Επείγοντα περιστατικά


ΕΙΔΑ ΤΟΝ ΓΕΙΤΟΝΑ ΜΟΥ, τον Χάρη, να μπαίνει φουριόζος στο νοσοκομείο. Άρχισε να ρωτά κάτι, στα πεταχτά, όποιον έβρισκε μπρος του, χωρίς να σταματήσει. Συνέχιζε, τρέχοντας στους διαδρόμους, να κοιτά γύρω του με μάτια πανικόβλητα. Έψαχνε τα επείγοντα περιστατικά. Μπερδεύτηκε, πέρασε δύο φορές μπροστά από τον θάλαμο, δίχως να το καταλάβει. Ξαναγύρισε, άνοιξε την πόρτα και όρμησε μέσα. Ακούστηκαν φωνές δυνατές, και στο λεπτό τον βγάζουν έξω, με το ζόρι, νοσοκόμοι και σεκιουριτάδες. Μέσα σε όλη αυτήν την ταραχή έπιασε το αυτί κάποιες σκόρπιες λέξεις: «Ιωάννου… Βουλιαγμένη… Όχι!… Άσε… Γρήγορα!… Νευροχειρ…». Έσβηναν οι ομιλίες καθώς απομακρυνόμουν, σπρώχνοντας ένα φορείο για την εντατική. Δεν είναι ώρα να του μιλήσω. Αρχίζει και η εφημερία. Σε λίγο, θα γίνεται χαμός. 

Τα νέα στα νοσοκομεία μαθεύονται και διακινούνται εν κινήσει, εν δράσει. Γιατροί, νοσοκόμες, διοικητικοί, καθαρίστριες, φύλακες, μάγειροι, τεχνικοί, εξωτερικοί συνεργάτες, συγγενείς ασθενών ή και οι ίδιοι οι ασθενείς, όλοι διασταυρώνονται σε διαδρόμους, ασανσέρ, θαλάμους νοσηλείας, χειρουργεία, καντίνες. Και ανταλλάσσουν, στιγμιαία, πληροφορίες για τα γεγονότα της ημέρας. Αυτό είναι το ιδιότυπο τηλεγραφικό σύστημα των νοσοκομείων. Καθώς δεν υπάρχει χρόνος για ήσυχη κουβέντα και τα τηλέφωνα χτυπούν ασταμάτητα. Έτσι, μεταξύ δύο ορόφων, είπα σε κάποια προϊσταμένη για το περιστατικό που είδα με τον Χάρη. Εκείνη μου είπε κάτι για τις απλήρωτες υπερωρίες και για τον αξονικό τομογράφο (έξι μήνες χαλασμένος). Τελικά, έμαθα όλη την ιστορία στον νεκροθάλαμο, όταν μετέφερα τη σορό κάποιας ασθενούς. Οι συνάδελφοι εκεί είχαν μάθει από διασώστες του ΕΚΑΒ για ένα σοβαρό τροχαίο στην παραλιακή, με μοτοσικλέτες. Δύο νεκροί, δύο σοβαρά τραυματίες. Νέοι, όλοι. Τον έναν φέραν εδώ. Ήταν ο γιος του Χάρη. 

Ο Χάρης καθόταν τώρα στην αναμονή, σχετικά ήρεμος, αρκούμενος στο γεγονός ότι ο γιος του ζούσε. Από την ώρα που τον ειδοποίησαν για το σοβαρό τροχαίο, ήταν η πρώτη φορά που η απελπισία παραχωρούσε έδαφος στην ελπίδα. Αυτή η κατάσταση όμως άλλαζε κάθε λίγο στο μυαλό του. Η θανάσιμη διελκυστίνδα θα κρατούσε πολύ ακόμη. Μόνο που τώρα ήταν εδώ, παρών. Κι ένιωθε πως βοηθούσε. Κακά τα ψέματα όμως, η κατάσταση του ήταν κρίσιμη. Γι’ αυτό δεν τολμούσε να πάρει τηλέφωνο τη μάνα. Δεν μπορούσε όμως να τ’ αναβάλει. Σε λίγο, άκουσε φωνές στο αίθριο του ορόφου: «Όλα καλά. Δόξα τον Θεό. Ξύπνησε! Ο χειρουργός είπε ότι δεν υπάρχει πια κίνδυνος! Ναι! Ναι!». Πετάχτηκε όρθιος, με λαχτάρα. Είδε μια ομάδα ανθρώπων που αγκαλιάζονταν. Μίλαγαν σε τηλέφωνα. Γελάγανε! Γελάγανε!… Ο Χάρης άκουγε τους χαρούμενους συγγενείς, άναυδος, μπερδεμένος. Κατάλαβε ότι δεν άντεχε άλλο να είναι μόνος. Έκανε κουράγιο και τηλεφώνησε στη γυναίκα του. Δεν σήκωνε τηλέφωνο, ούτε σταθερό ούτε κινητό. Σε λίγο άνοιξε η πόρτα και είδε μια κουστωδία νοσηλευτών να μεταφέρει προσεκτικά έναν ασθενή με μάσκα οξυγόνου. «Ακολούθα τους», είπε ο σεκιουριτάς. «Θα τον εγχειρήσει ο Πέτρου. Κορυφή στη νευροχειρουργική!…».  

Έφτασε ώς την πόρτα του χειρουργείου και τον σταμάτησαν. «Περιμένετε εδώ», είπε μαλακά μια νοσοκόμα. «Θα σας ενημερώνουμε». Έξω από τα χειρουργεία το κλίμα είναι διαφορετικό. Λίγος κόσμος στην αναμονή, ψιθυριστές ομιλίες, βλέμματα προσηλωμένα με ευλάβεια στην πόρτα. Ματιές συμπάθειας και κατανόησης ανάμεσα σε ανθρώπους ολότελα άγνωστους. Ευχές και λόγια παρηγοριάς μοιράζονταν εκατέρωθεν: «Περαστικά! Για όλον τον κόσμο! Η Παναγία θα βοηθήσει!». Ένιωσε καλύτερα, μα ανησυχούσε για τη γυναίκα του που ήταν άφαντη. 

Μετά μία ώρα, τον πλησίασε άλλη νοσοκόμα: «Κύριε Ιωάννου, δεν έχω κάτι συγκεκριμένο, θα είναι μεγάλο χειρουργείο, σοβαρές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις και κατάγματα. Βγείτε να πάρετε λίγο αέρα, αν θέλετε. Θα σας κάνει καλό…». Την άκουσε και βγήκε στο προαύλιο. Για καφέ ούτε λόγος˙ δεν κατεβαίνει τίποτα. Ούτε κάπνιζε και έτσι κάθησε σ’ ένα πεζούλι κοιτάζοντας γύρω του. Παρέες παρέες συγγενών κουβέντιαζαν, κάπνιζαν, μίλαγαν στο τηλέφωνο. Μια μεγάλη ομάδα Τσιγγάνων, όλων των ηλικιών, είχε μαζευτεί, όπως πάντα, για έναν και μόνο ασθενή. Πόσο ζηλευτή του φάνηκε τώρα αυτή η γνώριμη εικόνα οικογενειακής αλληλεγγύης, που τόσες φορές στο παρελθόν είχε απαξιώσει. 

Ο καιρός, χαρά θεού. Μάης μήνας, λιακάδα, ελαφρύ αεράκι. Πόσο χαρούμενο τον είδε το πρωί σαν ξεκινούσε για την εκδρομή. Βόλτα στο Σούνιο με την κοπέλα του. «Ιδανική μέρα για τσάρκα», είπε. Ανέβηκε στη μηχανή, τίναξε πέρα-δώθε το μαλλί, έφυγε σπινιάροντας. Κι εκείνοι καμάρωναν. «Να προσέχεις, μην τρέχεις», είπε η μάνα σηκώνοντας το χέρι. Καθήσανε στην κουζίνα για καφέ. Συζητούσαν για το μόνο ενδιαφέρον θέμα των γονιών: το παιδί. «Καλό κορίτσι, η φίλη του», είπε. «Ναι, αλλά σπουδάζει σκηνοθεσία, πώς θα…», απάντησε διστακτικά η μάνα˙ τρία βήματα μπροστά στους σχεδιασμούς, πάντοτε. Ύστερα έφυγε για κάποια επίσκεψη. Εκείνος έκατσε στο μπαλκόνι διαβάζοντας τις κυριακάτικές εφημερίδες. Στη γλυκιά λιακάδα. Στην καταραμένη λιακάδα. Ύστερα χτύπησε το τηλέφωνο. Άκουσε το μαντάτο. Άρχισε η αγωνία. 

Τώρα σήκωνε τα μάτια στον ουρανό. Θα έπρεπε να συννεφιάζει, να πιάνει παγωνιά, να βρέχει (Αχ! Αν έβρεχε από το πρωί…). Όμως, όχι. Η μέρα ήταν φωτερή, ανοιξιάτική. Αδιανόητη. Του ήρθε αναγούλα. Ξεκίνησε για να γυρίσει πίσω. Μια συζήτηση στο διπλανό παγκάκι τον καθήλωσε στη θέση του. Δυο γυναίκες κοίταζαν τις ειδήσεις στα κινητά τους και σχολίαζαν: «Να, έχει και φωτογραφίες, κρίμα τα παιδιά. Και τα άλλα δύο σοβαρά. Μπήκε το αυτοκίνητο στο αντίθετο ρεύμα και συγκρούστηκε με τις δύο μοτοσικλέτες. Το ένα ζευγάρι, στον τόπο. Οι άλλοι δύο, σοβαρά. Καλέ! Διάβασε! Εδώ τον έχουν τον ένα. Αχ, οι έρμες οι μανάδες τους… Αυτές σκέφτομαι!». Μα τι έγινε; αναρωτήθηκε. Γιατί δεν σηκώνει τηλέφωνο; Τι έπαθε; 

Γύρισε στα χειρουργεία. Μέσα στη σιγή έψαχνε τριγύρω για κάποιο σημάδι. Kάποιοι συνοδοί έφευγαν. Τον κοίταξαν με χαμηλωμένο βλέμμα, μουρμούρισαν κάτι και προχώρησαν. Πάλευε να ερμηνεύσει τη στάση τους. Κάθησε. Άρχισε να τακτοποιεί κάπως βολικά τις σκέψεις. Δεν ήθελε να πιστέψει ότι οι κρυφομιλίες αφορούσαν το παιδί του. «Ήθελε χρόνο», είπε η νοσοκόμα. «Και ο χειρουργός ήταν καλός. Ας βγούνε να μου πούνε και μένα καλά νέα!». Δεν έβγαινε όμως κανείς. Και οι άνθρωποι που περίμεναν μαζί του, σαν να τον απέφευγαν πλέον… Είχε συμβεί κάτι ή ήταν ιδέα του; 

Με φώναξαν στα χειρουργεία. Περνώντας από την παθολογική έμαθα τον λόγο. Έσπρωχνα το φορείο και πλησίαζα. Δύσκολες στιγμές. Κι αν ο νεκρός είναι νέος… Μας βλέπουν οι συγγενείς με τη μάσκα του επαγγελματισμού, της συνήθειας. Νομίζουν ότι είμαστε απόμακροι, αδιάφοροι. Λάθος. Υποφέρουμε, οι περισσότεροι. Ο Χάρης με γνώρισε. Κοιταχτήκαμε. Τον αγκάλιασε η ματιά μου. Στοργικά. Θλιμμένα. Κατάλαβε. Πάγωσε. Θα ήθελα να μιλήσουμε. Να κλάψουμε μαζί. Ήταν το μόνο που μπορούσα να προσφέρω πια. Δεν το έκανα… Όχι από αμηχανία, όπως θα νόμιζε κάποιος. Υπήρχε βιάση. Σε δέκα λεπτά έπρεπε να μπει νέο χειρουργείο. Να φύγει το πτώμα, να καθαριστούν όλα. Από την άκρη του διαδρόμου φάνηκε η γυναίκα του. Έτρεχε φωνάζοντας. «Χάρη, το παιδί. Τι κάνει το παιδί;». Εκείνος έστρεφε το βλέμμα συνεχώς. Πότε σ’ εμένα πότε σ’ εκείνη. Θαρρούσε ότι η παρουσία μου τα εξηγούσε όλα. Μ’ έδειχνε με το δάχτυλο. Για να καταλάβει η μάνα. Για να μην ακουστεί το ανείπωτο. Μια μέγγενη τον συνέτριβε. Μπήκα μέσα για να πάρω τον γιο του. Για το ψυγείο. 

 

 

_

γράφει ο Χρήστος Μαργανέλης

Ακολουθήστε μας

Εμείς

Εμείς

Μου λείπεις· Η θύμησή σου αβάσταχτο κενό μου καίει τα σωθικά. Κι Εγώ τόσο μικρή μπροστά στον Έρωτά μας στον Έρωτα τον θαρραλέο τον τολμηρό τον φευγαλέο. Κι Εσύ τόσο μικρός μπροστά στο «Εγώ» σου στο «Εγώ» το ανίκητο το πελώριο το αήττητο. Το «Σ ’αγαπώ» από τα χείλη...

Ελάσσονα Κλίμακα

Ελάσσονα Κλίμακα

Το σκοτάδι, νομίζω, σου μοιάζει,με φιλά και χορεύω στα βάθη του.Όταν λείπω διαλύει τη σάρκα του,γιατί, λέει, δεν μπορεί να μ ’αλλάξει. Είναι κάτω πεσμένο και κλαίει.Το τυλίγουν σκουριά κι αποτσίγαρα.Μουρμουρίζει λέξεις από σίδερα,και σ ’αλμυρό πάτωμα επιπλέει. Να...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Διαβάστε κι αυτά

Ελάσσονα Κλίμακα

Ελάσσονα Κλίμακα

Το σκοτάδι, νομίζω, σου μοιάζει,με φιλά και χορεύω στα βάθη του.Όταν λείπω διαλύει τη σάρκα του,γιατί, λέει, δεν μπορεί να μ ’αλλάξει. Είναι κάτω πεσμένο και κλαίει.Το τυλίγουν σκουριά κι αποτσίγαρα.Μουρμουρίζει λέξεις από σίδερα,και σ ’αλμυρό πάτωμα επιπλέει. Να...

Της μάνας ο αποχαιρετισμός

Της μάνας ο αποχαιρετισμός

Ένα πουλί να προσπαθείνα προσπαθεί μα δεν μπορείαπ’ τής αγκάλες της να βγειτης μάνας της μοναδικής Έχει σχοινιά από σ’ αγαπώαυτή με πείσμα ως το θεόμε ένα αντίο θλιβερόκλάμματα βάνουν και οι δυο Μάνα αν αλήθεια μ’ αγαπάςμην φύγεις τώρα είναι βοριάςΜάνα δεν ξέρω να...

Η εκδίκηση των ονειροπαρμένων

Η εκδίκηση των ονειροπαρμένων

Βάζει στα χείλη κραγιόν και στα μαλλιά της πλατίνα.Η βροχή τη μεθά πιο πολύ απ΄τα λόγια εκείνα.Και μουρμουράει σιγανά κι όλο ξεχνάει για την Τροία.Μα δεν μπορεί να ξεχάσει τί προκαλεί τρικυμία. Η Άρνη, λέει, τους χλευάζει κι όλο τις μνήμες κεντά.Κι η θάλασσα...

0 σχόλια

0 Σχόλια

Υποβάλετε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *