Η Ρόζα Σάντχοου, νέα ακόμη φοιτήτρια στο Κέιμπριτζ, βουτάει στα νερά του Κρόμερ, στις ακτές της Κορνουάλης κι εξαφανίζεται. Όλοι πιστεύουν πως πρόκειται για αυτοκτονία, από κατάθλιψη λόγω του πρόσφατου θανάτου του πατέρα της, ο σύντροφός της, Τζαρ, όμως, εδώ και πέντε χρόνια κάνει τις δικές του έρευνες, πεπεισμένος πως κάτι άλλο έχει συμβεί. Γιατί ο Τζαρ έχει την αίσθηση πως είναι ακόμη ζωντανή; Τον παρακολουθούν όντως κάποιοι ή είναι ιδέα του; Πώς βρέθηκε το ημερολόγιο της Ρόζας στα χέρια του και γιατί είναι κρυπτογραφημένο; Γιατί ξαφνικά η κοπέλα αυτή αρχίζει να του στέλνει mail με την παράκληση να τη βρει πριν από αυτούς;
Πρόκειται για μια συναρπαστική ιστορία μυστηρίου που οδηγεί τον αναγνώστη σε συγκεκριμένες υποψίες και μια μονόδρομη κατεύθυνση, μόνο και μόνο για να τινάξει ξαφνικά τα πάντα στον αέρα και να ανεβάσει την ένταση και το σασπένς στα ύψη. Η καλογραμμένη πορεία ερευνών, το παρελθόν της Ρόζας που ζωντανεύει μέσα από το ημερολόγιό της και ο Τζαρ, που ζει απίστευτες περιπέτειες, μπλεγμένος ως εκεί που δεν πάει σε αυτήν την υπόθεση, δίνουν ποικιλία στην αφήγηση και δε με άφησαν σε ησυχία ούτε λεπτό. Στο πρώτο μέρος έχουμε τη φοιτητική ζωή της κοπέλας από το χειμερινό εξάμηνο του 2011 ως το θερινό τρίμηνο του 2012, που περιγράφει τα γεγονότα εν είδει ημερήσιων καταγραφών, και η γραφή της ακροβατεί ανάμεσα στο κωμικό, με πολλά αστεία και προκλητικά περιστατικά από την ανέμελη (;) φοιτητική ζωή στο Κέιμπριτζ, δηλαδή μπιροποσίες και χαπάκια ecstasy, φωτιά στα μαλλιά με σαμπούκα και ολονύχτια πάρτι («Κανείς δεν θέλει να μείνει μόνος του, ειδικά την πρώτη χρονιά», σελ. 80), το μελαγχολικό, με τις αναμνήσεις από την ευτυχισμένη ζωή με τον πατέρα της ως το μοιραίο τροχαίο ατύχημα που τους χώρισε για πάντα, ως το ρομαντικό, με τον Τζαρ και τις φάσεις που περνάει η σχέση τους ως την εξαφάνισή της.
Το οικογενειακό υπόβαθρο της κοπέλας είναι εξίσου καλά μελετημένο. Ο πατέρας της Ρόζας εργαζόταν στο Πολιτικό Τμήμα του Υπουργείου Εξωτερικών κι έτσι τον έστελναν σε πρεσβείες σε όλο τον κόσμο για να συντάξει αναφορές. Η Ρόζα νιώθει πως η καριέρα του βάλτωσε εξαιτίας της, γιατί ήθελε να περνάει περισσότερο χρόνο μαζί της. Η μητέρα της είχε αυτοκτονήσει λόγω επιλόχειας κατάθλιψης ένα χρόνο αφού τη γέννησε κι έτσι ο δεσμός των δυο τους ήταν άρρηκτος. Η αδερφή του πατέρα της, Έιμι, μένει με τον άντρα της, Μάρτιν, στον τόπο όπου έγινε το μοιραίο κι είναι μια γυναίκα που ακροβατεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και τον εθισμό των ηρεμιστικών χαπιών.
Πέντε χρόνια μετά από εκείνη τη βραδιά, ο Τζαρλαθ Κοστέλο, βραβευμένος νεαρός Ιρλανδός συγγραφέας που ξέπεσε να αρθρογραφεί για ποπ είδωλα της μουσικής σκηνής σε καλλιτεχνική ιστοσελίδα, έχει ακόμα το προαίσθημα πως η Ρόζα ζει, κάτι που το εντείνει η ψευδαίσθηση πως τη βλέπει παντού στον δρόμο. Όταν το εξομολογείται στον Καρλ, τον μοναδικό σύμμαχό του στο γραφείο, εκείνος δεν τον πιστεύει και τον παραπέμπει σε μια καλή ψυχοθεραπεύτρια. Αυτή είναι η αφορμή στη συγγραφέα να εκφραστεί ειρωνικά απέναντι σε αυτό το σημαντικό, κατά τα άλλα, κομμάτι της ζωής μας: «Σκέφτεται όλους εκείνους που έχουν καθίσει σε αυτά τα δωμάτια, ξεφορτώνοντας τα προβλήματά τους για μία ώρα προτού τα πάρουν ξανά μαζί τους και στη συνέχεια βγουν στον δρόμο» (σελ. 86). Στο διαμέρισμα του Τζαρ όλα δείχνουν πως την ξεπέρασε, σε μια αποθήκη όμως έχει στήσει ολόκληρα επιχειρησιακά σχέδια για να την εντοπίσει και να ερευνήσει τις συνθήκες θανάτου της.
Η αφήγηση σε ενεστώτα διαρκείας δίνει ένταση και δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για επιπλέον αγωνία και φρενήρες γύρισμα σελίδων. Το διπλωματικό παρελθόν του πατέρα της Ρόζας σύντομα στρέφει τον νεαρό σε μονοπάτια που τον μπλέκουν με τις Μυστικές Υπηρεσίες και τον Σκοτεινό Ιστό, χωρίς ούτε στιγμή να φτάνουμε στην υπερβολή ή σε επίπεδο πεπερασμένων κατασκοπικών μυθιστορημάτων. Αντίθετα, η μαεστρία του χειρισμού της πλοκής με προετοίμαζε για ένα αντίστοιχο τέλος, που ειλικρινά δε θα μ’ άρεσε, μιας και δεν πολυσυμπαθώ τέτοιου είδους βιβλία, αν και η τακτική αναφορά του Τζων Λε Καρέ στο κείμενο, με τον πράκτορα Σμάιλι να μας κλείνει το μάτι, ήταν ένας διακεκριμένος φόρος τιμής σε κάτι ξεχωριστό στο είδος του, στο δεύτερο μέρος όμως, όπως προείπα, ένα αναπάντεχο πρόσωπο παρεμβαίνει στην αφήγηση, αρχίζοντας έτσι να χτίζει σωστά το οικοδόμημα που ετοιμάστηκε πριν αλλά με κεράμους και πλίνθους ατάκτως ερριμμένους.
Δυστυχώς, η εξέλιξη των γεγονότων και ο πραγματικός λόγος εξαφάνισης της Ρόζας με αποτρέπουν να γράψω το παραμικρό συναίσθημα που προέκυψε από αυτά, γιατί είναι κρίμα έστω και μία λέξη να χαλάσει τη μαγεία των εκπλήξεων που περιμένουν τον αναγνώστη. Η κεντρική ιδέα λοιπόν για την οποία γίνονται όλα αυτά είναι πολύ καλή και ταυτόχρονα απάνθρωπη, από ψυχολογικής σκοπιάς, με όλες τις απαραίτητες λεπτομέρειες να παρατίθενται μπροστά μου και να με ανατριχιάζουν ως το μεδούλι. Ίσως αυτή ακριβώς η «εμμονή» να απωθήσει πολλούς αναγνώστες κι είναι κρίμα, γιατί προσπέρασα αυτές τις λεπτομέρειες χωρίς να έχω χάσει τον ειρμό της πλοκής, άρα… Οι τρόποι αφήγησης αλλάζουν, η αλήθεια έρχεται όλο και πιο κοντά, ο Τζαρ αρχίζει να συνδέει τα κομμάτια του παζλ και η τελική αποκάλυψη με γέμισε συμπόνια και οίκτο.
Το «Βρες με» είναι ένα καλογραμμένο θρίλερ, με παραστατικούς και δωρικούς διαλόγους, γρήγορες σκηνές, λιτές περιγραφές, αναπάντεχες εξελίξεις, ρεαλισμό και συναισθήματα. Είναι ένα ανθρωποκυνηγητό σε μονοπάτια απάτητα για το ευρύ κοινό και ταυτόχρονα αρκετά επικίνδυνα για όποιον κάνει αυτήν την απερισκεψία. Το μυστικό εξαφάνισης της Ρόζας αποκαλύπτει πολλά πράγματα για τις απάνθρωπες μεθόδους ανάκρισης που δε διστάζει κάποιος να εφαρμόσει σ’ έναν άνθρωπο και φροντίζει να διαλύσει για πάντα το τζάμι προφύλαξης από τα πειράματα σε κρυμμένα εργαστήρια. Αγωνία, ένταση, σωστά δοσμένοι χαρακτήρες, πειστικότητα και εκπλήξεις με κράτησαν ως το τέλος και με ξενύχτησαν.
0 Σχόλια