
γράφει ο Πάνος Τουρλής
Ροδόσταμη, 1959-1960, ένα χωριό όπως όλα τα ελληνικά χωριά. Μαγιοπούλα και Φιλοθέη Γαργάρα, αδελφές που μεγαλώνουν όπως όλα τα παιδιά σε τέτοια μέρη εκείνη την εποχή, γεμάτα όνειρα και προσδοκίες. Μπαμπάς αυστηρός, μαμά μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ο μεγάλος αδελφός αλάνι, ο μικρός σχεδόν παρατημένος. Και γύρω τους γείτονες, συγγενείς και φίλοι. Το νέο μυθιστόρημα του Γιάννη Ξανθούλη στήνει ξανά στα πόδια της την αιμάσσουσα και ψυχικά παρακμάζουσα ελληνική επαρχία των χρόνων της μετανάστευσης και της αστυφιλίας και χαρίζει άφθονο γέλιο χωρίς να κρύψει την τραγικότητα των περιστατικών.
Ο Γιάννης Ξανθούλης, εμμένοντας σε βασικά μοτίβα που έχουμε συναντήσει και σε άλλα έργα του, καταφέρνει να τα παρουσιάσει με φρέσκια ματιά και εξακολουθεί να βρίσκει πληθώρα περιστατικών και χαρακτήρων που κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη δίνοντάς τους ονόματα ξεχωριστά, ιδιαίτερα και απόλυτα ταιριαστά με το ποιόν τους. Τοξικές σχέσεις, λεκτική κακοποίηση, «μαγκιά» και αλητεία, οικογένεια με κανόνες και τύπους που τραυματίζουν ψυχικά τα παιδιά και ταυτόχρονα μια κοινωνία με τους τυπικούς ή και μη χαρακτήρες που βρίσκει κανείς σε μια επαρχιακή πόλη. Άνθρωποι που κουτσομπολεύουν, εποφθαλμιούν, εξαπατούν, προσεύχονται, κρύβονται, ατιμάζουν, δέρνουν, ξεδίνουν, με τον καιρό να περνάει από πάνω τους και να παραμένουν τελματωμένοι στο ίδιο σημείο. Κάθε προσωπική ιστορία κι ένα απολαυστικό εύρημα, κάθε κεφάλαιο και μια παραστατική αφήγηση που δημιουργεί την ίδια στιγμή αντικρουόμενα αισθήματα: γελούσα δυνατά με τα κωμικά ενσταντανέ, κατά βάθος όμως έβλεπα ή ένιωθα την τραγικότητα, τη σκληρότητα, την απελπισία που πήγαζε από αυτά.
Οι γονείς, Κατίνα και Ηρακλής Γαργάρας, είναι παράδειγμα προς αποφυγή. Εκείνος αθλητικός τύπος και παλαιστής στα πανηγύρια, εκείνη μάνα και νοικοκυρά που ερωτεύτηκε τον μέλλοντα άντρα της ακαριαία. Αμάθητη σε αυτά, ήρθε για εργάτρια από τις Σέρρες και τελικά «έδωσε μια περίπου ζωή για μια άλλη ζωή, αχαρακτήριστη και απρόβλεπτη». Έκανε παιδιά και: «Μην έχοντας καιρό και προσβάσεις στην αυτολύπηση, τόκιζε από τότε σε κάτι που έμοιαζε με θυμό γενικής φύσεως» (σελ. 32). Μια γυναίκα «με κούραση σε ανεξίτηλες στρώσεις», με βασανισμένο παρελθόν γεμάτο ανασφάλεια και θανάτους, «ένα σφιχτό κουβάρι μαύρη κλωστή που κάποτε θα ξετυλιγόταν». Από την άλλη, ο Ηρακλής είναι ερωτιδής, στιβαρός, καλογυμνασμένος και διαπρεπής παλαιστής, αντικείμενο πόθου αντρών και γυναικών, με ένα εξίσου αμφίσημο και αμφιλεγόμενο παρελθόν στην Αθήνα τη δεκαετία του 1920 (όπου «οι νίκες, οι ήττες, η πολιτική και η αιμόπτυση πήγαιναν αντάμα») για το οποίο όμως «κλειδοστόμιασε» και ούτε που θέλει να την ξαναδεί την πρωτεύουσα. Μια οικογένεια χωρίς συμπόνια, κατανόηση «και άλλα τέτοια άχρηστα κι αχρείαστα»!
Πρωτότοκος είναι ο Σούλης, «η επιτομή της λέξης παλιοτόμαρο», που πιστεύει ότι έχει εξουσία ζωής και θανάτου στις αδελφές του και τις κοπανάει κάθε τρεις και λίγο, «για να ξεκουράζει την κατάκοπη από τη δουλειά μάνα»! Δεν τέλειωσε το δημοτικό, δε στεριώνει πουθενά, ακολουθεί στη συμπεριφορά και στο τουπέ τον πατέρα του, δε διστάζει να προβεί σε σεξουαλικές και άλλες παρενοχλήσεις σε ό,τι στην κυριολεξία θηλυκό του γυαλίσει και τελικά γίνεται χαφιές της αστυνομίας, με ανυπολόγιστες συνέπειες για όλους. Πατέρας και γιος είναι «κλειδαμπαρωμένοι στο πιο σκληρό κέλυφος αρσενικής υπεροψίας», γαμπρίζουν, επισκέπτονται συχνά το τοπικό πορνείο και γενικώς είναι «όσα πάνε κι όσα έρθουν». Τέλος, το τέταρτο παιδί Γαργάρα είναι η τιμωρία εξ ουρανού κατά τη μάνα του. Μικρός, σιωπηλός και αόρατος, βαφτίστηκε Χαράλαμπος αλλά του έμεινε το Σους, αφού όποτε ανοίγει το στόμα του για να μιλήσει του κάνουν νόημα να πάψει. Οι γονείς του το θεωρούν βλαμμένο και ζαβό, «ούτε φίλους είχε ούτε σπουδαία προκοπή, απ’ ό,τι έλεγαν οι δάσκαλοι». Για να επιβεβαιωθούν τα λεγόμενά τους, ο Χαράλαμπος βλέπει και συζητά με τις πεθαμένες ξαδέλφες του πατέρα του που τον αγάπησαν ερωτικά και οι δύο ταυτόχρονα. Τι θέλουν στη ζωή του παιδιού; Τι προσμένουν και τι του λένε;
Κι ερχόμαστε στη Μαγιοπούλα και στη Φιλοθέη, κορίτσια που μεγάλωσαν με τα βογκητά της μάνας τους, νομίζοντας πως τα «αχ, αχ, αχ» της είναι από πόνο και θα πεθάνει. Η μεγαλύτερη, η Φιλοθέη, ονειρεύεται ξύπνια, αφαιρείται, σε σημείο που η μάνα της τη θεωρεί αγγελοκρουσμένη, θέλει διακαώς να πάει «στας Αθήνας», μια πόλη γεμάτη γιασεμιά και γαζίες σύμφωνα με τις ρομάντζες που ερμηνεύουν οι τραγουδιστές στα ραδιόφωνα, για να σπουδάσει, να δει όλα αυτά τα θαυμαστά και να ξεφύγει από το χωριό. Φυσικά τα όνειρά της κάνουν έξαλλους πατέρα και μεγάλο αδελφό. Γυρνάει την πλάτη της σε όσα δοξολογούν τα σχολικά βιβλία (υπακοή, αγάπη προς τον πλησίον, θαλπωρή και τρυφερότητα, που έτσι κι αλλιώς είναι ξένα στον οικογενειακό τους μικρόκοσμο), δημιουργεί ένα «μυστικό φυτώριο αισιόδοξων προσδοκιών», βρίσκεται «στο σήμερα με λαθραία εφόδια από ένα προκλητικό αύριο» κι έχει για στόχο την αριστεία. Φυσικά, η μικρότερη, η Μαγιοπούλα, παρηγορεί και στηρίζει την αδελφή της ενώ ταυτόχρονα διαπιστώνει πως αρχίζει να ομορφαίνει επικίνδυνα. Θα καταφέρει λοιπόν η Φιλοθέη να αντικρίσει την Αθήνα; Θα μπορέσει να πραγματοποιήσει αυτόν τον στόχο; Πόσο πολύ θα την πεισμώσουν τα εμπόδια των καιρών και των ανθρώπων;
Συναρπαστικές ιστορίες, εξαίσια και λεπτοκεντημένη πλοκή, γεμάτη διαχρονικά μηνύματα που αντικατοπτρίζουν την παθογένεια της ελληνικής οικογένειας, ενδιαφέροντες και διαλεχτοί χαρακτήρες που εξελίσσονται κι όλα αυτά σε μια εποχή όπου «τα σχολεία στις μοναξιασμένες, ταλαίπωρες επαρχίες πότε άνοιγαν και πότε έκλειναν, ανάλογα με τα σχέδια των πολέμαρχων που είχαν την πεποίθηση ότι στήνουν φυτώρια δάφνης και ένδοξου μαϊντανού. Βασικό λίπασμα το αίμα και η δυστυχία. Στα δέντρα έβλεπες κρεμασμένους τους ήρωες της Κυριακής και ας ήταν μόλις Δευτέρα…Ως την επόμενη Κυριακή, αν δεν είχε βρεθεί κανένας πολύ δικός σου κρεμασμένος, είχες συνηθίσει τις κρεμάλες. Άντε μπρος για λίγο σχολείο και μια φέτα ψωμί με κίτρινο τυρί από γάλα διεθνών αγελάδων ως συσσίτιο» (σελ. 270). Οι λυρικές βελονιές του συγγραφέα ακουμπούν ελαφρά το κείμενο για να μη χαλάσουν την πίκρα που ξεπηδάει από τις λέξεις: «Ο χειμώνας της παλιάς επαρχίας. Με λάσπη κι ερημιά. Λίγα φώτα και θολά τζάμια καφενείων με γκρίζους θαμώνες» (σελ. 274).
Βρισκόμαστε στη Ροδόσταμη της Ανατολικής Μακεδονίας, όπου οι πρόσφυγες του 1922 έφεραν καινούργια πνοή και μυρωδιά. Σε αυτόν τον τόπο το τριαντάφυλλο είναι το πιο αξιόλογο εμπορεύσιμο προϊόν: γλυκά του κουταλιού, ροδέλαιο, ανθόνερο, θυμιάματα, λικέρ με αφροδισιακές ιδιότητες, ακόμη και κλινική για δυσκοίλιους, το «Μπονζούρ», μιας και το διευκολυντικό γλυκό του κουταλιού τριαντάφυλλο έχει εξαιρετικά αποτελέσματα (πολύ σύντομα όμως το καθάρσιο και άλλα φάρμακα θα αποτελέσουν ισχυρούς αντιπάλους για τον «αφοδευτικό τουρισμό» της περιοχής). Το 1959 έχουμε ακόμη Ψυχοσάββατα που βαραίνουν από τα πένθη της Κατοχής και ταυτόχρονα ήρθε η ώρα να φύγει μεταναστευτικό λεφούσι για τη Γερμανία, αποδεκατίζοντας το χωριό και δημιουργώντας σπαραξικάρδιους αποχαιρετισμούς. Οι τραγικές και διαχρονικές αλήθειες έρχονται απρόσμενα: «Το 1959 οι άντρες στη χώρα γενικώς και στη Ροδόσταμη ειδικώς ήταν λιπόσαρκοι…ούτε οι τετρακέφαλοι ούτε οι γλουτιαίοι τούς έκαναν εντύπωση. Άλλες ήταν οι έγνοιες στις μικροζωές τους. Έκρυβαν θλίψη αυτές οι ζωές, πολλή απόγνωση κι ακόμη περισσότερο θυμό. Γι’ αυτό οι οικογενειάρχες ξεσπούσαν στις γυναίκες και στο τσούρμο των απογόνων τους. Το ξύλο για τον αντρικό πληθυσμό της γειτονιάς προϋπήρχε του Παραδείσου» (σελ. 65).
Η Ροδόσταμη είναι ένα κλασικό, παραδοσιακό μέρος, όπου διαδραματίζονται αλήστου μνήμης παραστατικές σκηνές, με μικρά και μεγάλα στιγμιότυπα που αποτυπώνουν ακριβώς την εποχή, τον τόπο, την κουλτούρα των ανθρώπων της ελληνικής επαρχίας στο μεταίχμιο δύο δεκαετιών. Πότε συγκαλυμμένα και πότε κοφτά, καταγράφονται οι προσδοκίες, τα όνειρα, η κούραση, η ρουτίνα, η φτώχεια, η απελπισία αυτών των ανθρώπων που πάλευαν για ένα καλύτερο αύριο χωρίς να ξέρουν κάτι άλλο από το ξύλο και το κεράτωμα οι άντρες («όταν μεθάμε κάνουμε μπόλικες σκατοδουλειές»), από τη σιωπή και την ανοχή οι γυναίκες, από τα κοκορέματα οι γιοι, από το φευγιό σε γάμους οι κόρες. Το χιούμορ ξεπετάγεται αναπάντεχα, σε απροσδόκητα σημεία: «…είχε μισή πιατέλα κόλλυβα από το χθεσινό ετήσιο μνημόσυνο μιας εκατόχρονης γριάς που την πάτησε εντέλει τρακτέρ… Η Κατίνα με τα παιδιά, χωρίς δεύτερη σκέψη, έκαναν πλήρες σέρβις συχώριου στη γηραιά κυρία…είχαν μια διαβολεμένη όρεξη» (σελ. 106).
Έχουμε επίσης πολλές και ξεκαρδιστικές αναφορές στη μικροκοινωνία του χωριού και ταυτόχρονα παρατηρήσεις και σχόλια για τις μεταγενέστερες αλλαγές που αυτή υπέστη, για την αίγλη που χάθηκε, για την απώλεια του ήθους και άλλων αρετών. Στα ονόματα και στους χαρακτήρες ο συγγραφέας έχει δώσει ρέστα: ο δήμαρχος, ο παπάς, οι δύο ανταγωνιζόμενοι οδοντίατροι, η δασκάλα, η επιστήθια φίλη και συμμαθήτρια της Φιλοθέης και μετριοτάτης αντιλήψεως Μαρικούλα, η μοδίστρα, ο φαρμακοποιός, το καινούργιο κελεπούρι στο τοπικό πορνείο με διεθνή παρακαλώ εύσημα με το καλλιτεχνικό όνομα Ψωλίτα Μπονασέρα από την Παραγουάη, η μεγαλύτερη αοιδός-φίρμα στα πανηγύρια Τζουτζούκα Πλαταμώνα που ψάχνει τον Ηρακλή που την εκμαύλισε και κατέληξε να τραγουδάει στο κοσμικό κέντρο «Τα Παλαμάκια», ο χωροφύλακας, ο ειρηνοδίκης και πολλά άλλα πρόσωπα αποτελούν το ασφυκτικό περιβάλλον των αδελφάδων Γαργάρα που καταστρώνουν σχέδιο για την άλωση των Αθηνών. Όλοι τους αλληλοεπιδρούν, αλληλοεπηρεάζονται, συναναστρέφονται και κανείς από τους αναγνώστες δεν μπορεί να φανταστεί ούτε τη συνέχεια ούτε την κατάληξη.
«Η άλωση των Αθηνών από τις αδερφές Γαργάρα» είναι ένα τραγικωμικό μυθιστόρημα γεμάτο διαχρονικές αλήθειες, συγκινητικές και αστείες στιγμές, διαρκείς ανατροπές, διαλεγμένους χαρακτήρες που ζωντανεύει τον αργό θάνατο ενός χωριού και των κατοίκων του. Όνειρα που δεν πραγματοποιούνται, φιλοδοξίες που καταπνίγονται, ξύλο που μοιράζεται αφειδώς, ψυχικά τραύματα που ριζώνουν βαθιά, μια κοινότητα που αποδεκατίζεται αργά αλλά σταθερά και μεταμορφώνεται στο πέρασμα του χρόνου καταγράφονται ακριβοδίκαια και δημιουργούν έναν σφιχτό κλοιό. Ένα κείμενο-αργαλειός με καλά υπολογισμένες και ισομοιρασμένες σαϊτιές γέλιου, σκεπτικισμού και διαχρονικών πανανθρώπινων μηνυμάτων που με έκαναν να ξεκαρδιστώ και να προβληματιστώ ταυτόχρονα.
0 Σχόλια