Γιάννης Κοντός: ‘Οστά’
–
γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης
–
Τα ‘Οστά’[1] του Γιάννη Κοντού, ποιητικά ‘κείμενα’ σε ελάσσονα μορφή, δύνανται να συνθέσουν μία περιρρέουσα ατμόσφαιρα έκκεντρης και εμπρόθετης δυστοπίας, αποτελώντας τμήμα μίας ποιητικότητας η οποία εκκινώντας από τους όρους και τις πλαισιώσεις της ‘αιμάσσουσας’ συνέχειας, περιλαμβάνει μαρτυρίες πόλης, προσωπικούς θανάτους, την ίδια γραφή ποιητών που δεν παύουν να αναγνωρίζουν τον εαυτό τους..
Ο λόγος του ποιητή, άμεσος και παράλληλα ‘φορτισμένος’, εκθέτει την αγωνία της αναβολής και του ‘μυητικής’ αναφοράς, προσδίδοντας στην ποίηση χαρακτηριστικά εγκόλπωσης μίας καταστρεπτικότητας που διαρκεί όσο και οι προκλήσεις της: «Απάνω στα σκοτωμένα ποιήματα γράφονται άλλα ποιήματα. Έτσι συνεχίζεται η καταστροφή του κόσμου. Όταν πεθάνεις, θα κυλάω μεγάλους βράχους προς την πόλη – δε θα υπάρχει όμως ήχος- Όταν μας φωτογραφίζουν οι δολοφόνοι. Επιμένω: το μαύρο χαμόγελο του Καρυωτάκη (και η βλακεία σας πενήντα τρία χρόνια στα ρηχά). Ανακεφαλαιώνοντας: η πάνινη μπάλα που κλοτσάμε όλη νύχτα είναι το μάτι του Κύκλωπα. Θα ξυπνήσει, θα φορέσει το μάτι του, θα μας φάει».[2]
Διαμέσου των συμφραζομένων μίας βεβιασμένης και μη ειρωνικής τραγικότητας, ο Γιάννης Κοντός εκ-φέρει τα στοιχεία μίας εντατικής όσο και εκτατικής ανα-σύνθεσης του γίγνεσθαι υπό το πρίσμα της απώλειας που χάσκει ως διά-κενο και ως φόβος, μετατοπίζει προς την ποίηση τις εκφάνσεις μίας ‘αλλότριας’ μορφής που ‘καταστρέφει’ πριν την καταστροφή, προσομοιάζοντας προς την δόμηση μίας εκλεκτικής ατομικότητας που ‘ενσαρκώνεται’ σε επι-γενόμενες απευθύνσεις, στην ανοιχτότητα ενός λόγου και μίας ποιητικής γραφής που ‘σπαράσσονται’ από υποθέσεις ενός ακραίου βίου και μίας ίδιας επανάγνωσης του θανάτου εντός πόλης: «Όταν πεθάνεις, θα κυλάω μεγάλους βράχους προς την πόλη- δε θα υπάρχει όμως ήχος-«, τονίζει ο ποιητής, καθιστάμενος ο ‘επιστρέφων’ την αίσθηση του φοβερά ‘οικείου’, ανα-φέροντας και ανα-τρέποντας: «Όταν πεθάνεις».
Σε αυτό το σημείο, η απεύθυνση εναλλάσσεται με την απόκριση προς μία πόλη που μεταβάλλεται, ‘εγγίζει’ έναν θάνατο που δεν γνωρίζει ‘σύνορα’ σωμάτων και ‘απο-λυτρωτικής’ λογοθετικότητας, προσδιορίζει ένα λανθάνον ενέργημα, σπεύδοντας να επανανοηματοδοτήσει τους όρους συγκρότησης της πόλης..
Της πόλης που ‘σωπαίνει’ φωνασκώντας, εγγράφοντας στο εσωτερικό την επιτελεστικότητα βιό-κοσμων, το σημαίνον της ‘φαντασμαγορικής’ ανάστασης, την ‘αλήθεια’ των επάλληλων σωμάτων. Το περιώνυμο ‘Όταν’ του ποιητή φέρει την αμφίδρομη σχεσιακότητα, την προσμονή ως ίδιο και ‘άλλο’ ‘αντί-δωρο’, την εγγύτητα ως ‘πτώση’, εγγίζοντας βαθυ-δομικές εκφάνσεις μίας αντινομίας που συνιστά η ίδια γίγνεσθαι και θάνατο, φωνή και οριακότητα της: πόλη, χώρος που θα εκτυλιχτεί εκ νέου ένας εξυψωμένος βίος, αυτή την φορά με την ‘φωνή’ της λέξης που τροφοδοτείται από ενστάσεις.
«Η πόλη μου κλέβει τα ποιήματα απ’ το σχοινί της μπουγάδας, τα πουλάει στη μαύρη αγορά και μου στέλνει με το ταχυδρομείο μαχαιριές σφραγισμένες με τ’ αρχικά της»[3], ανα-γράφει ο Γιάζρα, για μία πόλη που συσσωρεύει οργή, που ‘μετασχηματίζεται’ σε μία φανερή όσο και κεκαλυμμένη αίσθηση του χρόνου στο παρόν: ανάδυση από ένα ιστορικό ύψος, αναφορά του κανονικοποιημένου, κοινωνικοποίηση (και πολιτικοποίηση) της σχεσιακότητας..
Εντός αυτής της εν-σώματης πόλης, της θανατικής απεύθυνσης, ο ποιητής ‘υπόσχεται’ για να λάβει την απουσία του ήχου και την παράλληλη διεύρυνση του ‘θαύματος: η πόλης εντός και προς, η πόλη ως αναπαριστάμενη προβολή στην παροντικότητα, η οποία αναπαράγει το καθημερινό, το πραγμολογικό στοιχείο όπως επίσης και την μη-σπασμωδική παραδοχή ενός ποιητή που δεν αναζητεί την κατάλληλη και ιδεατή λέξη όσο εκ-βάλλει προς τον και τους άξονες της επιτελεστικής ‘θυσίας: «Όταν πεθάνεις» θα πράξω, με τον μέλλοντα χρόνο να εκ-φέρεται στο παρόν και στο παρών όνομα που καθίσταται ‘πόλη’.
Το ποιητικό του πράττειν, τα ‘Οστά’ της εκ-ζήτησης και της σήμανσης δια-σποράς της προτρεπτικής παραδοχής, συν-διαλέγονται με την έγκληση του ενσκήπτοντος κόσμου, δυναμολογικού διαμέσου της πολυφωνίας του, ‘σιωπηλού’ ως συμβάν, θανατηφόρου ως πέρασμα, εκεί όπου λαμβάνει χώρα ο ποιητικός λόγος του Βύρωνα Λεοντάρη: «Δεν υπάρχουν ευτυχισμένοι νεκροί μήτε ασφοδίλια μήτε αναπαμένα κόκκαλα ένα σαφάρι ψυχών είναι ο χρόνος».[4]
‘Ένα «σαφάρι ψυχών» που γνωρίζει αθέατες και μη πλευρές, με την ανθρωπινότητα να τίθεται ενώπιον του ‘μυθεύματος’ και του πρωταρχικού χρόνου. Αυτό το ιδιότυπο «σαφάρι ψυχών» διαρκεί, αναδεικνύοντας την νεκρική διαπερατότητα, διττά δοσμένη στο κρισιακό στοιχείο: «δεν υπάρχουν ευτυχισμένοι νεκροί μήτε ασφοδίλια μήτε αναπαμένα κόκκαλα», με τις ψυχές να μην γνωρίζουν παρά την διαρκή τους έκθεση στο χρόνο..
Όντας ποιητής της μη-χαρμολύπης, ο Γιάννης Κοντός ‘θρυμματίζει’ τις δια-γενεακές και γενεαολογικές καταβολές της παρηγορίας, ανα-καλύπτοντας την εν-σώματης οντολογία της πόλης, την παρουσία των συγχρονικών ‘Κυκλώπων’ (που χάσκουν ως στοματική ‘απειλή θραύσης’) οι οποίοι ενδύονται τον Κανόνα, εστιάζοντας με το ‘Μάτι’[5] ωσάν μανιφέστο και νόρμα ενός ‘συμβολοποιημένου’ οπτικο-κεντρισμού, στο ‘πάντα’ και στο πέραν, υπό την τροπικότητα ανάδειξης του φόβου, του φόβου του θανάτου, της περικύκλωσης από την απέριττη ‘δαιμονολογία’ των λέξεων και της καθημερινής γλώσσας, όσο καθημερινή γλώσσα δύναται να είναι και η ίδια η ποιητικότητα, η εννοιολογική χροιά των Καρυωτακικών μεταβάσεων, η ποιητική ειρωνεία η οποία και συναρθρώνεται με την ‘μικρο-φυσική’ της ιδέας και της κοινωνικότητας ωσάν χίμαιρα και αναπαράσταση του εσταυρωμένα δοτικού.
«Σιωπή. Ενός λεπτού σιγή που την σκέψη οδηγεί στο παραπέρα και το αντίπερα»[6], γράφει ο ποιητής Βαγγέλης Χρόνης, δεικνύοντας τις καταβολές ενός σιωπηλού σπαράγματος που εντοπίζει εκ νέου την δυναμική του, που επανεφευρίσκει την πόλη, την χωρικότητα πάνω στην οποία κυλούν οι «μεγάλοι βράχοι», το, στη βάση του μορφολογικό σκέπτεσθαι του Γιάννη Κοντού ο οποίος, εγκαλείς τις αντηχήσεις, εντός ενός θανατηφόρου βίου, ενεστωτικού και ‘ανέστιου’. Η αφύπνιση δεικνύει προς πολλές κατευθύνσεις.
Και πάνω στην διαφορικότητα του υποκειμένου, ενσκήπτουν ‘Κύκλωπες’, κοινωνιο-γλωσσικές τομές που δύνανται να ‘επικοινωνήσουν ‘ βαθιά με την ιδιονομοτέλεια του ‘έχειν’, ενέχοντας τα πλέγματα του Καφκικού λόγου πέραν αλλά και στην ευρύτητα της ποίησης: «Έτσι βασανιστήκαμε: εσύ και εμείς».[7]
Ο θάνατος ελλοχεύει στο εσωτερικό της ποίησης, με την ίδια την ποίηση να τείνει να αναπαραχθεί μοναδικά και για αυτό ακόμη και ‘απάνθρωπα’, σκοτεινά, προσθέτοντας την παρουσία και την υποστασιοποιημένη διε-ρώτηση, τα ”σκοτωμένα ποιήματα” πάνω στην λεχθείσα ιστορία των νεκρών. «Είδα την προβοσκίδα και το κέρατο, το σκυλόδοντο και τ’ αλογονύχι, σε τόπους αλλόκοτους»,[8] αναφέρει με ουσιώδη ενάργεια ο Τόμας Έλιοτ στο, με δομή θεατρικού έργου αλλά και ποιητικής μορφής, ‘Φονικό στην Εκκλησιά’..
Ο ποιητής, όντας απο-μυθοποιητικός, προσδίδει σημαίνοντα χαρακτηριστικά στο συμβάν της στόχευσης, της στόχευσης από την λέξη, εστιάζοντας στην «προβοσκίδα» και στο «κέρατο», στο «σκυλόδοντο» και στο «αλογονύχι». Με παιγνιώδη εμμένεια, η ποίηση συγκεντρώνει προϋποθέσεις συγκρότησης μίας, όχι απλά ‘τρομακτικής’ αλλά τρομερής ‘τοπολογίας’.
_____
[1] Βλέπε σχετικά, Κοντός Γιάννης, ‘Τα οστά’, Διαδικτυακό περιοδικό ‘Χρόνος’, Σειρά ‘Ποιήματα στον χρόνο’, Επιμέλεια: Λεοντζάκος Δημήτρης, https://chronos.fairead.net/poimata-details/kontos-osta.
[2] Βλέπε σχετικά, Κοντός Γιάννης, ‘Τα οστά..ό.π. Τα «σκοτωμένα ποιήματα» παράγουν ιδέες και ‘ενσαρκώσεις’.
[3] Βλέπε σχετικά, Γιάζρα, ‘Η πόλη’, Ποιητική Συλλογή, ‘Γκρόζνι’, Εκδόσεις Υποκείμενο, Αθήνα, 2016, σελ. 43. Η ποιητικότητα του Γιάζρα συνιστά ‘κτήμα’ της πόλης, εμπράγματη νοηματοδότηση της συγχρονικής κρισιακής συνθήκης του ‘κατέχειν’, ‘διασάλευσης’ της κοινωνιο-ιστορικής ‘τάξης’, εγκάρσιας διά-ρρηξης των ορίων επιτέλεσης μορφών θεμελιωτικής και αξιο-θεμελιωτικής βίας, διαλεκτικής ταξικότητας, εκεί όπου διευρύνονται οι όροι ύπαρξης μίας ‘αγγελολογίας’ με την μορφή ανθρώπινων υποκειμένων.
[4] Βλέπε σχετικά, Λεοντάρης Βύρων, ‘Μόνον δια της λύπης’, Εκδόσεις Έρασμος, Αθήνα, 2006, σελ. 10.
[5] Το μάτι του ανθρώπινου οργανισμού και της ανθρώπινης ανατομίας, το μάτι ως σημαίνον στοιχείο συγκρότησης- παράστασης και αναπαράστασης του ανθρώπινου πολιτισμού, ίδια και αντεστραμμένα, πλαισιώνει την καταστρεπτικότητα που έλαβε χώρα στο Μάτι της Αττικής τον περασμένο Ιούλιου: ένα πληθυντικό μάτι, ανθρώπινο και ‘τεχνολογικό’, προς το Μάτι της άρσης του βιωμένου.
[6] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Ενός λεπτού σιγή’, Ποιητική Συλλογή, ‘Νέοι στον Άδη’, Εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα, 2005, σελ. 13.
[7] Βλέπε σχετικά, Κάφκα Φραντς, ‘Γράμμα στον Πατέρα’, Μετάφραση: Καλαμαράς Φαίδων, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 1987, σελ. 29.
[8] Βλέπε σχετικά, ‘Έλιοτ Τόμας, ‘Φονικό στην Εκκλησιά’, Μετάφραση: Σεφέρης Γιώργος, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρεία, 1981, σελ. 83.
0 Σχόλια