπέ, μπροστά στη μόνη του φίλη, την τηλεόραση. Δεν βγαίνει, γελάει σπάνια από καρδιάς, δεν έχει διάθεση για τίποτα.
Τις σκέψεις του διακόπτει βίαια η φωνή του προϊσταμένου του, που στο διάστημα που πέρασε, ήρθε για την επιθεώρηση. Μόλις είδε πως τα ανθρωποειδή ρομπότ δουλεύουν ακατάπαυστα και παραγωγικά επέστρεψε αυτός στο γραφείο του και ο Νίκος στις σκέψεις του. Πώς τα έκανε έτσι; Το μυαλό του, τον πάει πίσω στα πιο ανέμελα χρόνια της ζωής του.
Τότε που ήταν μικρός και η ζωή του είχε πλάκα. Μετά το σχολείο, έτρεχε με τους φίλους του στις αλάνες και μέχρι ο ήλιος να δύσει, εκείνοι έπαιζαν μπάλα φωνάζοντας και γελώντας. Η μητέρα του τον κατσάδιαζε για τα ματωμένα του γόνατα και τα γεμάτα χώμα ρούχα του ενώ ο πατέρας του γέλαγε και ένιωθε περήφανος για το γιό του. Τα καλοκαίρια, το σπίτι τον έχανε. Όλη μέρα στη θάλασσα, να πιάνουν καβούρια και να κάνουν βουτιές από τα βράχια. Όσο πιο ψηλός ο βράχος που δάμαζες τόσο πιο δυνατός ήσουν. Ποσό ανάλογο της δύναμης και ο σεβασμός που θα είχες στην παρέα. Τα απογεύματα βόλτες και παιχνίδι. Αργότερα, ήρθαν και τα πρώτα σκιρτήματα. Ακόμα θυμάται την Ελενίτσα. Κόρη της γειτόνισσάς τους και το πιο όμορφο κορίτσι της γειτονιάς. Συναντιόντουσαν τα καλοκαίρια κρυφά από τους γονείς τους. Πιασμένοι από το χέρι περπάταγαν στα στενά συζητώντας για όλα αυτά τα άλυτα θέματα της εφηβείας κι όταν τη φίλησε για πρώτη φορά οι καρδιές τους κόντεψαν να πετάξουν έξω από το στήθος τους.
Ο χρόνος όμως δεν συγκινείται από αυτά. Στέκει αγέρωχος, δυνάστης των ονείρων και των στιγμών σου. Η Ελενίτσα και τα παιδιά μεγάλωσαν και χάθηκαν. Σπουδάσαν και βρήκαν δουλειά και άλλαξαν παρέες. Έτσι είναι αυτά, έλεγε στον εαυτό του. Γνώρισε άλλες κοπέλες, καμία όμως δεν κατάφερε να τον κάνει να ξεχάσει την Ελένη και όταν την συνάντησε τυχαία πριν δύο χρόνια, ήξερε πως ήταν η τελευταία του ευκαιρία. Συγκατοίκησαν γρήγορα και στην αρχή ήταν ωραία. Ο Νίκος όμως πήρε προαγωγή και ένιωθε περήφανος που η εταιρία τον εμπιστεύτηκε. Μαζί με την εμπιστοσύνη όμως ήρθαν και επιπλέον ώρες δουλειάς και μπόλικη χαρτούρα για το σπίτι. Ξέσπαγε τα νεύρα του στην Ελένη και ζούσε για να δουλεύει. Η Ελένη ήταν μια απλή δασκάλα, τι ξέρει αυτή από δουλειά;
Ένα απόγευμα, γύρισε στο σπίτι και βρήκε ένα σημείωμα και τις ντουλάπες άδειες. Τον αγαπούσε, έλεγε, αλλά δεν άντεχε να τον βλέπει να πεθαίνει κάθε μέρα.
Σήκωσε το κεφάλι από το χαρτί και κοίταξε γύρω του. Αφοσιωμένα μυρμήγκια, όλοι, δεν είχαν καταλάβει τίποτα. Δεν άντεχε άλλο. Τι ήθελε και τα θυμήθηκε όλα αυτά;
Πήρε την τσάντα και το σακάκι του και έφυγε. Ήθελε να πάρει αέρα, να περπατήσει. Πάει καιρός που έχει να μιλήσει με την Ελένη. Κάθε φορά που εκείνη του τηλεφωνεί αυτός της το κλείνει. Με τις επιλογές του, τα έχασε όλα. Τους φίλους του, την Ελένη, τους γονείς του. Αυτή η ανόητη μεγαλομανία του και η αίσθηση πως είχε καιρό μπροστά του και όλα θα διορθώνονταν.
Μπήκε στο αμάξι και πήγε κάτω από το σπίτι της. Του άνοιξε εκείνη που μόλις είχε γυρίσει από το σχολείο. Χωρίς να της πει τίποτα της έτεινε το χέρι και την οδήγησε στο αμάξι.
Στη διαδρομή δεν απάντησε σε καμία από τις ερωτήσεις της. Βγήκαν από την Αθήνα και συνέχισε να μην απαντάει. Κοιτώντας τη διαδρομή, η Ελένη κατάλαβε ότι πήγαινε στο εξοχικό του, εκεί που γνωρίστηκαν. Μετά από ώρα πάρκαρε σε μια παραλία και πιάνοντας την από το χέρι ακολούθησε το μονοπάτι προς τον Μεγάλο Βράχο.
- Εδώ γνωριστήκαμε, της είπε. Θυμάσαι; Αυτός ο βράχος ήταν δίπλα μου όλη μου τη ζωή. Άλλοτε ως πρόκληση, άλλοτε ως εχέμυθος φίλος και τώρα ως ελευθερωτής μου. Πάντα όμως ως σύμβολο αυτού που ήμουν κάποτε, ενός ανθρώπου με όνειρα και αισθήματα. Θέλω σήμερα να τα πετάξω όλα στη θάλασσα. Να απογυμνωθώ από αυτήν την ασήκωτη πανοπλία μου. Να πετάξω κι εμένα τον ίδιο και να νιώσω ελεύθερος. Βούτα μαζί μου.
Έβγαλαν τα ρούχα τους και η Ελένη του έπιασε το χέρι. Παίρνοντας φόρα, βρέθηκαν στον αέρα. Τα πρόσωπά τους ήταν φωτεινά και γεμάτα ενθουσιασμό. Τα μάτια τους έλαμπαν και ένα τεράστιο χαμόγελο δέσποζε. Μόλις έπεσαν τους περίμενε μια παγωμένη αγκαλιά, ό,τι χρειάζονταν για να ολοκληρωθεί η κάθαρση. Πιασμένοι από το χέρι, επέπλεαν στον αφρό γελώντας. Εκείνη τη στιγμή νίκησαν τον χρόνο. Εκείνη τη στιγμή ήταν ελεύθεροι.
_
γράφει η Μαρίλια Γιακουμή
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
Ζηλευτή ετούτη η ελευθερία σε μια ζωή γεμάτη από ασήκωτες πανοπλίες…
Υπενθύμιση σε όλους εμάς που κάποτε, γιατί ΕΠΡΕΠΕ, βάλαμε αλυσίδες με κλειδαριά στα πόδια μας μην τυχόν και δούμε πως φοράμε φτερωτά σανδάλια.
Ο Θεός να σε έχει καλά που βούτηξες και παρέσυρες και εμάς μαζί σου…
Σας ευχαριστώ πολύ! Χαίρομαι που σας αρεσε!