Η μοναξιά απόψε ζωγραφίζει
μόνο στο γκρίζο,
πάνω σε λευκό καμβά,
μια μάλλον παράξενη μορφή
που έχει αρχίσει να σου μοιάζει.
Κι εσύ πάντα εκεί, αιχμάλωτη
στη φυλακή μιας αδιανόητης πραγματικότητας
γαντζωμένη στο τίποτα της καθημερινότητας,
φοβισμένη για όλα όσα ακούς
και για τα χειρότερα που ξέρεις,
πως έρχονται.
Στωικά υπομένεις, πονάς.
Γι αυτά που σου στερούν,
για όλα όσα σου κρύβουν.
Εσύ και η αφόρητη σιωπή σου,
αγκαλιασμένες,
μαρμαρωμένες σε ένα μόνο λυγμό
σε ένα άδειο βλέμμα,
σε ένα παγωμένο χαμόγελο.
Και μέσα στη σιωπή, ένας ήχος εκκωφαντικός
αυτός, της καρδιάς σου
κι ένα δάκρυ πικρό,
μια κραυγή αδυσώπητη.
Υποφέρεις, πονάς
για την θλιμμένη Άνοιξη
που μοιάζει με έναν ανελέητο,
με έναν ατέλειωτο Χειμώνα.
Για τα φοβισμένα βλέμματα.
Για τους έρημους δρόμους,
την καχυποψία, τα ψέματα.
Για την πρωτόγνωρη καθημερινότητα
που σε πληγώνει.
Για το όνειρο που χάνεται.
Για την ζωή που σε προσπερνά.
Για τις προσδοκίες σου, που ξεφτίζουν
αργά, βασανιστικά.
Για τον εφιάλτη που δεν τελειώνει.
Ναι, κλαις,
μα ήχος δεν βγαίνει.
Το δάκρυ στέρεψε, ακόμα κι αυτό.
Κι ότι απόμεινε,
είναι ο καταθλιπτικός ήχος της σιωπής,
το αβάσταχτο μοιρολόι της.
Μα και ο διάχυτος τρόμος, που αιωρείται παντού.
Ο εφιάλτης του φόβου, που κυριαρχεί γύρω σου
κι έχει αρχίσει τελευταία
να σου μοιάζει.
Κι αυτό εσένα πιο πολύ,
απόψε σε τρομάζει…
_
γράφει ο Φώτης Τρυφωνόπουλος
0 Σχόλια