Γλαυκή παραμυθία

Δημοσίευση: 13.03.2015

Ετικέτες

Κατηγορία

Το καλοκαίρι άρχιζε νωρίς, όταν ήμαστε παιδιά, σχεδόν από τη στιγμή που μεγάλωναν οι μέρες. Η νύχτα που ερχόταν όλο και πιο αργά, μας έδινε τη χαρά να παίζουμε ώρες πολλές στη γειτονιά και να ξεφωνίζουμε ατελείωτα. Επίσημα όμως το υποδεχόμασταν όταν έκλειναν τα σχολεία. Νωρίς το απόγευμα ξεκινούσαμε με τα πεντόβολα, συνεχίζαμε με κεραμιδάκια και αγώνες δρόμου και για το τέλος αφήναμε την αμπάριζα και το κρυφτό με τενεκάκι. Τα μεγαλύτερα αγόρια αντί για κρυφτό προτιμούσαν τη μακριά γαϊδούρα που για μας τους μικρότερους ήταν απαγορευμένη, για να μη σπάσουμε τη μέση μας.

Ήταν Ιούνιος του 1974 όταν στη γειτονιά μας ήρθε o εγγονός της κυρα – Λένης , που έμενε χρόνια δίπλα μας με την κόρη της την Ευγενία , ο Γλαύκος από την Κερύνεια της Κύπρου. Είχε τελειώσει και κείνος όπως κι εγώ την Τρίτη Δημοτικού, συνότζιαιρος* με σένα, έλεγε η γιαγιά του. Ήταν ένα λιγνό, μελαχρινό παιδί, με σγουρά, πυκνά μαλλιά, μαύρα αεικίνητα μάτια, που με πλησίασε δειλά για να γίνουμε φίλοι.

«Ξέρεις πεντόβολα; τον ρώτησα μετά τις συστάσεις της γιαγιάς του, δείχνοντας του τα πέντε άσπρα πετραδάκια που κρατούσα στο χέρι μου.»

«Ξέρω πως…» απάντησε διστακτικά κι από εκείνη τη στιγμή γίναμε φίλοι. Κατάλαβα πως δεν ήξερε και ντράπηκε να το πει έτσι όπως τον κοιτούσαμε όλοι ερευνητικά. Όσο θάρρος κι αν είχε το ’χασε κάτω από τόσα αγορίστικα βλέμματα που σταμάτησαν το παιχνίδι για χάρη του.

Ο Γλαύκος έμαθε πεντόβολα και μάλιστα τόσο καλά που οι υπόλοιποι μάλωναν μεταξύ τους για να τον έχουν στην ομάδα τους. «Ο Αρρής είναι τυχερός ,» φώναζε απ’ το παράθυρο η γιαγιά του, μη τυχόν τον αποδιώχναμε επειδή ήταν καινούριος στη γειτονιά. «Γιατί σε λέει Αρρή η γιαγιά σου;» τον ρώτησα ένα απόγευμα που πήγα να τον πάρω απ ’ το σπίτι του για να πάμε για μπάλα.

«Είναι το χαϊδευτικό μου» , απάντησε χωρίς πολλά λόγια και συνεχίσαμε το δρόμο μας, μιλώντας για τις ομάδες που θα κάναμε στο γήπεδο.

Η παρέα μας, έδεσε με τον καιρό και γίναμε αχώριστοι. Ο Ιούλιος ήρθε με ζέστη και υγρασία αλλά το μαρμάρινο πεζούλι που μαζευόμαστε τ’ απογεύματα, κρατούσε λίγη δροσιά και στα ιδρωμένα δάχτυλά μας κυλούσαν πιο εύκολα τα πέντε στρογγυλά βότσαλα, που μας έφερε για να μας κάνει έκπληξη η Ευγενία, από κάποια κοντινή παραλία.

Γυρίζαμε με το παγωτό στο χέρι εκείνο το πρωί, πηγαίνοντας να κυλιστούμε στο πεζούλι με τη βανίλια στο χέρι και να παραβγούμε, ποιος θα καταφέρει να την τελειώσει τελευταίος, χωρίς να στάξει στα χέρια του, όταν ακούσαμε τα ραδιόφωνα να παίζουν εμβατήρια και τον εθνικό μας ύμνο. Λίγα λεπτά πριν ο Γλαύκος μου μιλούσε για το σπίτι του στην Κερύνεια, δίπλα στη θάλασσα, κάτω από το βουνό του Πενταδάχτυλου. Για το ξωκλήσι της Παναγιάς της Γλυκιώτισσας που το ’χτισε ένας πρωτομάστορας, κουβαλώντας κάθε βράδυ μετά τον κάματο της μέρας κι από μια πέτρα. Μου εξιστορούσε ακόμη για την ανακάλυψη του αρχαίου καραβιού της Κερύνειας με τους αμφορείς, που βρέθηκε τη μέρα που γεννήθηκε. Ήταν 20 Νοεμβρίου του 1965, όταν ένας δύτης, ο Αντρέας Καριόλου, που οι Κερυνειώτες φώναζαν χαϊδευτικά «Αρρή», έφερε στο φως πλήθος αρχαίων θησαυρών. «Μα… Αρρή σε φωνάζει η γιαγιά σου,» του είπα και η απάντηση ήρθε αβίαστα: « Αφού γεννήθηκα τη μέρα εκείνη με το καράβι», μου είπε γελώντας δυνατά.

«Να μεγαλώσουμε λίγο, να σ’ αφήνουν οι δικοί σου και θα έρθεις καλοκαίρι στην Κερύνεια. Θα πηγαίνουμε για μπάνιο στο Καραβοστάσι με τα πράσινα νερά», έλεγε καθώς ανοίγαμε το ψυγείο στο μαγαζάκι της γειτονιάς, για να διαλέξουμε παγωτό ξυλάκι. «Να πούμε σε τρία χρόνια που θα πάμε στο γυμνάσιο;» «Να το πούμε…» και κλείσαμε ο ένας στον άλλο το μάτι για να σιγουρέψουμε τη συμφωνία. Ήταν πολύ χαρούμενος εκείνη την ημέρα ο φίλος μου, γιατί η θεία του η Ευγενία, η Φκενού,* όπως την έλεγε, του είχε δώσει χαρτζιλίκι και το απόγευμα θα παίρναμε και δεύτερο παγωτό κερασμένο από εκείνη.

Στρίβαμε στο στενό για να βρεθούμε με τους υπόλοιπους της παρέας και βρήκαμε τη γειτονιά ανάστατη. Πολλοί έτρεχαν αλαφιασμένοι στο διπλανό παντοπωλείο, κουβαλώντας τρόφιμα με βλέμμα τρομαγμένο , πανικός και σούσουρο, λόγια σκόρπια, λέξεις σε μας πρωτάκουστες –πραξικόπημα , Αττίλας- και δύο τόσο κοφτερές σαν κομμάτι από γυαλί που σπάει… Κύπρος, πόλεμος…

Η κυρα- Λένη στην εξώπορτα, με μάτια δακρυσμένα, μόλις μας είδε έτρεξε κοντά μας και πήρε το Γλαύκο από το χέρι τραβώντας τον, χωρίς να πει κουβέντα. Του χάιδεψε στοργικά τα μαλλιά, κλείνοντας απότομα την πόρτα πίσω της. Σαστισμένος απόμεινα να κοιτάζω στην αυλή, όταν μια φιγούρα γυναικεία, πέρασε σαν αστραπή μπροστά μου φωνάζοντας: «μάναα, Γλαύκοο». Ήταν η Ευγενία, η Φκενού, που το πρωί έτρεχε να προλάβει βιαστικά, το λεωφορείο για τη δουλειά της.

Το καλοκαίρι άλλαξε χρώμα εκείνο το πρωί του Ιουλίου και μαζί του άλλαξε κι ο Γλαύκος. Ήταν σκεφτικός, λυπημένος και δεν έβγαινε έξω τα πρωινά. Θαρρείς πως σ’ ένα απόγευμα έχασε την ξενοιασιά και την παιδικότητά του. Το βλέμμα του σκοτείνιασε, έμοιαζε ξαφνικά μεγάλος. Προτιμούσε ν’ ακούει ραδιόφωνο και να τρέχει με τη γιαγιά του δίπλα στο μπακάλικο, κάθε φορά που τη φώναζαν στο τηλέφωνο. Εγώ το πήρα προσωπικά και στεναχωρήθηκα που ο φίλος μου με απέφευγε. Έτσι νόμιζα μιας και αδυνατούσα να καταλάβω την αγωνία του, ως τη στιγμή που άκουσα πως η μητέρα του έψαχνε τρόπο να έρθει στην Ελλάδα κι ο πατέρας του είχε χαρακτηρισθεί αγνοούμενος.

Ο Σεπτέμβρης ήρθε πιο νωρίς, σα να ανταποκρίθηκε σε ένα αόρατο κάλεσμα, με την ελπίδα να δώσει λύση στα γεγονότα που μας συντάραξαν. Τα σχολεία ξεκίνησαν και με το Γλαύκο βρεθήκαμε όχι μόνο στην ίδια τάξη, αλλά και στο ίδιο θρανίο, μετά από επιθυμία και της γιαγιάς του για να τον βοηθήσει στην προσαρμογή.

Η δασκάλα μας, με έκδηλη αμηχανία, τον σύστησε στα υπόλοιπα παιδιά λέγοντας πως είναι από τη «μαρτυρική μας μεγαλόνησο την Κύπρο, που δοκιμάζεται αυτό τον καιρό». Ο Γλαύκος κατέβασε το κεφάλι κι έγειρε τους ώμους, σαν να σήκωνε εκείνη τη στιγμή το βάρος ολόκληρου του νησιού, στις παιδικές του πλάτες.

Η μητέρα του κατάφερε να έρθει τον επόμενο μήνα και η κυρα- Λένη μη μπορώντας να κρύψει τη χαρά της, έφτιαξε σιουσιούκο*, ένα κυπριακό γλυκό από αμύγδαλα βουτηγμένα σε μουσταλευριά ζεστή που πήζει και γίνεται σαν σουτζούκι, για το καλωσόρισμα. Ο πατέρας του άφαντος…

Τα παιχνίδια λιγόστεψαν στη γειτονιά , οι μέρες μίκρυναν, τα παιδιά με τα μαθήματα και οι μεγάλοι με τις έννοιες τους, ανταμώσαμε το φθινόπωρο.

Τα πέντε βότσαλα της Φκενούς, μπήκαν σ’ ένα γυάλινο βάζο και στόλισαν το μικρό τραπεζάκι που είχα για γραφείο, δίπλα στα βιβλία μου. Από τότε μέχρι σήμερα έχω δεκάδες βαζάκια με βότσαλα από τις παραλίες που επισκέπτομαι τα καλοκαίρια. Διάφορα χρώματα και μεγέθη, τοποθετημένα στη σειρά, πάντα πέντε στον αριθμό.

Τα χρόνια πέρασαν και η ζωή, μας έβαλε στα δικά της μονοπάτια. Δεν χαθήκαμε όμως μεταξύ μας, όσα γεγονότα κι αν μεσολάβησαν. Αντίθετα επικοινωνούσαμε τακτικά με αλληλογραφία και σπανιότερα με το τηλέφωνο.

Το πρώτο γράμμα που έστειλα στο Γλαύκο, είχε μέσα και μια φωτογραφία με πέντε βότσαλα ολόλευκα και τη σημείωση: «πεντόβολα από την παραλία του Μύρτου στην Κεφαλονιά». Η αφιέρωση έγραφε: «Ο πελλός* σου φίλος, Αντρέας».

Η απάντηση, μετά από καιρό, ήρθε με μια φωτογραφία επίσης, από το Μαραντί, μια περιοχή στο Νίγηρα, με υποσιτισμένα παιδιά, όπου ο Γλαύκος με την άσπρη του ποδιά, πρόσφερε βοήθεια στης γης τους λαβωμένους. Η επόμενη ήταν από την Ουγκάντα, μέσα σ’ ένα καταυλισμό όπου ξυπόλητα παιδιά και εξαντλημένοι άντρες και γυναίκες μαστίζονταν από ελονοσία και λοιμώξεις. Ετούτη έγραφε στο πίσω μέρος της: «Περισσότερο πρόσφυγας κι άλλο τόσο πελλός, ο φίλος σου, Αρρής».

Ακολούθησαν κι άλλες πολλές από τη Ζάμπια, το Κονγκό, την Αιθιοπία, την Παλαιστίνη. Η διαδρομή της φιλίας και της ζωής μας μέσα από αναμνήσεις , φωτογραφίες και ερωτήσεις που δεν έγιναν, ίσως γιατί οι απαντήσεις θα ήταν οδυνηρές και για τους δυο μας. Η πληγή της προσφυγιάς ποτέ δε γιατρεύτηκε στην ψυχή του. Σε κάθε παιδί που υποφέρει, βλέπει τον εαυτό του και γυρίζει τον κόσμο όλο για καλύψει τις πληγές με χαμόγελα. Μα είναι ατελείωτες…

Το ταξίδι στην Κερύνεια έμεινε εικόνα δίχως χρώματα, τα πράσινα νερά στο Καραβοστάσι δεν μας δρόσισαν και τ’ άσπρα του βότσαλα δε ζέσταναν τα χέρια μας. Μια ελπίδα αμυδρή στη ματιά του, αναζητά διέξοδο σε κάθε σπιθαμή χώματος που το ποτίζει ανθρώπινη ανάγκη. Αναζητά την πατρίδα του, το σπίτι του, τις γωνιές της γειτονιάς του. Μα το ξένο χώμα είναι τόσο διψασμένο, τόσο αχόρταγο κι ο κουρνιαχτός του σαρώνει και σκορπά ό,τι βρεθεί στο πέρασμά του. Μέσα στη σκόνη του παρέσυρε μνήμες, μυρωδιές, πρόσωπα, συναισθήματα, χαρές, ζωές που έμειναν μισές κι άλλες που έσβησαν.

Κανείς δε γύρισε στην Κερύνεια, ούτε και στα όνειρά του. Η προσπάθεια να ενωθούν τα κομμάτια της και να τη ζωντανέψουν, έστω για λίγο, προκαλούσε τόσο πόνο, που έκανε την πραγματικότητα να μοιάζει με χάδι. «Πικρό νερό θα βγάζει το πηγάδι μας,» μονολογούσε η γιαγιά του,ως την τελευταία της στιγμή, όταν η νοσταλγία θάμπωνε τα μάτια της. «Πικρό νερό κι η δίψα τους να μη σβήνει, όπως δεν έσβησε η δική μας», σκόρπιζε λόγια στον αέρα πιστεύοντας πως θα φτάσουν ως τη μικρή της αυλή, στο νησί της.

Ποτέ δε μίλησα στο φίλο μου για όλα αυτά. Οι κουβέντες μας περιστρέφονταν γύρω από τους καινούριους τόπους που γνώριζε, τις συνήθειες, τον πολιτισμό τους και κανένας από τους δύο δε γύριζε στα περασμένα. Ήταν μια συμφωνία μυστική ανάμεσά μας ,που δίχως να τη σφραγίσουμε με λόγια είχαμε σιωπηρά δεχτεί.

Ξέρω πως, αν του ζητούσα να μου πει, θα μου απαντούσε μ’ εκείνο το βλέμμα του Ιούνη, τότε που ήμαστε παιδιά, πως γι’ αυτόν είναι παρηγοριά όλο ετούτο το ταξίδι, στου κόσμου τις ματωμένες γωνιές. «Η φωτεινή μου παρηγοριά φίλε μου», θα έλεγε χωρίς δισταγμό. Αν είχα τη δύναμη να του δείξω τα άδεια μου χέρια, αν μπορούσα να νικήσω τον κόμπο που μ’ έπνιγε στο λαιμό, θα του έκανα την ίδια ερώτηση, μολονότι οι λέξεις της παιδικής μας στιχομυθίας, τώρα είχαν αποκτήσει διαφορετικό νόημα.

«Ξέρεις πεντόβολα;» «Ξέρω… πως.»

 

_

γράφει η Μαριάνθη Πλειώνη

 

_____

Γλαυκή παραμυθία: φωτεινή παρηγοριά.

Συνότζιαιρος: συνομήλικος.

Σουσιούκος: παραδοσιακό κυπριακό γλυκό.

Πελλός: τρελός.

Φκενού: Ευγενία.

Ακολουθήστε μας

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 21 – 22 Σεπτεμβρίου 2024

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 21 – 22 Σεπτεμβρίου 2024

Real News https://youtu.be/54mxkU8Q23AΚαθημερινή Πρώτο Θέμα Το Βήμα της Κυριακής Δώστε μας το email σας και κάθε Παρασκευήθα έχετε στα εισερχόμενά σας τις προσφορές των εφημερίδων (Δεν στέλνουμε ανεπιθύμητη αλληλογραφία ενώ μπορείτε να...

Φωτιά

Φωτιά

Μη με κρατάς! Θέλω να πάω κοντά. Τυφλώνομαι απ’ την ομορφιά της. Πρέπει να την αγγίξω κι ας γίνω ανάμνηση στη δίνη της. Είναι η σωτηρία μου. Η αρχή και το τέλος των πάντων.Καρδιά από πέτρα, χέρια και πόδια φτιαγμένα από χαλάζι. Τί να σου κάνουνε κι αυτά;...

Φωτιά

Έως το τίποτα

Σκιάχτρα μορφές Έρχονται και ταράζουν τα όνειρά μου Η διέξοδος μέσα μου Ομίχλη απέραντη   Ταξίδια ανείπωτα Ανατριχιάζουν στο βλέμμα μου Ψιλά γράμματα οι λέξεις Στη συμφωνία θανάτου   Σιωπή απόλυτη Συμπαραστάτης στο πλάι μου Και βήματα μετρημένα...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Επιμέλεια άρθρου

Διαβάστε κι αυτά

Φωτιά

Έως το τίποτα

Σκιάχτρα μορφές Έρχονται και ταράζουν τα όνειρά μου Η διέξοδος μέσα μου Ομίχλη απέραντη   Ταξίδια ανείπωτα Ανατριχιάζουν στο βλέμμα μου Ψιλά γράμματα οι λέξεις Στη συμφωνία θανάτου   Σιωπή απόλυτη Συμπαραστάτης στο πλάι μου Και βήματα μετρημένα...

Όνειρα γραμμένα σε δίσκους

Όνειρα γραμμένα σε δίσκους

Τα θυμάμαι εκείνα τα τραγούδιαόνειρα καλοκαιρινά, αγκαλιές κάτω από τ' άστρα.Θυμάμαι την μελωδία, το στίχο, τον ρυθμόθυμάμαι, θυμάμαι την ζεστασιά και το σ' αγαπώ. Να τ' οι δίσκοι, να και τα όνειρα μαςκάθε μελωδία ξεχωριστή, όπως και κάθε μέραμια μελωδία...

Η ελιά

Η ελιά

           Μεγάλη παρηγοριά φίλε μου το γράψιμο. Σου κρατάει απίστευτη συντροφιά. Έτσι και γράψεις στο χαρτί - ή όπου αλλού δεν έχει σημασία- αυτά που σου βαραίνουν το μυαλό και την καρδιά, πάει περίπατο η όποια μοναξιά σου. Αν δε παράλληλα, τα όσα σου...

3 σχόλια

3 Σχόλια

  1. Άννα Ρουμελιώτη

    Δεν έχω λόγια!!!!Με συγκινήσατε!!!!

    Απάντηση
  2. Μάχη Τζουγανάκη

    ο,τι και να πω θα είναι λίγο…
    πραγματικά μπράβο!!!

    Απάντηση
  3. Νικολέτα

    Εξαιρετική ιστορία από πολλές απόψεις!!!! Συγχαρητήρια!!

    Απάντηση

Υποβολή σχολίου