Εγώ δε σε γνωρίζω.
Άνετα λοιπόν μπορείς να μου τα διηγηθείς όλα.
Τίποτε πια δε με εντυπωσιάζει. Οι ιστορίες σας μοιάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους. Να το ξέρεις.
Θα σ’ ακούσω, αν το θες πραγματικά.
Θα γυρίσω την πλάτη μου να μη με βλέπεις.
Θα πάρω τη μορφή ξύλινου καλόγερου, αν το θελήσεις. Ακούμπα τα πανωφόρια σου. Το ΄χω συνηθίσει.
Θα κρατήσω και την αναπνοή μου αν χρειαστεί, για την ντροπή των άλλων, να μου το ψιθυρίσεις.
Καταλαβαίνω πως τους άλλους δεν τους εμπιστεύεσαι.
Σε φοβίζει ο θόρυβος που κάνουν, ο συριγμός τους καθώς σέρνονται με τη κοιλιά, η βαριά πατημασιά στις σανίδες.
Εγώ πάλι δε βιάζομαι. Έμαθα να περιμένω. Και ν’ αφουγκράζομαι.
Τα βήματά σου καθώς έρχεσαι,
τη δειλία σου που σε σταματά,
το τράβηγμα της καύτρας του τσιγάρου,
το κατάπιωμα του σάλιου και του ενδοιασμού,
το χάιδεμα των ρόζων στο τραπέζι, το σκυφτό σου κεφάλι,
την σιωπηλή σου αμηχανία.
Να μου τα πεις όλα. Μη φοβάσαι. Στο τέλος, θα δεις πως θα μας φανεί αστείο και μικρό.
Ανάλαφρη εσύ, θα αποσώσουμε και την μποτίλια με το κρασί. Θα ‘ναι σα να έχουμε γιορτή. Άδικο να πάει χαμένο.
Εγώ δε σε γνωρίζω.
Άνετα λοιπόν μπορείς να μου τα διηγηθείς όλα.
_
γράφει ο Δημήτρης Σούκουλης
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
Μου άρεσε πάρα πολύ. Καλημέρα