Κατάκοπος βαδίζει, στο σπίτι του γυρνά,
την τύχη δεν ορίζει, απλώς την προσπερνά.
Εργάτης ρημαγμένος, χτίζει όνειρα πολλά,
στην άμμο δίνουν σχήμα, γρήγορα πέφτουν, τα χαλά.
Μετρά νυχθημερόν το κέρδος, δεν βγαίνει το ψωμί·
ώρες ατέλειωτες δουλεύει, κύκλος κολλημένος στην ίδια αρχή.
Στον κόσμο αυτό που ζούμε όλοι τον επικαλούνται, τον ζητούν,
τον κάματό του, όμως, στην πράξη δεν τον εκτιμούν.
Κοιτάζεται στον καθρέφτη και σκέφτεται πικρά
τα πόσα πρέπει και το χρήμα το ποθητό που τον εξαπατά.
Στις λαμπερές βιτρίνες ώρες στέκεται να θέλει,
«όχι» πολλά πήρε, αλλά «όχι» δεν έμαθε να λέει.
Εργάτη, πονεμένε, το μέλλον ζοφερό κοιτάς,
ξέρεις, τη θέση σου θα πάρουν μηχανές τεχνητής καρδιάς.
Κι ο θρήνος σου δεν φτάνει ποτέ στα δικά μας αυτιά·
είσαι μια απώλεια, θυσία σε αγώνα για νεύρα γερά.
Καιρός να τους θυμίσεις τη δική σου εκδοχή,
ο κόσμος αυτός ο μέγας, χωρίς εργάτες δεν θα ’χε χτιστεί.
_
γράφει ο Νίκος Τυριλιώμης
0 Σχόλια