Είχε ξεχάσει πώς είναι να ζει,
ζώντας την κάθε μέρα με την προσμονή
πως η δυσκολία θα ξεχαστεί
και θα γίνουν όλα εορτή.
Η χαρά του ονείρου την κρατούσε ζωντανή
μα ο ορισμός του τέλους, την βρήκε νεκρή.
Το μυαλό της ταξίδευε σε μέρη μακρινά
που όλα ήσαν ήμερα και θαυμαστά
μα τώρα πως μπορεί να ταξιδέψει,
όταν όλα γύρω της έχουν θεριέψει;
Μα τώρα πρέπει να βγει να διασκεδάσει
κι ό,τι συνέβη να το ξεχάσει,
με πρόσωπα αγαπημένα να συνευρεθεί,
αυτά που της υπαγόρευαν να απαρνηθεί.
Στην άμμο γυμνή να περπατήσει
και το κορμί της με νερό να ντύσει,
τα φύκια που δεν ήθελε τώρα να αγγίζει
και τα ξανθά μαλλιά της με ήλιο να ποτίζει.
Έλα χαμογέλα, μη σταματάς,
τη ζωή που έθαψες, τώρα να μεθάς.
Ο εφιάλτης τελείωσε και πρέπει να ξυπνήσει
μα το κρεβάτι ψήλωσε
και την έχει αιχμαλωτίσει!
Η σκέψη συντροφιά καλή,
μα τώρα γιγάντωσε κι έγινε δεινή.
Αισθήματα νέα και δυνατά
μα συνάμα ήσυχα και βουβά.
Αυτά που τώρα πρέπει να ξεχάσει,
τον όχλο της κοινωνίας να δαμάσει.
Οι τοίχοι στο σπίτι έμοιαζαν οδυνηροί
μα η ξεκλείδωτη πόρτα είναι τώρα κλειστή.
Μα τώρα πρέπει να βγει και να ξεχάσει,
αυτό που συνέβη, δεν θα ξανάρθει.
Στο δρόμο ελεύθερη να περπατήσει
και το κορμί της με χρώματα να ντύσει,
το βήμα της να ανοίξει
κι η πόλη να την ανταμείψει.
Έλα χαμογέλα, μη σταματάς,
τη ζωή που έπαψες,
τώρα σου λένε να σκορπάς.
_
γράφει ο Νίκος Λειβαδαράς
0 Σχόλια