Όλοι να βλέπουνε απόψε
τον χαμένο που συνθλίβεται
που περπατά μες στα χαλάσματα
Πέτρα τσακίζει και κλαδί κάτω απ΄ το πανόμματο κεφάλι
Το χλωμό
Το κάλεσμα μιας νέας εποχής
Όλοι να ξέρουνε ποιος ήταν ο χαμένος
και τι κακό τον είχε βρει
Που γύρναγε σαν μεθυσμένος
με τα σπασμένα του φτερά γύρω από το φως
Με το ένα πόδι στο υπόγειο
Με το άλλο στο φεγγάρι
Μέσα απ’ τα φυλλώματα τον κοίταγαν μια κάμερα
Η οθόνη άστραφτε στη πέτρα σαν την αστραπή
Όλοι ξέρανε το απονενοημένο
από μακριά
Το γιατί
είναι παράξενο να ειπωθεί,
αδύνατον κανείς να το υποφέρει
Όλοι τα βλέπανε μια κάμερα
τους θρόνους και τα στέμματα
τους ρόγχους και τα αίματα
Τον ήλιο δίχως φως
τη μπότα δίχως πόδι
το μαρτύριο του ανθρώπου
μέσα στην οθόνη
Χωρίς πολλά πολλά
Μακριά κι αγαπημένοι
Χάθηκε ο θρύλος και το φάντασμα ξαναγεννιέται
Ο χαμένος που ευρέθη
Τον φώτισαν οι κάμερες τον είδαν τα σκυλιά
Δια ζώσης.
Για να έρθουν τώρα όλοι
Να πούνε πως το βλέπανε καλά
Οι συνεννοημένοι και οι εκουσίως μη συνεννοήσιμοι
Από τα πλήκτρα τα θαμπά που το ’χανε μαντέψει
Τη φλόγα του παιδιού τη στάχτη της γυναίκας
που πέφτανε σαν κάφτρες πάνω στα χαμένα γράμματα
Να δούνε όλοι
το παράτολμο
Δια ζώσης.
Ήταν ελαφρώς μελλοντικοί και είπαν ότι τάχα το είχανε ξαναδεί σε ένα όνειρο δίχως νόημα
Δίχως φαντασία
Απλώθηκε ο σκύλος το μεγάλο του αυτί στο πάτωμα
και άκουγε τον κόσμο που σιγόβραζε από κάτω
Αυτό δεν το ’χαν ξαναδεί
Ένα χέρι καποιανού
Μόνο του να παίζει στο πιάνο ξεκομμένο
μια νότα φοβερή
κάτω απ’ το πεντάγραμμο
σε μια ατμόσφαιρα θλιβή να βομβαρδίζει
Πατέρα!
Το παιδί ήρθε και φωνάζει θλιβερό:
«Μας πήρανε τα όπλα»
Δια ζώσης.
Δεν είμαστε τίποτα εμείς μόνο πόλεμος ψυχών
Τίποτα δεν είμαστε εμείς
τα βουνά κι οι πλαγιές τα πτώματα τα χαντάκια οι οθόνες οι παραλογισμοί
Τ’ άλλα είναι σιωπή;
Να ζει;
_
γράφει η Δήμητρα Παπακωνσταντίνου
0 Σχόλια