Ένας καταξιωμένος γιατρός αποφασίζει μετά από αρκετά χρόνια να γυρίσει στο νησί του για να ξαναδεί τον τόπο του, να περπατήσει στους δρόμους των παιδικών του χρόνων και να βρει ένα απάγκιο λιμάνι. Στην πορεία όμως θα βρει έγγραφα και αντικείμενα που θα ζωντανέψουν την ιστορία των παππούδων του και θα φέρουν στο φως όλες τις πλευρές μιας σκληρής και δύσκολης ζωής που διακόπηκε απότομα με συνέπειες για όλους τους εμπλεκόμενους. Γιατί έφυγε ο παππούς από τον τόπο του; Πώς επέζησε η γιαγιά και πώς κατάφερε να μεγαλώσει τα παιδιά της; Ποιος είναι αθώος και ποιος ο πραγματικός ένοχος;
Η Αδαμαντίνη Κουμιώτου μας ταξιδεύει και πάλι στον τόπο της, την πανέμορφη Σάμο, αυτήν τη φορά με μια ιστορία γεμάτη γλυκόπικρα περιστατικά, λαογραφικά και κοινωνικά στοιχεία και σκοτεινά μυστικά. Ο καρδιοχειρουργός Νικόλαος Καραμάνος που μεγάλωσε μια δύσκολη, στερημένη παιδικότητα («η ζωή κυλούσε δύσκολα, στενεμένα, σαν τα ρούχα που περνούσαν απ’ το ένα παιδί στο άλλο…», σελ. 12), θυμάται με νοσταλγία τον τόπο του, τους γονείς και τους παππούδες του, τ’ αδέλφια του, τόσα χρόνια μακριά από την πατρίδα του. Η επιτυχημένη επιστημονική του πορεία, με φήμη και σημαντική προσφορά στον άνθρωπο, ολοκληρώθηκε και τώρα, νιώθοντας περισσότερο από ποτέ νοσταλγία για τον τόπο του, που του έλειπε και ό,τι έβλεπε με κάτι από τη ρίζα του το συνέκρινε, αποφασίζει να επιστρέψει έναν σκοτεινό και μουντό Οκτώβρη, μόνο και μόνο για να διαπιστώσει πόσες και πόσο μεγάλες υπήρξαν οι αλλαγές στον τόπο και στους ανθρώπους κατά το διάστημα της απουσίας του.
Ο νόστος του ξεκινάει με τον καλύτερο τρόπο, μιας και ο παιδικός του φίλος, Αλέκος και η γυναίκα του, η Πελαγία, τον υποδέχονται με χαρά και αγάπη, τον φροντίζουν και τον περιποιούνται. «-Είστε κι εσείς η πατρίδα για μένα», λέει χαρακτηριστικά ο Νικόλας και μαζί συζητούν για τα παλιά τρώγοντας, πίνοντας και ατενίζοντας το γαλάζιο της θάλασσας γύρω τους. Οι ιστορίες τους δίνουν αφορμή στη συγγραφέα να ξεδιπλώσει τραγικωμικά περιστατικά του νησιού, ανέκδοτα καθώς και λαογραφικά, πολιτιστικά και κοινωνικά στιγμιότυπα γεμάτα χιούμορ κι ενδιαφέρον. Λόγια, αναστεναγμοί, πικρά τραγούδια υποδέχονται τον γιατρό στα κλειστά κι ερειπωμένα σπίτια. Και να που σταδιακά αρχίζουμε να γνωρίζουμε τους παππούδες του Νικόλα, Πέτρο και Μαρκέλλα, οπότε πάμε ακόμη πιο πίσω, σε ακόμη πιο δύσκολες εποχές, λίγο πριν και λίγο μετά την καταστροφή της Σμύρνης, με σκληρό μεροκάματο, με δυσκολίες στα χωράφια, με στερημένη ζήση. Μέσα από επιστολές, φωτογραφίες, αντικείμενα, ξεδιπλώνεται μια ιστορία αρχικά ρόδινη, αισιόδοξη και γεμάτη ελπίδα, η οποία όμως σταδιακά σκοτεινιάζει, μιας και ο παππούς είχε πάρει την απόφαση να εγκαταλείψει την οικογένειά του, φορτώνοντας τους ώμους της γυναίκας του με απρόσμενα και δυσθεώρητα βάρη. Αυτό το θολό τοπίο προσπαθεί ο Νικόλας να ξεκαθαρίσει ώστε να καταλάβει ποιος έφταιξε για την επιλογή του παππού, ποιος έχει τη μεγαλύτερη ευθύνη και για ποιον πρέπει να αποκατασταθεί η αλήθεια. Νιώθει πως έχει να εκπληρώσει ένα ιερό χρέος και να απλώσει το σωστό φως για να γαληνέψει ο αιώνιος ύπνος των απόντων.
Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο με την οικεία, περίτεχνη και καλοδουλεμένη γραφή της Αδαμαντίνης Κουμιώτου, την τόσο οικεία από προηγούμενα έργα της. Μας χαρίζει άφθαστο λυρισμό, πλούσιο ρεαλισμό, πολλούς και ποικίλους χαρακτήρες που αναβιώνουν τις εκάστοτε εποχές που διαδραματίζεται η πλοκή. Με συγκίνησαν δυνατές και παραστατικές εικόνες σαν αυτή του μανταρίσματος που γινόταν κάθε βράδυ στα φτωχόσπιτα, όπου οι νοικοκυρές, παρά την κούραση της μέρας, έραβαν, μπάλωναν, φάρδαιναν, στένευαν, μάκραιναν, έκοβαν, συμπλήρωναν κουμπιά όχι τα ίδια αλλά ταιριαστά σε μέγεθος και παραπλήσια σε χρώμα, «Ποιος πρόσεχε τέτοιες λεπτομέρειες»; Η ιστορία ξετυλίγεται χαλαρά, απαλά, με έμφαση στα καλολογικά στοιχεία και στις περιγραφές ψυχών και τόπων, οπότε απολαμβάνουμε όμορφες λέξεις, δυνατές παρομοιώσεις, λιτούς διαλόγους και γνωρίζουμε σταδιακά τον τόπο και το παρελθόν του Νικόλα. Πηγαινοερχόμαστε στις ζωές των αδελφών της γιαγιάς του που ακολούθησαν εξίσου δύσκολες αλλά καλύτερες πορείες από της Μαρκέλλας, μαθαίνουμε και για τον τρόπο που κατάφερε να σπουδάσει ο ίδιος στο εξωτερικό, όλα μικρά κομμάτια ενός πλούσιου σε γεγονότα, ανθρώπους, νοοτροπίες υφαντού, όμως στιγμή δε χάθηκα ούτε κουράστηκα.
Ιστορίες ανθρώπων, περιπέτειες ζωών, αναμνήσεις από το παρελθόν που ψάχνουν ν’ ακουμπήσουν σ’ ένα καλύτερο παρόν, αυτά είναι το νέο μυθιστόρημα της Αδαμαντίνης Κουμιώτου, που, παρά τις δυσκολίες της ζωής που καταγράφει, τονίζει με αισιοδοξία πως «ο κόσμος υπάρχει για να διανύεται, για να διασχίζεται μ’ ένα κολύμπι διαρκείας», όπως λέει ο Γιώργος Βέης. Μπορεί να κολυμπάμε σε βαθιά, άπατα κι επικίνδυνα νερά, να κουραζόμαστε, να απογοητευόμαστε, υπάρχουν όμως φωτεινές στεριές κι απάνεμα λιμάνια που μας περιμένουν! Οι παππούδες, τα αδέλφια τους, τα παιδιά τους, μια στρατιά από ενδιαφέροντες χαρακτήρες αφήνουν το στίγμα τους στις σελίδες με διαρκή πρωθύστερα. Κάθε αντικείμενο, κάθε συζήτηση, κάθε ανάμνηση φέρνει μπροστά μας είτε κομμάτια της ζωής των παππούδων είτε αποσπάσματα της ζωής γειτόνων, φίλων και γνωστών, στοιχεία δηλαδή που συγκροτούν ένα πανέμορφο παζλ με ενδιαφέρουσες εξελίξεις, οι οποίες μας οδηγούν από σελίδα σε σελίδα σ’ ένα άκρως συγκινητικό και δίκαιο τέλος. Συντροφιά μας οι στίχοι των Τάκη Παπατσώνη, Ζήση Οικονόμου, Γιάννη Ρίτσου, Νίκου Σαραντάρη, Νικηφόρου Βρεττάκου και πολλών άλλων, οι οποίοι εμπλουτίζουν το κείμενο ενισχύοντας τις εικόνες που πηγάζουν από την καλή πένα της συγγραφέως, απόλυτα ταιριαστοί με την εκάστοτε περίσταση που εκείνη επιλέγει να τους τοποθετήσει. «Για μια απόφαση» λοιπόν πολλά μπορούν να γίνουν και ακόμη περισσότερα να έρθουν στο φως, αρκεί να την πάρουμε!
0 Σχόλια