–
γράφει η Κατερίνα Σιδέρη
–
Από μικρή θυμάμαι, κάθε φορά που κάποιος δικός μας έφευγε από τη ζωή, οι μεγάλοι να μας λένε ότι πήγε στον ουρανό. Ασαφής έκφραση για ένα παιδί.
Πως πήγε στον ουρανό;
Που θα μείνει;
Γιατί πήγε στον ουρανό;
Μήπως δεν ήμουν καλό παιδί και γι’ αυτό έφυγε;
Εύλογες ερωτήσεις που δεν έβρισκαν πάντα απάντηση όσο κι αν προσπαθούσαν οι γονείς ή οι δικοί μας άνθρωποι να μας καθησυχάσουν.
Ήταν μια συνθήκη που έμεινε ζωντανή και εξακολουθεί να μένει ακόμη και σήμερα, μια συνθήκη που μεν στενοχωρεί τα παιδιά, αλλά αφήνει ελπίδες στην παιδική τους καρδιά ότι η γιαγιά ή ο παππούς που τόσο αγαπούσαν, έφυγε για κάπου αλλού και εξακολουθεί να υπάρχει.
Είναι δύσκολο να εξηγήσεις σε ένα παιδί την απώλεια, γι’ αυτό και όταν έπεσε στην αντίληψή μου το παραμύθι της Έλλης Διακογιάννη, ένα σύντομο βιογραφικό της οποίας υπάρχει στο τέλος του άρθρου, τα αναζήτησα με αδημονία για να το διαβάσω και να σας το παρουσιάσω, ξεχειλίζοντας από παιδικές αναμνήσεις και θύμισες.
Μια αξιαγάπητη γιαγιά όπως όλες, ζούσε μοναχή της σε ένα όμορφο χωριό σε ένα ψηλό βουνό. Αγαπούσε τον κήπο της, φρόντιζε επάξια το σπιτικό της και τα καλοκαίρια είχε συντροφιά της της αγαπημένη της εγγονή Έλλη. Μια κλασική γιαγιά με τα άσπρα της μαλλάκια, με την ποδιά της στη μέση, αεικίνητη και καλοσυνάτη, όπως θυμάμαι και εγώ με νοσταλγία τη δική μου γιαγιά.
Οι δυο τους έκαναν υπέροχα πράγματα. Μαγείρευαν, τραγουδούσαν, περνούσαν πολύ χρόνο μαζί και δένονταν όλο και περισσότερο.
Ώσπου έφτασε η αποφράδα εκείνη ημέρα και η αγαπημένη μας γιαγιά έφυγε για τον ουρανό και έγινε σύννεφο.
Η Έλλη στην αρχή θύμωσε με τη γιαγιά της, την παρακαλούσε να γυρίσει κοντά της, αλλά η γιαγιά… έπαιζε με τον ήλιο, γινόταν βροχή και πότιζε τον κήπο της και η μικρή μας φίλη περίμενε, όλο και περίμενε χωρίς αποτέλεσμα.
Κάπου εδώ, τη σκυτάλη θα πάρει η μαμά της Έλλης και με τη βοήθειά της θα δώσει στην κόρη της να καταλάβει όσο βέβαια μπορεί, ότι είχε έρθει η ώρα η γιαγιά να αφήσει τη γη και να ανέβει στον ουρανό. Με τρυφερότητα, αγάπη και υπομονή, η μαμά εξήγησε στην Έλλη τον κύκλο της ζωής και η μικρή ένιωσε καλύτερα.
Γιατί η γιαγιά ήταν πάντα δίπλα στην αγαπημένη της εγγονή, άλλοτε για να της πάρει τη λύπη και άλλοτε για να την αγκαλιάσει στοργικά.
Όλοι όσοι φεύγουν από κοντά μας μικροί μου φίλοι και γίνονται σύννεφα στον ουρανό, ζουν μέσα στην καρδιά μας για πάντα. Στην καρδιά μας θα έχουν τη δική τους ξεχωριστή και μοναδική θέση και η αγάπη τους θα μας συντροφεύει κάθε στιγμή, κάθε φορά που έχουμε την ανάγκη τους.
Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο και αξιόλογο παραμύθι, ένα παραμύθι σταθμός για πολλά – πολλά παιδιά που βιώνουν την απώλεια στη ευαίσθητη παιδική ηλικία και θεωρώ ότι είναι σε θέση να τα βοηθήσει να ξεπεράσουν αυτό το μεταβατικό και συνάμα πρωτόγνωρο στάδιο που καλούνται να αντιμετωπίσουν.
Στο τέλος δε του παραμυθιού, εύλογα υπάρχουν έξυπνες και διασκεδαστικές δραστηριότητες για να αποφορτίσουν το κλίμα της ανάγνωσης, δίνοντας στα παιδιά χαμόγελα και ανέμελες στιγμές.
Εικονογράφηση: Σπύρος Ζαχαρόπουλος
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα του βιβλίου.
Γεννημένη το 1991 αγαπά τα βιβλία, τη βιωματική γραφή, τις ιστορίες και τις αναμνήσεις. Έχει παρακαλουθήσει σεμινάρια δημιουργικής γραφής και έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή «Άστρο ημέρας».
Επίσης έχει συμμετάσχει στη συλλογή διηγημάτων «Χωρίς ρεζέρβα» με το διήγημα «Ξύλινη καρδιά.»
Η «γιαγιά που έγινε σύννεφο» είναι το πρώτο της παραμύθι.
Το οπισθόφυλλο του βιβλίου αναφέρει:
Μια ιστορία για την απώλεια και την ανάκτηση, την αγάπη και τη μετουσίωσή της, όταν η αναχώρηση των αγαπημένων μάς στερεί μέρες, στιγμές χωρίς ποτέ να μπορεί να μας πάρει τις αναμνήσεις που μοιραστήκαμε μαζί τους. Και οι αναμνήσεις μεταμορφώνονται σε ταξιδιάρικο σύννεφο που μας μεταφέρει ξανά κοντά τους.
Η γιαγιά των παιδικών μας χρόνων, μια μορφή αγαπημένη, κοινός τόπος νοσταλγίας και ανεύρεσης μιας ομορφότερης και πιο αγνής ζωής.
Περισσότερες πληροφορίες για το βιβλίο, θα βρείτε εδώ.
0 Σχόλια