Σού ‘ταξα να σου γράψω, εχθές,
όπως και κάθε άλλη μέρα.
Και, σου γράφω κι ας μην διαβάζεις τα λόγια μου, κι ας μην τ’ ακούς.
Κάθε μέρα.
Κι ας μην το βλέπεις.
Εξάλλου τα λόγια δεν ξεπηδάνε όταν τα θες εσύ, όσο κι αν τα βιάσεις.
Όταν είναι έτοιμα, φωλιάζουν στην άκρη των χειλιών σου
και παλεύουν να βγουν βασανισμένα.
Κι έχεις τη γλυκιά τυράννια να τα λεφτερώσεις, όπως θες εσύ,
μα δεν γίνεται.
Μα και φυλακισμένα, όταν είναι, δε σιωπούν.
Άραγε δεν τ’ ακούς;
Μην προκάμεις της στιγμής, μα ούτε να αργήσεις.
Εγώ σε περιμένω κάθε μέρα, σαν να μην έρχεσαι ποτέ.
Και κάθε που ’ρχεσαι
δειλιάζω.
Και κάθε που φεύγεις
λαχταρώ.
Και κάπως έτσι με προσπερνάει η ζωή,
με την αναμονή σου.
Μα κι εγώ ξοπίσω της δε μένω.
Καταπόδας την ακολουθώ
και της μουρμουράω.
Όπως μουρμουράς τα βράδια νυσταγμένη,
λίγο πιο δυνατά,
να μην νομίσει ότι κοιμάμαι.
Μην νομίζεις πως δεν ξέρω.
Κι ας ακουμπώ αμέριμνα το χέρι μου στο κεφάλι σου.
Κι αν με ρωτούσαν
πως λέγεται,
δεν ξέρω το όνομά του.
Μα ξέρω πως μυρωδιάζει, πως γεύεται και πως κοντοκοιτά,
όταν απομακρύνεσαι,
μα κι όταν επιστρέφεις.
Μα εσύ μ’ ακούς το ξέρω.
_
γράφει ο Δημήτριος Γκαρτσώνης
0 Σχόλια