Δάκρυσε η μέρα σήμερα και έτρεξε τα ρούχα της να αλλάξει
και σκόνταψε στα σύννεφα, σταγόνες δοκιμάζει
γλυκό κρασί στα χείλι της, τη γλώσσα της μουδιάζει
ανάσα από αρώματα, στις χούφτες της αρπάζει.
Μες το μεθύσι η πνοή,τα φύλλα ψιθυρίζουν
τραγούδι με τον άνεμο, σύννεφα πλημμυρίζουν
με χρώματα στολίζεται, η ίριδα προβάλλει
στην αγκαλιά του ορίζοντα, πολύτιμο πετράδι.
Αμπέλια που τρυγήσανε, κι ευωδιές σκορπούνε
ο άνεμος ζαλίστηκε, σπουργίτια καρτερούνε
ψιθύρισμα μελωδικό. Tο χώμα ανασαίνει
τρέχει ποτάμι το νερό, η γη το περιμένει.
Ξεδίψασε τα σπλάχνα της, πότισε τα σπαρτά της
και τον μανδύα έριξε, να δώσει τη σοδειά της.
Τη φορεσιά της έχασε, στη γύμνια περπατάει
μα είναι καυτή η ανάσα της και νιώθει πως διψάει.
Στάζει το αίμα κόκκινο, πριν η ψυχή της σβήσει
μες την ομίχλη χάνεται, το πρόσωπο να κρύψει.
Κύματα που ορφάνεψαν, μες του γιαλού το δείλι
έσκυψαν δέντρα λύγισαν, στου ανέμου το μαντήλι.
Σταμάτησε το δάκρυ της κι ο ήλιος καλεσμένος
φως δυνατό στα στήθη της, δεν νιώθει προδομένος.
“Αχ ουρανέ στο κάλεσμα, πριν κλάψεις να μου δώσεις
μια αγκαλιά κι ένα φιλί, τον πόνο μου να διώξεις”.
Φύση γλυκιά γονάτισε, στης γης το προσκεφάλι
και την πνοή της άφησε, να γεννηθεί και πάλι.
“Φύση γλυκιά γονάτισε, στης γης το προσκεφάλι
και την πνοή της άφησε, να γεννηθεί και πάλι.”
Λυρικό και όμορφο!