«Εδώ, στο χώμα ρίζωσε μια στέρνα μονιά κρυφού νερού που θησαυρίζει. Σκεπή της βήματα ηχερά. Τ’ αστέρια δε σμίγουν την καρδιά της. Κάθε μέρα πληθαίνει, ανοιγοκλεί, δεν την αγγίζει»
Γιώργος Σεφέρης, ‘Η Στέρνα’
_
γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης
–
Το ποίημα ‘Τσουκνίδες’ του Ted Hughes, διαμέσου της ίδιας αναφοράς και παραπομπής στις Τσουκνίδες που φυτρώνουν και αναπτύσσονται στους αγρούς, νοηματοδοτεί τις εκφάνσεις της μαρτυρίας και της αμφιβολίας που ενσκήπτουν ωσάν ‘τσουκνίδα’, διεκδικώντας το μερίδιο τους στην και από την γλώσσα.
Κυριολεκτικά ως ‘ενοχλητικό εμπόδιο’ και μεταφορικά ως οικείος και ανοίκειος στοχασμός, η τσουκνίδα ‘συλλαμβάνεται’ στη διαλεκτική σύνθεση ποίησης και εικόνας ή, τιθέμενο με διαφορετικούς όρους, στη διάσταση της «εικονολογίας»[1] για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Μίλαν Κούντερα, εκεί όπου ο προσδιορισμός της «εικονολογίας» παράγει συμβολισμούς κρίσης, την ‘τσουκνίδα’ ως ‘πεδίο’ του ‘απέριττου’ που αξιώνει την εκ νέου ισορροπία του γίγνεσθαι, φέροντας όψεις αίσθησης του ανθρώπινου βιώματος, και, ανα-καλώντας την διαδικασία της ‘ορατότητας’ στο μέσον των θριάμβων του ανθρώπινου πνεύματος.
Η εικονολογία του ποιητή Ted Hughes δομείται από το περιβάλλον άνθησης της ασήμαντης τσουκνίδας για να αποδώσει τα μίκρο και τα μάκρο-συμβάντα της οριακής και μη αμφιβολίας, το εύρος της ‘αποκάλυψης’, τις εντάσεις των ανθρώπινων προθέσεων, λειτουργώντας διαφορικά: από την δεσπόζουσα αρχή στην εμμένεια του αίματος, από την αίσθηση της απειλής στη σπείρα των εκρήξεων, στην ‘γέννηση’ και στην ‘αναγέννηση’, στη διεκδίκηση της γης.
«Ενάντια στις λαστιχένιες γλώσσες αγελάδων και τα χέρια αντρών με το σκεπάρνι Τσουκνίδες κεντούν τον καλοκαιρινό αέρα Και ανοίγουνε με κρότο γαλαζόμαυρης πίεσης. Καθεμιά τους μια εκδικητική έκρηξη Ανάστασης, μια σφιχτή γροθιά Από όπλα σκλήθρες κι Ισλανδικό παγετό που ωθεί Ο υπόγειος λεκές ενός σάπιου Βίκινγκα. Είναι σαν τα ωχρά μαλλιά και τους λαρυγγισμούς των διαλέκτων. Καθεμιά τους καταφέρνει κι ένα λοφίο αίμα. Μετά γκριζάρουνε σαν άντρες. Κομμένες, αρχίζει διαμάχη. Οι γιοι τους ξεμυτάν Σκληροί στα όπλα, πάλι στη μάχη για το ίδιο έδαφος».[2]
‘Σπείρες’ μίκρο-ποιημάτων συγκροτούνται και αναπτύσσονται εντός της λιτής ”εικονολογίας’ που όμως πάλλεται από εκθέσεις, ‘ενσαρκωμένη’ σε μία και σε επάλληλες και πολλές ‘τσουκνίδες’ που δεν ζητούν παρά την εκτατική μνήμη, την φυσικότητα ενός γίγνεσθαι που σπαράσσεται από προσωπικές και συλλογικές προβολές, από αντιθέσεις και αντινομίες αναδημιουργίας, προσλαμβάνοντας παράλληλα τα χαρακτηριστικά ‘αποκαλύπτουσας’ γλώσσας.
Μίας γλώσσας που γεννάται στο περιθώριο, στις σημάνσεις της πόλης που αναμετράται διαρκώς με το παρελθόν της, στο περιβάλλον όπου η ίδια η ποιητική γλώσσα δύναται να συναντήσει την απορητική της πολλαπλότητα: ποίηση της ‘τσουκνίδας’ ή για τις ‘τσουκνίδες’ αυτού του γίγνεσθαι; Ποίηση γρίφος ή ποίηση χρησμός; Με ποιους όρους η γλώσσα-‘τσουκνίδα’ ασκείται δυναμικά; Τροχιοδεικτικά;
Το ποιητικό πράττειν του Ted Hughes, σύντομο αλλά περιεκτικό, περιλαμβάνει τις συνδηλώσεις μίας τελετουργίας που δεν εκδηλώνεται παρά εντός και γύρω από τον ‘βιό-κοσμο’ της ‘τσουκνίδας’, καθίσταται διαρκές παίγνιο με τις δυνατότητες της γλώσσας και της διαρρηγνυόμενης εικόνας, προκαλώντας, ως ποιητική ‘τσουκνίδα’, ως ποιητική ‘σύλληψη’ των αντιφάσεων, τα συμβατικά ‘καθεστώτα’ αναγνωρίσεων, σημαίνοντας τις ίδιες διεργασίες και της ‘κενώσεις’ μίας ‘τσουκνίδας’ ή των ‘τσουκνίδων’ που φυτρώνουν παντού.
Στην οριακότητα και μη, στις εκφάνσεις του εξουσιαστικού ‘φετιχισμού’, εκεί όπου «καθεμιά τους καταφέρνει κι ένα λοφίο αίμα», αναφέροντας «μια εκδικητική έκρηξη Ανάστασης, μια σφιχτή γροθιά». Ανισοβαρώς και αντιθετικά, η μη εναρμονισμένη με τον ιδεότυπο της ομορφιάς τσουκνίδα, η επώδυνη επαφή μαζί της, δύναται να λειτουργήσει ως «εκδικητική έκρηξη Ανάστασης» που προσδοκά και υπόσχεται, όχι τελεολογικά αλλά με όρους διαθετικής κοινωνικότητας· μίας ανθρωπινότητας του δημιουργικά ανατρεπτικού.
Η ‘τσουκνίδα’ αναπτύσσεται και υποκρύπτει το αόρατο, ιχνηλατεί έρωτες της μίας επαφής και της μίας νυχτωδίας, εντασσόμενη στη γνωσιοθεωρία μίας ποίησης που ενέχει δυναμικές μεταμορφισμού, την «γροθιά» και την γλώσσα άνοιγμα κόσμου, την ίδια την ψυχοφθόρο διαδικασία του φυσικού τέλους.
Αναπτυσσόμενη η ‘τσουκνίδα’ επιφέρει την γενεαλογία των αιματηρών ανθρώπινων σχέσεων ως σημαίνον πλαίσιο σε μία ‘terra cognita’. Η ‘αποκάλυψη’ και η «Ανάσταση» λειτουργούν προτρεπτικά, αναπαρίστανται σε μία ‘τσουκνίδα’ που διεκδικεί την γη, την γέννηση’ επί της γης.
Ο ποιητικός λόγος αναπτύσσεται συμμετρικά, προσιδιάζει προς τις μορφές του εικονοκλαστικού συμβολισμού, την στιγμή όπου λαμβάνει χώρα ένας «ιδεώδης συγκερασμός» όπως αναφέρει ο Κώστας Κουτσουρέλης στην ανάλυση του για την ποιητική συλλογή του Γερμανού ποιητή Jan Wagner με τίτλο ‘Το σπουργίτι του Γκέρικε και άλλα ποιήματα’: «μια ραχοκοκαλιά στιβαρή τόσο ώστε να συγκρατεί το ποίημα από τη διάχυση αλλά και αρκούντως ευλύγιστη ώστε να μην το αποστεώνει».[3]
Διαμέσου της ‘τσουκνίδας’ περιδιαβαίνει σε ιστορίες που επιτελέστηκαν, ‘προδίδει’ το περιεχόμενο της αμφίεσης εμβαθύνοντας στις ‘τσουκνίδες’ ως θεματική ανάπτυξης και ενός γίγνεσθαι σε παροιμιώδη οργή: μαρτύριο και αίμα, αμφιβολία και πρόκληση, δυνητική «Ανάσταση» του σώματος η ‘τσουκνίδα’ της ψυχρής και μη γης που δια-κρατεί τις πτυχώσεις του φορτικού, μη-ανήκοντας παρά στην ίδια την γλώσσα, στην πρόκληση ως διαρκές ‘είναι’, ως wort το οποίο ανελίσσεται στις κορυφές αλλά και στα επάλληλα περιθώρια..
Ένας βιό-κοσμος δύναται να αποκαλυφθεί, η ‘ροή΄ των λέξεων και η αίσθηση της ανέλιξης, της πανσπερμίας των ιδεών και των πρακτικών. «Η λεπτουργός μηχανική του σμήνους μες στο καύκαλο, σφιχτοπλεγμένα τα χρυσά γρανάζια των μελισσών»[4], γράφει ο Jan Wagner. Και η ‘τσουκνίδα’ του Ted Hughes, μία ‘καθέλκυση’ από το διά-κενο, φόβος και παράλληλα δυνητικότητα ‘εκρήξεων’, με τους στίχους του τραγικού ποιητή του Αισχύλου να απο-καλύπτονται: «Ποθεί ο καθάριος ουρανός στη γη να διεισδύσει πόθος κυριεύει και τη γη σε γάμου κλίνει να βρεθεί».[5]
Από την ‘τσουκνίδα’, την ελάσσονα ‘τσουκνίδα’ το ίδιον, η αδημονία του «υπόγειου λεκέ ενός σάπιου Βίκινγκα». ο φανερός «λαρυγγισμός των διαλέκτων»[6], της γλώσσας ως προκαλύμματος καπνού..
Η οντολογία του ποιήματος, συνιστά οντολογία του ‘ενοχλητικού’ το οποίο πραγματώνεται στην αίσθηση: όλοι παρατηρούν την ‘τσουκνίδα’, το άγος και τον αχθοφόρο.. Και όπως τονίζει ποιητικά δοσμένα η Αρετή Γκανίδου: «Ο αέρας μύριζε ρίγανη και λεβάντα, τα μελισάκια προσπερνούσαν τις καυτές πέτρες της άσπρης παραλίας κι ανέβαιναν, ολοένα ανέβαιναν, σαν τη λαχτάρα μου να ζήσω στις αγέννητες λέξεις διαβάζοντας το δέρμα που γλυκαίνεται στο χρόνο, πιο πέρα απ’ αμαρτία κι αγιοσύνη. Μεθόρια».[7]
Στο πέραν του ορατού ορίου.. Με μία ‘τσουκνίδα’ που συμπυκνώνει και συμπυκνώνεται «Από όπλα σκλήθρες κι Ισλανδικό παγετό που ωθεί». Ακόμη και αδιαμαρτύρητα.
Η περιώνυμη «Ανάσταση» υποκρύπτει μη-υπολογισμένα σώματα, διαρκείς ανισομέρειες. Στην ‘τσουκνίδα’[8] όχι απλά το ‘γιατί’ αλλά η ‘γέννηση’ του χρόνου, το πλαίσιο της στιγμής που διαρκεί πριν την διάρκεια.
Η ποίηση του Ted Hughes επανεπινοεί τους όρους έκθεσης του ελάσσονος, προτάσσοντας τον ρόλο του ποιητή που δύναται να ‘συλλάβει’ την αγωνία του καιρού του, την ‘τσουκνίδα’ ως ‘πρόνοια’, εκφράζοντας συνάμα ρυθμικές συνηχήσεις λέξεων και διεργασίες ‘κατασκευής’: η ‘τσουκνίδα’ ενώπιον της ‘εξορίας’ της.
«Μα ποιος ποιητής· θυμάσαι ποιος ποιητής δοκίμασε τη χαλύβδινη βελόνα στις ραφές τ’ ανθρώπινου κρανίου;»,[9] τονίζει ο Γιώργος Σεφέρης, επώδυνα συναρθρώνοντας τον επώδυνο συναισθηματισμό με την ανθρώπινη αρχή της ανοιχτότητας. Και η «βελόνα» δύναται να μετονομαστεί σε ‘τσουκνίδα’ που διαισθάνεται τον κίνδυνο και τους κινδύνους.
_____
[1] Αναφέρεται στο: Ρήγος Άλκης & Τσουκαλάς Κωνσταντίνος, (επιμ.), ‘Προλογικό σημείωμα’, στο: Ρήγος Άλκης & Τσουκαλάς Κωνσταντίνος, (επιμ.), ‘Η πολιτική σήμερα. Ο Νίκος Πουλαντζάς και η επικαιρότητα του έργου του’, Εκδόσεις Θεμέλιο/Ελληνική Εταιρεία Πολιτικής Επιστήμης, Αθήνα, 2001, σελ. 17. Η Κουντερική «εικονολογία» εστιάζει στους όρους ανάδυσης και διάχυσης της τηλεοπτικής συμβατικότητας.
[2] Βλέπε σχετικά, Hughes Ted, ‘Tσουκνίδες’, Περιοδικό ‘Χρόνος’, Σειρά: ‘Ποιήματα στον χρόνο’, Επιμέλεια: Λεοντζάκος Δημήτρης, Μετάφραση Ποιήματος: Χαλδέζος Γιώργος, https://chronos.fairead.net/poimata-details/hughes-tsouknides.
[3] Βλέπε σχετικά, Wagner Jan, ‘To Σπουργίτι του Γκέρικε και άλλα ποιήματα’, Μετάφραση-Σημειώσεις-Επίμετρο: Κουτσουρέλης Κώστας, Εκδόσεις Κίχλη, Αθήνα, 2018, σελ. 81.
[4] Βλέπε σχετικά, Wagner Jan, ‘ιστορίαι: ονήσιλος…ό.π., σελ. 39.
[5] Αναφέρεται στο: Μιχαήλ Σάββας, ‘Όταν ο λαός θέλει να ζήσει.. Δημοκρατία και Αριστερά’, στο: Μιχαήλ Σάββας, (επιμ.), ‘Η Φρίκη μιας παρωδίας. Τρεις ομιλίες για τη «Χρυσή Αυγή», Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2013, σελ. 59.
[6] Των πληθυντικών διαλέκτων μίας ποίησης που αναπαράγει κορυφώσεις, υπόγειες και φανερές.
[7] Βλέπε σχετικά, Γκανίδου Αρετή, ‘Καλόγερος’, Ποιητική συλλογή ‘Το Ορυκτό Φως’, Εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα, 2011, σελ. 10.
[8] Η και οι ‘τσουκνίδες’ συγκροτούν την πληθυντικότητα του ετερώνυμου πλήθους, της πληθυντικότητας της διεκδίκησης του ‘ιερού’.
[9] Βλέπε σχετικά, Σεφέρης Γιώργος, ‘Τρίτη’, ‘Σημειώσεις για μια «εβδομάδα», ‘Ποιήματα’, Δέκατη Πέμπτη Έκδοση, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρεία, Αθήνα, 1985, σελ. 126.
0 Σχόλια