Η βοή απλώθηκε πάνω απ’ την πόλη. απρόσκλητη, καταλυτική.
Οι αυτόχθονες κάτοικοι αιφνιδιάστηκαν. Το γεγονός πήρε διαστάσεις πάνω απ’ την τηλεοπτική επικαιρότητα.
Οι μετανάστες βάλθηκαν να χτυπούν ταμπούρλα –που ξέθαψαν ποιός ξέρει από πού- στους ρυθμούς των δικών τους παραδόσεων. επικλήσεις στο δικό τους Θεό.
Για κάποιους τρίτους, εκκεντρικούς, η βοή τους έφερε συναισθηματική ανάταση. Ήταν σαν ένα ρομαντικό κλειδί που τους απελευθέρωσε απ’ το ορθολογιστικό, μηχανικό μοντέλο της εποχής. Ερωτεύτηκαν και το φώναζαν κάθε νύχτα που η βοή ακουγόταν πιο έντονη μπροστά στην υποχώρηση των ήχων της μέρας.
Οι υπερήλικες κοιτούσαν τις φεγγαρόλουστες νύχτες με θαμπωμένη εμπειρία στα μάτια. Και την άκουγαν περισσότερο με τ’ αυτιά της ψυχής τους παρά με την αδρανή πλέον αίσθηση της ακοής.
Και οι υπόλοιποι, ο περισσότερος κόσμος εκτός προσφύγων, των περιθωριακών και των γέρων, όλοι οι άλλοι, φτωχοί, γιάπηδες, εργαζόμενοι, θρησκευόμενοι, παιδιά, τουρίστες; Όλοι αυτοί φοβόντουσαν. Ο τρόμος φώλιασε μέσα τους και μέρα τη μέρα, που η βοή δεν έφευγε όπως έλπιζαν σαν ένα όνειρο κακό, κάθε που ξύπναγαν και την άκουγαν, έτρεμαν…
Κι εγώ άκουγα τη βοή. Μόνο τα βράδια, τότε ήθελα. Τα πρωινά φρόντιζα να επικεντρώνομαι σε διάφορες δραστηριότητες, να μην την προσέχω, να μην της δίνω σημασία. Ήχοι που παλιότερα μ’ ενοχλούσαν, η μηχανή κάποιου αυτοκινήτου, απότομοι κρότοι, τριξίματα από αλάδωτες πόρτες, όλα αυτά έγιναν σύμμαχοι μου στο να μην ακούω τη βοή.
Τα βράδια όμως, όταν έπεφτε η νύχτα, χωρίς φως στο μικρό μου δωμάτιο, η σκέψη μου άγγιζε τη βοή σαν νά ’ταν επισκέπτης μεσ’ το σκοτάδι. Πάσχισα να την αποκρυπτογραφήσω, να την ψηλαφίσω.
Δεν τα κατάφερνα όμως! Η απογοήτευση όμως μ’ ενθάρρυνε να συνεχίσω. Και ήθελα να βγω έξω από το ίδρυμα. Να περπατήσω στους γεμάτους μοναξιά, άδειους δρόμους. Ν’ αφουγραστώ μαζί με τη βοή την ξεκάθαρη σύγχυση των πραγμάτων και των ανθρώπων.
Και δεν μπορούσα. Κλεισμένη, φυλακισμένη σ’ αυτή την γκρίζα κάμαρα για τους παραβατικούς. Έβλεπα μόνο την λάμψη της νύχτας και της βοής απ’ το μικρό μου παράθυρο στο φωταγωγό. Και φούντωνε μέσα μου μια δημιουργική απραξία. Και ριγούσε τα τύμπανα μου η βοή. Αποστροφή στα μουσικά μοτίβα της εποχής.
Μου είπαν ότι μόνο εγώ την άκουγα. Μα ξέρω, την άκουγαν και οι άλλοι. Αλλά ακόμα κι αν δεν την άκουγαν όλοι, δεν είμαι τρελή. Η βοή είναι γύρω μας. Είναι σαν το φεγγάρι να παίζει παράφωνα φλάουτο.
_
γράφει ο Ιωάννης Ξύδης
Εξαιρετικό το κείμενό σας. Και ταιριάζει γάντι στους καιρούς μας. Μας λένε τρελούς εμάς που την ακούμε ετούτη τη βοή. Μα το φεγγάρι παίζει παράφωνα εδώ και καιρό.
Αρπάζω τη φράση που με κέρδισε πιο πολύ:
Ν’ αφουγραστώ μαζί με τη βοή την ξεκάθαρη σύγχυση των πραγμάτων και των ανθρώπων.
Μακάρι να ήταν ξεκάθαρη για όλους μας…ίσως τότε να…;
Καιροί σύγχυσης, καιροί αποξένωσης, καιροί του Πύργου της Βαβέλ, καιροί που η Βοή έχει πάρει τη θέση του Λόγου…
Το κείμενο του Γιάννη Ξύδη είναι, σε πρώτη ανάγνωση, «κλειστό» και απαισιόδοξο. Σε δεύτερη ανάγνωση ωστόσο, διαφαίνεται (όπως τουλάχιστον προσωπικά εισπράττω) η ενδόμυχη πεποίθηση του συγγραφέα ότι η ομορφιά, η τέχνη και η ευαισθησία “θα σώσουν, τελικά, τον κόσμο”. Μακάρι να είναι έτσι…