Η βόλτα στο νησί ξεκίνησε με τις καλύτερες προϋποθέσεις. Η Ρόδος τον Σεπτέμβρη είναι μαγευτική, όχι πως τις άλλες εποχές δεν σε σαγηνεύει, μα μπορείς και χωρίς τον καύσωνα του Ιουλίου. Το κέντρο ήταν γεμάτο κόσμο και τα μαγαζιά προσφέρονταν για ψώνια. «Θα πάρω κάτι, αν βρω» σκέφτηκε η Μαίρη, μα μετά από λίγο, τα χέρια της άρχισαν να βαραίνουν ενοχλητικά. Πήρε ένα γκρι παντελόνι που θα ταίριαζε με την πλεκτή ζακέτα που είχε φέρει μαζί της, κάτι μπλουζάκια… ένα φόρεμα άψογο μιλάμε, α βρήκε και παπούτσια και τα ταίριαξε! Μόνο αυτά.
«Πού είπαμε πως είναι η πιάτσα των ταξί;» Ρωτώντας πας στην πιάτσα. Έφτασε μπροστά στη θάλασσα, το τοπίο υπέροχο κάτω από τα δέντρα… και η τεράστια ουρά, σχεδόν τρομακτική. «Δεν το πιστεύω, εδώ θα περάσω τις διακοπές μού φαίνεται.» Μπήκε στη σειρά και περίμενε υπομονετικά, δεν είχε και άλλη επιλογή. Τα ταξί στο φουλ της σεζόν δεν έχουν χρόνο να περιμένουν στην πιάτσα, οργώνουν το νησί απ’ άκρη σ’ άκρη και εάν βρεθούν κέντρο, παίρνουν κόσμο και συνεχίζουν. Έτσι και το πολυπολιτισμικό μπουκέτο που περίμενε στην ουρά, μόλις έφτανε ταξί στην πιάτσα αντιδρούσε αντανακλαστικά, όπως αντιδρούν οι φίλαθλοι όταν μπει γκολ! Χειροκροτήματα και επευφημίες έσπαζαν την ανία της αναμονής. Είχε μπροστά τη, μία οικογένεια Γάλλους η Μαίρη, με δύο μικρά ανέλπιστα ήσυχα για την ηλικία τους και μία λαλίστατη μαμά και πίσω, Ρώσους ζαλισμένους από τα ούζα, που πρέπει να είχαν καταναλώσει σε αφθονία και τραγουδούσαν «ούζο ούζο» και κάτι δικά τους! Κωμικοτραγικές καταστάσεις, για να ‘χεις να λες!
Αρκετά μπροστά και σχεδόν στην αρχή της σειράς στεκόταν ένας νεαρός, ψηλός με κουστούμι, που κάθε λίγο το βλέμμα του έκοβε βόλτες προς πάσα κατεύθυνση, λίγο αδιάφορα, λίγο διερευνητικά, μέχρι που εστίασε και κέντραρε! Η Μαίρη ήταν μια ευπαρουσίαστη κοπελιά, κοντά στα τριάντα, με ωραία χαρακτηριστικά που η κούραση και η ένταση της όλης κατάστασης, έδινε στο πρόσωπο της μια… φούντωση μια φλόγα, που λέμε!
Πόσο είχαν εξαντληθεί οι αντοχές της Μαίρης δεν φαντάζεστε! Τα ταξί έρχονταν με σταθερό ρυθμό, μα τα χεράκια είχαν αρχίσει να μουδιάζουν και μπροστά είχε ακόμη αρκετό κόσμο. Όταν κάποια στιγμή έφτασαν δύο ταξί μαζί, ο κόσμος και η Μαίρη φυσικά ζητωκραύγασαν! «Έλα λίγο ακόμη, να φύγει και η οικογένεια μπροστά και μετά κοντεύω η καημένη». Το χέρι που την τράβηξε δεν πρόλαβε να το αντιληφθεί μιας και είχε χάσει αρκετά από τα αντανακλαστικά της. « Έλα αγάπη μου, περιμένεις τόση ώρα πίσω μόνη; Σε έψαχνα, έλα να μπούμε. Συγνώμη παρακαλώ, να περάσει η σύζυγος, ευχαριστώ. Έλα!»
«Πότε έφυγε το ούζο από τα αυτιά μου, πότε βρέθηκα στην πίσω θέση του ταξί με τα πράγματά μου τακτοποιημένα μπροστά και δυο «μάτια μελιά» να με κοιτάζουν με το χαμόγελο γνωστή οδοντόπαστας, χαμπάρι δεν πήρα…»
«Γαμήλιο, γαμήλιο;», ακούστηκε από τη θέση του οδηγού μία φωνή και γω επανήλθα. «‘Όχι λάθος, σταματήστε παρακαλώ, δεν τον γνωρίζω τον κύριο! Σταματήστε το ταξί, τώρα!» Ο «μάτια μελιά» και ο ταξιτζής γελούσαν σαν φιλαράκια και ‘γω είχα φρικάρει εντελώς. «Καλή δύναμη, φίλε μου, όταν ψωνίζουν οι κυράδες ξεχνούν το όνομα τους και ‘μεις τις καταθέσεις μας! Πού τα πάω τα πιτσουνάκια μου;». «Πάρε μας κάπου ήσυχα να φάμε», τολμάει και λέει ο άλλος. Η Μαίρη αδύναμη να αντιδράσει και σίγουρη πως έχει πέσει θύμα, σε κύκλωμα απαγωγέων που μιλάει συνθηματικά, αφήνεται στη μοίρα της κι ελπίζει μόλις συναντήσει κάποιον να φωνάξει «ΑΠΑΓΩΓΗ» και να γλυτώσει. Τουλάχιστον δεν την έχουν φιμώσει…
Κάθεται ήρεμα και περιμένει. Οι δύο άντρες συζητούν για το νησί, είναι και ο «μάτια μελιά» για διακοπές και καλά και ο οδηγός που φαίνεται πιο παλιός στη σπείρα τού λέει τα ωραία μέρη του νησιού, όλα συνθηματικά. Άκου εκεί, Επτά Πηγές και Έλαφος… το Πρασονήσι πρέπει να είναι το κεντρικό τους, γιατί μιλούσαν με μεγάλο ενθουσιασμό! «Τι μου έμελλε να πάθω. Ήθελα και διακοπές μόνη μου, να τώρα τι με βρήκε, είναι και το κινητό στην τσάντα, πώς να ειδοποιήσω, πάει… η ζωή εδώ τελειώνει…»
Με το ταξί να περνάει την μία παραλία μετά την άλλη και την Μαίρη να τρέμει σαν το φύλο και να φορτώνει πανικό, ο «μάτια μελιά» απλώνει το χέρι του. Τι το ήθελε; Η Μαίρη ορμάει πάνω του, τον πιάνει από τα μαλλιά και προσπαθεί να τον χτυπήσει όπου, όπως μπορεί! Χαμός! «Άσε με», φωνάζει πανικόβλητος ο «μάτια μελιά», σκάει στα γέλια ο ταξιτζής μιας και νομίζει πως είναι ερωτικό καβγαδάκι και δώστου η Μαίρη να βαράει. Όταν κατάφερε να την ακινητοποιήσει ο «μάτια μελιά» ήταν σε κακό χάλι. «Ποιος είσαι, τι θέλεις και τι θα μου κάνεις;», φώναζε Μαίρη. «Τίποτα, να γνωριστούμε, τίποτα, σε είδα στην πιάτσα και έτσι για πλάκα… συγνώμη»
Το ταξί φρέναρε τόσο απότομα που με το τράνταγμα επανήλθαν όλοι στις θέσεις τους βιαίως. Για πότε τράβηξε έξω ο ταξιτζής που μόλις κατάλαβε τι είχε γίνει τον «μάτια μελιά» και πως κατάφερε η Μαίρη να τον σώσει από τα χέρια του, είναι απερίγραπτο. «Ωραίο καμάκι είσαι, ρε; Πήρες την κοπέλα, άγνωστη και με αφήνεις κι εμένα να της κάνω πλάκα, τόση ώρα; Να φέρω την αστυνομία κυρία μου; χίλια συγνώμη με τον γελοίο» και δώστου να τον τραντάζει.
Η Μαίρη αφού είχε καταλάβει πως δεν διέτρεχε πλέον κανένα κίνδυνο και με τον «μάτια μελιά» να έχει φάει ξύλο, για πέντε χρονιές τουλάχιστον, πήρε το παιχνίδι στα χέρια της. Δεν ήταν και κακός, λίγο βλάκας, μα διακοπές είμαι και αυτά τα «μάτια μελιά»… θα δείξει. «Πάρε μας κάπου ήσυχα να φάμε κύριε, θα φροντίσω εγώ τον σύζυγό μου τώρα»…
Το ταξί έκανε να στύψει αφήνοντας τους μπροστά σε μια παραλία που μύριζε καλαμαράκι και αντηλιακό. Σε δύο ώρες θα γυρνούσε να πάρει τη Μαίρη στο ξενοδοχείο… ο «μάτια μελιά»… Ποιος ξέρει;
_
γράφει η Μαρία Αϊβάζη Ζάγορα
Τόσο ζωντανή η εικόνα θαρρείς και τη βλέπω. Βρε τι του έμελλε να πάθει του έξυπνου νεαρού στο νησί του μήνα του μέλιτος Είναι να μη σου λάχει . έλαχέ σου όμως!….
Έτσι δεν είναι Μαρία;
Φυσικό ήταν να σταματήσετε εδώ την ιστορία σας, μιας και το θέμα μας είναι οι δράσεις στο ταξί… όμως μας αφήσατε λίγο απότομα… με μια γεύση πικρόγλυκη στο στόμα, να αναρωτιόμαστε άραγε να ‘τανε τόσο όμορφα τα μάτια μελιά και με το φως του φεγγαριού; Ή όταν ήταν αγουροξυπνημένα; Όμορφη η ιστορία σας! Καλή σας μέρα και καλό μήνα.