Από τις μέρες που έζησα,
πιο πολύ αγαπώ αυτήν
που δεν ξύπνησε ακόμα.
Συνέχεια εκείνη μαστορεύω.
Οι άλλες χάλασαν
από τις πολλές διορθώσεις.
Θέλω να χαράξω τα λόγια μου μέσα της
με την πείνα του φυλακισμένου να μετρήσει
στη μουτζούρα του τοίχου
το αύριο της εκκίνησης,
τη γέννηση της πιο αληθούς συγκίνησης
στο πρώτο κλάμα.
Να με επαναφέρει ξανά.
Πιο σπαρακτικά θα φωνάξω αυτή τη φορά,
το σκοτάδι να τρομάξω.
Η μόνη των ζωντανών εκδίκηση
απέναντι στους τοίχους
που μας μαραίνουν τα λουλούδια
είναι η πνοή μας.
Με αυτή ντύνομαι
και βρυχώμαι.
Θέλω να γίνω ο σπόρος μου.
Πυρσός βρεγμένος στα χνώτα της ορμής
του επερχόμενου αγέρα.
Θα γδάρουν τα φτερά μου το νερό
και θα βουτήξω μέσα στης θάλασσας το ποίημα
να σηκώσω το νερό μας στον αιθέρα.
Μια λάβα φωτιάς σφαγμένη στο αίμα της
να κάψει το σκοτάδι,
η φωνή μου.
Θέλω να είμαι ένα κερί
αδάμαστο στο χνάρι του θεριστή.
Θα γεννιέμαι ξανά μέσα στα χείλη σου.
Τσόφλι το κορμί σου.
Θα κρύβομαι εκεί σε λίγα φθαρμένα χάδια
από παρακάλια θυμωμένου.
Εντός μου η Αυγή. Εντός σου η Ζωή.
Το ξεκίνημα της καινούριας μέρας,
δικό μας.
Σήμερα!
_
γράφει ο Τάσος Μιχαηλίδης
0 Σχόλια