Η Άννα είναι 25 χρονών. Απόφοιτη του τμήματος Ψυχολογίας, ζει πλέον μόνιμα στην Αθήνα. Δουλεύει από δω κι από κει σε δουλειές που δεν τη γεμίζουν, απλά για να εξασφαλίζει τα απαραίτητα. Βάζει και στην άκρη κάποια χρήματα, έτσι για να υπάρχουν, χωρίς συγκεκριμένο σκοπό. Το ενδεχόμενο να γυρίσει στο χωριό της δεν υπάρχει καν γι’ αυτή. Έκανε αγώνα να φύγει από κει. Όχι ότι δεν έχει καλές αναμνήσεις, αλλά να που αυτές περιορίζονται στη στιγμή της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων των πανελληνίων. Ο πατέρας της ανεπαρκής, απών από τότε που θυμάται τον εαυτό της, την άφησε να μεγαλώσει με μια μητέρα βυθισμένη στις ενοχές της για την απουσία του. Η άφιξη ενός παιδιού -άκουγε να λένε- φέρνει χαρά και ευτυχία. Η δικιά της άφιξη ωστόσο το μόνο που έφερε ήταν πόνο και δυστυχία καθώς, όπως της έλεγε η μητέρα της, η ίδια ευθυνόταν για την φυγή του πατέρα της. Έτσι λοιπόν, η Άννα μεγάλωνε μόνη της σ’ ένα αφιλόξενο περιβάλλον που απαιτούσε απ’ αυτή να απαρνηθεί, χωρίς καν να γευτεί, την ανέμελη και ξέγνοιαστη περίοδο των παιδικών της χρόνων. Αντ΄ αυτού έπρεπε να στηρίζει ψυχολογικά μία γυναίκα που ήταν έρμαιο των δικών της τραυμάτων και των δικών της σκέψεων. Μόνη παρηγοριά της, τότε, αποτελούσε η Ελένη, συμμαθήτρια της στο σχολείο. Όταν ήταν μαζί της οι δαίμονές της ξέσφιγγαν για λίγο τα λουριά γύρω από το λαιμό της και ο κόσμος της φωτιζόταν από μερικές δειλές ηλιαχτίδες που τρύπωναν σ’ αυτόν. Η Ελένη ήταν αυτή που την έπεισε να παλέψει για να φύγει. Μαζί διάβαζαν για ώρες και ονειρευόντουσαν να φύγουν και να σπουδάσουν μακριά.
Τα χρόνια πέρασαν και η Άννα μεγάλωσε. Η μητέρα της το ίδιο απόμακρη, ο πατέρας της το ίδιο άγνωστος και η ίδια μόνη της, να προσπαθεί να ξεμπλέξει τους ιστούς που άλλοι τύλιξαν γύρω της. Εκτός της Ελένης δεν θυμάται να είχε άλλες σχέσεις με τους κατοίκους του χωριού. Την αντιμετώπιζαν πάντα, κι αυτή και τη μητέρα της, με καχυποψία και λύπηση. Σε αυτήν την αποπνιχτική ατμόσφαιρα ένα γεγονός ήρθε να στιγματίσει την ύπαρξή της. Ήταν πρωί όταν χτύπησε κάποιος την πόρτα, στην αρχή μ’ έναν χτύπο αβέβαιο, έπειτα μ’ έναν πιο σίγουρο και δυναμικό. Δεν ξέρει πως κατάλαβε ότι ήταν αυτός, εφόσον δεν τον είχε δει ποτέ, μόλις όμως τον αντίκρυσε ήξερε ότι ήταν ο πατέρας της. Παγωμένη και γεμάτη αμηχανία θυμάται τον εαυτό της να τον κοιτάει χωρίς να τον βλέπει και να ψάχνει απεγνωσμένα να βρει κάτι αφοπλιστικό να του πει, απ’ όλα αυτά που χρόνια ετοίμαζε γι΄ αυτή την συνάντηση. Δεν του είπε τίποτα, μόνο κρύφτηκε στο δωμάτιο της. Άκουσε τη μητέρα της να το ρωτάει γιατί ήρθε αλλά δεν άκουσε καμία απάντηση. Η πόρτα έκλεισε, η μητέρα της αγκάλιασε ένα μπουκάλι ουίσκι και βυθίστηκε για άλλη μια φορά στην άβυσσό της. Η Άννα βούλιαξε σ΄ έναν λήθαργο δίχως σκέψεις, ελπίζοντας όλο αυτό να είναι απλά στη φαντασία της. Αλλά όχι. Εκείνος είχε όντως έρθει και τις μέρες που ακολούθησαν αποκάλυψε και το γιατί. Ήθελε να πάρει την Άννα. Δεν είπε το γιατί, απλά με τεράστια ψυχραιμία ανακοίνωσε την επιθυμία του. Όχι στην ίδια αλλά στη μητέρα της. Δεν την κοίταξε, δεν τη ρώτησε, σα να μην υπήρχε. Η μητέρα της αρνήθηκε και η Άννα για πρώτη φορά πίστεψε πως η μητέρα της την αγαπούσε. Αλλά εκείνη απλά ήθελε να εναντιωθεί σε εκείνον. Ήταν το μήλο της έριδος αλλά όχι επειδή την ήθελαν, επειδή την αγαπούσαν. Το μόνο που ήθελαν ήταν να πληγώσει ο ένας τον άλλον. Ένα μήνα μετά κι ενώ οι τσακωμοί συνεχίζονταν χωρίς κανείς να την έχει ακούσει, τα αποτελέσματα των εξετάσεων ήρθαν να την λυτρώσουν. Είχε περάσει στην Αθήνα μαζί με την Ελένη αλλά όχι στο ίδιο τμήμα. Έτρεξε σπίτι της και τους μίλησε για πρώτη φορά και στους δύο μαζί. Τους ανακοίνωσε ότι πέρασε και ότι θα έφευγε. Δεν έμεινε να ακούσει τι θα της έλεγαν, έφτιαξε τη βαλίτσα της και έφυγε.
Καθ’ όλη τη διάρκεια των φοιτητικών της χρόνων, μίλησε με τη μητέρα της δύο φορές. Έμαθε ότι, αφότου έφυγε, ο πατέρας της έφυγε κι αυτός στο εξωτερικό και πως και η μητέρα της θα εγκατέλειπε το χωριό και θα πήγαινε να ζήσει με την αδερφή της, την οποία η Άννα δεν είχε γνωρίσει ποτέ. Τη δεύτερη φορά που μίλησαν της ζήτησε συγνώμη που δεν ήταν καλή μητέρα γι’ αυτήν, της είπε πως αν ήθελε μπορούσε να τη βρει και της έδωσε την νέα της διεύθυνση, της ευχήθηκε καλή επιτυχία στη ζωή της και κατέβασε το ακουστικό. Με τα χρόνια και με τις γνώσεις που απέκτησε η Άννα μπόρεσε, σαν ψυχολόγος πια, να δικαιολογήσει και να συγχωρήσει τα λάθη των γονιών της, αλλά σαν παιδί δεν κατάφερε να τα σβήσει από μέσα της. Γνώρισε νέους ανθρώπους, έκανε φίλους μαζί με την Ελένη, πίστεψε ότι ερωτεύτηκε, πλήγωσε και πληγώθηκε. Η Ελένη λίγο μετά το τέλος των σπουδών τους έφυγε στο εξωτερικό για να συνεχίσει με το μεταπτυχιακό της. Η ίδια δεν είχε χρήματα για να την ακολουθήσει και έτσι αποφάσισε να βρει δουλειά και ίσως κάποια στιγμή βρισκόντουσαν ξανά. Έβγαινε έξω με φίλους, διασκέδαζε αλλά, όταν έμενε μόνη της, το μυαλό της γύρναγε πίσω. Ένα βράδυ, καθισμένη στον καναπέ της και κάνοντας τον απολογισμό της, μέχρι τώρα, ζωής της, συνειδητοποίησε πως, αν και συγχώρησε, κάτι την κρατούσε πίσω και δεν την άφηνε να ζήσει. Διέλυε τις σχέσεις της, απομακρύνονταν από παρέες, δεν έκανε όνειρα για το μέλλον της. Έπρεπε να πάρει χρόνο μακριά από όλους και να βρει τον εαυτό της.
Η απόφαση πάρθηκε εκείνο το βράδυ. Έγραψε ένα γράμμα στην Ελένη και στη μητέρα της και το επόμενο πρωί τα ταχυδρόμησε. Στο πρόσωπο της είχε ένα ειλικρινές και φωτεινό χαμόγελο και στο χέρι της κρατούσε μια βαλίτσα. Θα έφευγε. Δεύτερη ζωή δεν έχει για κανέναν. Υπάρχει μόνο μία, με τα καλά και τα άσχημά της. Με τις ωραίες και τις άσχημες αναμνήσεις της, όλες όμως είναι κομμάτια ενός παζλ. Του δικού της παζλ.
_
γράφει η Μαρίλια Γιακουμή
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
0 Σχόλια