Στο πάρκο τα παιδιά έπαιζαν,
τα σκυλιά αγαπούσαν ακόμα πιο πολύ τα αφεντικά τους.
Κι εγώ παρατηρητής της ζωής των άλλων, μα πρωτίστως της δικής μου.
Επιστρέφοντας,
αφήνω τα παπούτσια μου έξω απ’ την πόρτα,
μην λερώσω το σπίτι με νεκρά βήματα.
Πάντα να βάζω τα κλειδιά στο ίδιο σημείο,
μην ξεχάσω και καταλάθος απ’ έξω απ’ τη ζωή μου κλειδωθώ.
Αντίκρυ η καρέκλα άδεια, νιώθω τύψεις που είναι άδειο το σπιτικό μου.
Πού πήγαν όλοι;
Πού είναι η ζωή που τα όνειρα έφτιαχναν για μένα;
Κάνοντας φαγητό πάντα μου ξεφεύγει η δόση και δεύτερη μερίδα μένει,
πού είναι αυτή η ξένη ελπίδα που έρχεται τα βράδια;
πού είναι η αγάπη μου που μου ‘πε θα γυρίσει;
πού είναι τα παιδιά τέτοια ώρα, δεν πείνασαν μετά από τόσο παιχνίδι;
Έλα συ μάνα, έτοιμη είναι η μερίδα σου.
Βάζω πιτζάμες και περιμένω.
Δεν μπορεί θα έχω κι εγώ ένα καλό νέο γι’ αύριο.
Πρέπει να βρω τη ζωή που έχασα μες στα όνειρα.
Ο θάνατος μας πληγώνει πιο εύκολα στον ύπνο,
Βρες μου ένα λόγο να μην κοιμάμαι πια.
Θέλω να σε ζήσω καρδιά μου.
Θέλω να σε γνωρίσω πριν πεθάνω.
_
γράφει o Αλέξανδρος Παπαδόπουλος
0 Σχόλια