Πιστεύω – κάπου μεταξύ αστείου και σοβαρού – πως υπάρχει μια συνωμοσία στο υπουργείο παιδείας όσον αφορά το θέμα της λογοτεχνίας, με απώτερο σκοπό να καταστήσουν το μάθημα όσο πιο στεγνό και στριφνό γίνεται. Αυτή την εντύπωση την είχα ήδη από τα λυκειακά μου χρόνια, αλλά όσο περνά ο καιρός και εντρυφώ περισσότερο στην ποίηση και την λογοτεχνία, βεβαιώνομαι όλο και περισσότερο. Για τους σκοπούς αυτού του άρθρου θα αναφερθώ μόνο στην κυπριακή ποίηση, αλλά ο αναγνώστης μπορεί να κάνει τους δικούς του συνειρμούς για τα αντίστοιχα ελληνικά δεδομένα.
Αρχικά μια διευκρίνιση για την κυπριακή ποίηση: Θα αναφερθώ μόνο στους ποιητές Βασίλη Μιχαηλίδη (1849 – 1917) και Δημήτρη Λιπέρτη (1866 – 1937). Προφανώς το ελληνικό κοινό είναι πιο εξοικειωμένο με το έργο του Κώστα Μόντη – στον οποίο η φετινή χρονιά είναι αφιερωμένη – και με το έργο του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, αλλά για τις ανάγκες αυτού του δοκιμίου, θα παραμείνω στους δύο «κλασικούς» της κυπριακής ποίησης.
Ποια είναι η εικόνα που προβάλει η δημόσια εκπαίδευση για τον Μιχαηλίδη και τον Λιπέρτη; Βασικά (για να μην φανώ υπερβολικός και πω «αποκλειστικά») είναι η εικόνα των εθνικών ποιητών, δηλαδή της ποίησης που προτάσσει τα εθνικά δίκαια και τα εθνικά ιδεώδη – ιστορικά και πολιτικά. Όσον αφορά την ποίηση του Βασίλη Μιχαηλίδη αυτό είναι σχεδόν αναπόφευκτο. Το μεγαλύτερο, αρτιότερο και ευρύτερα γνωστό ποίημα του είναι η «9η Ιουλίου 1821» στο οποίο περιγράφει τα αντίποινα των Τούρκων στην Κύπρο και τον απαγχονισμό του ανώτερου κλήρου του νησιού, με εξέχουσα μορφή τον Εθνομάρτυρα Κυπριανό. Το γνωστότερο απόσπασμα από το έργο μιλάει για την συνέχεια της Ρωμιοσύνης, η οποία ενώ καταδιώκεται, εξακολουθεί να επιβιώνει χάριν σε κάποιο θείο θέλημα.
Η Ρωμιοσύνη έν’ φυλή συνόκ̌αιρη του κόσμου,
κανένας δεν εβρέθηκεν γαι να την-ι ’ξηλείψει,
κανένας, γιατί σ̌κ̌έπει την ’που τ’ άψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη έν’ να χαθεί, όντας ο κόσμος λείψει!
Στο ίδιο μήκος κύματος, το πιο γνωστό ποίημα του Δημήτρη Λιπέρτη (το οποίο ξέρουν μέχρι και οι πέτρες στην Κύπρο) είναι το «Καρτερούμεν μέρα νύχτα»:
Καρτερούμεν μέραν νύχταν να φυσήσ” ένας αέρας
Στούντον τόπον πον” καμένος τζι εν θωρεί ποττέ δροσιάν
Για να φέξει καρτερούμεν το φως τζείνης της ημέρας
Ποννά φέρει στον καθέναν τζαι χαράν τζαι ποστασιάν.
Εν είδει σύντομης φιλολογικής ανάλυσης, ο ποιητής εκφράζει την ελπίδα και την καρτερία του για την αποκατάσταση του νησιού, το οποίο το χαρακτηρίζει «καμένο, χωρίς δροσιά». Οι εικόνες της ελευθερίας «αέρας» και «φως ημέρας» είναι εξαιρετικά έντονες και δείχνει τον διακαή πόθο των Κυπρίων (όπως και το ποίημα του Μιχαηλίδη) για ελευθερία και αποκατάσταση.
Ιστορικά τα ποιήματα δικαιολογούνται στο ακέραιο. Ας μην ξεχνάμε πως γράφτηκαν σχεδόν εκατό χρόνια πριν, όταν ακόμη τα εθνικά αλυτρωτικά ζητήματα της Ελλάδος και της Κύπρου ήταν ακόμη ανοιχτά και φλέγοντα. Ήταν και φυσικό και αναμενόμενο για τους λογοτέχνες του νησιού να εμπνέονται από εθνικά ιδεώδη. Ας μην ξεχνούμε πως με τον ίδιο τρόπο εμπνεύστηκε κι ο Σολωμός τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του και τον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν» και πως το ρομαντικό και το εθνικιστικό κίνημα που ξέσπασε στις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα είναι πολύ στενά συνδεδεμένα.
Αυτό που με ενοχλεί και στο οποίο έχω την ένσταση είναι η μονόπλευρη και μονοδιάστατη πρόσληψη των συγκεκριμένων δύο ποιητών. Όπως ο Σολωμός δεν έγραψε μόνο εθνική ποίηση αλλά και την «Ξανθούλα», το «Μαγιού ροδοφαίνεται η μέρα» και το «Όνειρο», έτσι κι ο Μιχαηλίδης και ο Λιπέρτης δεν έχουν γράψει μόνο εθνική ποίηση.
Ο Μιχαηλίδης για παράδειγμα έχει γράψει το εξαιρετικά λυρικό ποίημα «Ανεράδα» στο οποίο συνδυάζει τόσο το ρομαντικό στοιχείο, όσο και το μυθικό. Το μοτίβο του έρωτα με κάτι ανώτερο (την νεράιδα εν προκειμένω), την ιδανικοποίηση του ερωτικού συντρόφου, όπως και την απαισιόδοξη κατάληξη, φαίνεται πως έχει επηρεάσει και την κυπριακή λογοτεχνική παραγωγή. Πέραν του λυρικού, ο Μιχαηλίδης έχει να επιδείξει και εξαιρετικές σάτιρες όπως:
«Εις την ψευτκιάν ο ποιητής μοιάζουν κι ο δικηγόρος,
με πέντε λόγια δείχνουν σου πως έν’ κουνούπιν τ’ όρος.»
Και φυσικά τα περίφημα «μυλλωμένα» όπως ο «Αμολόητος», τα οποία συνδυάζουν τον πνευματώδη στίχο με την χυδαιολογία, το πονηρό αστείο με την αρτιότητα του λόγου.
Στο ίδιο επίπεδο, ίσως λίγο πιο σοβαρό και μετρημένο, κινείται και ο Δημήτρης Λιπέρτης. Ο Λιπέρτης καταπιάνεται παράλληλα και με ειδυλλιακά θέματα, ανεκπλήρωτους έρωτες, παρμένους όμως μέσα από την απλή και καθημερινή κυπριακή κοινωνία του καιρού του. Η όμορφη μα τίμια κοπέλα του χωριού που την ζηλεύουν όλες οι γυναίκες, ο καλός αλλά φτωχός που ερωτεύεται την καλή του, είναι μόνο δύο από τα πολλά μοτίβα που χρησιμοποιεί. Επίσης η ποίηση του Λιπέρτη είναι συμβουλευτική, αλλά ποτέ στείρα ηθικολογική. Οι συμβουλές που δίνει για παράδειγμα στην έφηβη κόρη του, παρομοιάζοντάς την με αμυγδαλιά που ανθίζει από τον Γενάρη (για να δείξει το πρώιμο ξεπέταγμά της) είναι χαρακτηριστικό. Οι συμβουλές (και γενικότερα η ποίηση) είναι εξαιρετικά έντεχνα δοσμένες, με ευφυέστατους στίχους, πρωτότυπες ομοιοκαταληξίες. Το αποτέλεσμα είναι ένα βαθύτατα απολαυστικό και αισθητικό ποίημα, και όχι μια ακατάσχετη ηθικολογία, που θα έκανε τον οποιοδήποτε να βαρεθεί.
Η κυπριακή ποίηση έχει να αναδείξει πραγματικά διαμάντια αισθητικής απόλαυσης, που προκαλούν τον θαυμασμό, το γέλιο, την περισυλλογή με τις ευφάνταστες διατυπώσεις τους και τους έξυπνους στίχους τους. Παρόλα αυτά βρίσκονται επιμελώς θαμμένοι σε σκονισμένα ράφια βιβλιοθηκών και αναγνωρίζονται μόνο από μια περιορισμένη ομάδα φιλολόγων και λογοτεχνών. Αν κάποιος θελήσει να γνωρίσει περισσότερο το πεδίο που λέγεται «κυπριακή ποίηση» πρέπει να το κάνει αποκλειστικά μόνος του, εφόσον η κυπριακή εκπαίδευση ενδιαφέρεται για πολύ συγκεκριμένους στόχους και ελάχιστα για την αισθητική απόλαυση της ποίησης και, εξ όσων γνωρίζω στην Ελλάδα η καθαρά κυπριακή ποίηση είναι εντελώς εκτός προγράμματος.
Θα ήταν ευχής έργον αν έβγαιναν κάποιες εκδόσεις κυπριακής ποίησης, με υπόμνημα για την κυπριακή διάλεκτο, που θα έφερναν πάλι στο προσκήνιο την βασική προοπτική, πως η ποίηση υπάρχει πρώτα για να απολαμβάνεται και μετά για να αναλύεται. Ως προς αυτή την προοπτική η κυπριακή ποίηση έχει πολλά να προσφέρει τόσο στο κυπριακό κοινό. Θα ήταν ευχής έργον στην εκπαίδευση, αν αντί τετριμμένα «ηθικά διδάγματα» (όπως το «το ταξίδι μετράει όχι ο προορισμός» της «Ιθάκης» του Καβάφη) αποφασίζαμε να εισαγάγουμε ποιήματα, τα οποία θα απολάμβαναν οι αναγνώστες τους. Η μεγαλύτερη αποτυχία για ένα μάθημα λογοτεχνίας είναι να προσληφθεί ως «καταναγκαστικό έργο».
Η τέχνη, σε τελική ανάλυση, δεν είναι μόνο αντικείμενο επιστήμης. Είναι το αποτέλεσμα έμπνευσης και δημιουργίας και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται και στα σχολεία.
_
γράφει ο Ανδρέας Αντωνίου
Στην ουσία μια αντιγραφή της ελλαδικής νοοτροπίας και για τα βιβλία και για την αναγνώριση των ποιητών… Για παράδειγμα, προκειμένου να μπει σε ελληνικό βιβλίο ο Γιώργης Παυλόπουλος πέραν +20 έτη από το θάνατό του… Οι ζωντανοί δεν ελπίζουν σε κάτι τέτοιο…
και στα σκαριά πλέον η υλοποίηση της ιδέας, η Λογοτεχνία να λειτουργεί επικουρικά στο μάθημα Έκφραση Έκθεση και μόνο!!!