Η Αμφιτρίτη Βράνη, κόρη του γνωστού και επιφανούς αφροδισιολόγου Κύριλλου Βράνη, επιστρέφει στην Αθήνα και συγκεκριμένα στην Αχαρνών όπου μεγάλωσε για να ξαναζήσει τα πρώτα της χρόνια, να ανακαλέσει στιγμές χαράς και ηδονής, τραπεζώματα και ερωτικές εμπειρίες. Προς απογοήτευσή της, στο πατρικό στεγάζεται πλέον οίκος ανοχής αλλά και η γύρω περιοχή έχει αλλάξει ριζικά. Τι θυμάται από τα δύσκολα χρόνια της Δικτατορίας του 1967; Τι συνέβη στη μετέπειτα ζωή της και γιατί ξανάρθε;
Ο Γιάννης Ξανθούλης επέστρεψε στο μαγευτικό σουρεαλιστικό και μεταφυσικό του σύμπαν, με το μαύρο χιούμορ, την αιμομιξία, τις ερωτικές αφυπνίσεις, την Κωνσταντινούπολη και τη δεκαετία του 1960, το γνωστό μα τόσο αγαπημένο χαρμάνι των πρώτων του μυθιστορημάτων. Σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση από την Αμφιτρίτη (σήμερα Ρίτα) Βράνη, ζωντανεύουν η Αχαρνών και η Ιπποκράτους, τα Εξάρχεια και ο Άγιος Παντελεήμων, η Κωνσταντινούπολη και η Θεσσαλονίκη. Η Αμφιτρίτη σεργιανάει στο κομψό χτες και στο πολυεθνικό σήμερα. Ομόνοια, Ιπποκράτους, Κλαυθμώνος καταγράφονται μέσα από το πέρασμα του χρόνου και τις αλλαγές της πόλης αλλά και μιας οικογένειας. «Γύρισα για να παρακολουθήσω το τέλος μου, ίσως και για να βρω το νήμα της αρχής…Έφυγα για να περισώσω την αξιοπρέπεια της οικογένειάς μου» (σελ. 15). Χωρίς παιδιά, παντρεμένη με τον Φοίβο που της λέει: «-Είσαι κι εσύ από τις μεγάλες αποικίες των έκπτωτων αστεριών» (σελ. 24).
Ο Γιάννης Ξανθούλης με τους λεκτικούς του ιδιωματισμούς, τη διεισδυτική παρατηρητικότητα, την πείρα και την εμπειρία των συγγραφικών του και όχι μόνο χρόνων δίνει με πρωτότυπο και καλαίσθητο τρόπο τις διαφορές του κομψού χτες (κι ας μιλάμε για την περίοδο της Δικτατορίας του 1967, λίγο πριν, λίγο μετά, που τόση αναστάτωση έφερε στην καθημερινότητα της οικογένειας Βράνη και κλαυσίγελω σε μένα με τον μοναδικό τρόπο αφήγησης) με το πολυφυλετικό σήμερα είτε σε επίπεδο χωροταξίας είτε κοινωνικών και οικογενειακών σχέσεων. Εικόνες ποικίλες, λέξεις προσεγμένες και σκέψεις ρεαλιστικές συγκροτούν μια μοναδική ατμόσφαιρα και με ταξίδεψαν στην καθημερινότητα των αστών κατοίκων και των σημερινών μεταναστών με τις πολυμελείς, συνήθως, οικογένειες.
Η φαντασία του συγγραφέα τα σαρώνει όλα, γεγονότα, στιγμές, ονόματα (Μητέρα Διφενμπάχια η μόνιμη επισκέπτρια, Μπούκη από το Ανθοδέσμη και Βάκης από το Ευάγγελος τα αδέλφια), πηδάει από το ένα θέμα στο άλλο, ζωντανεύει τα μέλη της οικογένειας Βράνη με μικτούς φωτισμούς και λιτά περιστατικά που αναδεικνύουν τις προσωπικότητες και τους δεσμούς μεταξύ τους. Ο σουρεαλισμός παντρεύεται το μεταφυσικό και η Αμφιτρίτη, χωρίς ψευδοσυστολές, περιγράφει, αναδεικνύει, θυμάται, ξαναζεί τα ερωτικά της κυρίως βιώματα με γλώσσα που ίσως σοκάρει αλλά κατά βάθος έχει λειανθεί στις γωνίες. Μεταφορές και παρομοιώσεις στολίζουν περίτεχνα το κείμενο: « [Η καταιγίδα] Ήρθε με τουπέ θεομηνίας από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας, στάθηκε κάπου στα μισά της Ιπποκράτους ανεβάζοντας τα ντεσιμπέλ του θυμού της κι έπειτα, αν και κακιωμένη, θυμήθηκε πως είναι Απρίλης κι έτρεξε να χαθεί ντροπιασμένη προς τον Πειραιά» (σελ. 38). Τα εφηβικά της και μεταγενέστερα χρόνια καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου ενώ οι αναμνήσεις της από τον γάμο από τον οποίο χήρεψε παρεισφρέουν αρμονικά και σύντομα, με αφορμή κάποια μυρωδιά, κάποιο στιγμιότυπο, κάποια εικόνα του σήμερα, συμπληρώνοντας έτσι το παζλ της ανυπόταχτης και υπερβατικής αυτής γυναίκας.
Το μυθιστόρημα «Ζωή μέχρι χθες» είναι μια κωμικοτραγική ιστορία για τα ερωτικά και πολιτικά ξυπνήματα μιας γυναίκας, μιας κοινωνίας και μιας εποχής, που δε σταματούν να επηρεάζουν και να τροποποιούν το σήμερα σε όλες του τις εκφάνσεις. Είναι ένα μυθιστόρημα για τους φανατικούς και μυημένους αναγνώστες του Γιάννη Ξανθούλη που δε σταματά να κινείται γύρω από γνωστούς και κοινούς θεματικούς άξονες, τους οποίους όμως δεν παύει να εμπλουτίζει κάθε φορά με κάτι διαφορετικό και φρέσκο.
0 Σχόλια