ΒΑΓΙΟΣ (Προς τον αναγνώστη): Τον ήλιο δένω στ’ άρμενα κι έναν Σταυρό στην πλώρη,
άγκυρα λύνω και ζητώ απ’ τον παραγιό μου φόκο1.
Μαΐστρος, Όστρια ή Γαρμπής, Γραίγος ή ξεροβόρι:
λίγο με νοιάζουν -όταν κάτσω στου ψαρά τον θώκο2.
Με λένε Βάγιο Ακριτζή -φύτρα από Σαντορίνη:
για ‘μας, η θάλασσα θα πει γέννες, καημοί και τάφοι.
Εξήντα δυό χρόνια, γυρνώ με δανεικό κοφίνι:
ό,τι ψαριά πιάσω πουλώ -κι ό,τι απομείνει, στράφι.
Τα βράχια εδώ θυμίζουνε αφροκομμένα κιούπια
που -από το έμπα των νερών- κελάρυσαν στο σχήμα:
άλλα γινήκαν φλέβες ροζ, άλλα ξερά χαρούπια,
κι άλλα από άμμο αέρινη διαλύθηκαν στο κύμα.
Τον παραγιό μου λεν’ Στρατή -κι είν’ ένα αντράκι πρώτο:
οχτώ χρόνια στη δούλεψη, στο ζύγι, στο καφάσι,
λύνει μαζεύει τα σκοινιά, στήνει ξεστήνει φλόκο
και την ψαρότρατά μας βάφει με μπογιά κεράσι.
Την τράτα μας λεν’ Ασπασώ, κι έχει σκαρί ρημάδι.
Βρέξει-χιονίσει φεύγουμε μόλις γλυκοχαράξει
κι αρόδο στ’ αχνοπέλαγα3 ρίχνουμε παραγάδι
τσουπ! ν’ ανεβούνε στον αφρό ψαράκια από μετάξι4.
Κι έρχουνται -τ’ αφιλότιμα- σε σύμμετρα κοπάδια:
μιλιούνια αθερινόπουλα, λαβράκια και καπόνια.
Έτσι που -σαν θα τα ιδώ, λιώνει η καρδιά μου η άδεια
κι αντίς ν’ απλώσω δόλωμα, ξεχνάω και τα τιμόνια:
ΒΑΓΙΟΣ (Προς τα ψαράκια): – Γειά σας, ψαράκια γελαστά! Κάναμε μαύρα μάτια!!
ΨΑΡΑΚΙΑ: – Ώρα καλή, βαρκάρηδες! Πώς είστε; Πώς περνάτε;
ΣΤΡΑΤΗΣ: – Τα ίδια… Τίποτα εκλεχτό. Ταξίδια και κεσάτια5.
ΨΑΡΑΚΙΑ: – Ε, τότε να πηγαίνουμε.. Τα δέοντα6, όπου πάτε!
ΒΑΓΙΟΣ (Προς τον αναγνώστη): Στρίβανε τότε τις ουρές, κάνανε κολοτούμπα
κι αφομοιώνονταν αργά στα λαδοκόπα7 βάθη.
Κοιτιόμαστε με το Στρατή: πώς ξέφυγαν τη λούμπα8
και κρύφτηκαν -τα πονηρά- στου μπλε το κατακάθι;
Μα κάποια ώρα, τέλειωναν τα πρωινά κουράγια:
κλείναμε τ’ άσπρα μας πανιά στο πιτς φυτίλι, τότες,
παρκάραμε την Ασπασώ στο λιμανάκι πλάγια
και πριν καλά να δέσουμε, μάς πλεύριζαν νησιώτες:
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ: – Βαγιούλη και Στρατάκο μας! Ήρθαμε να προφτάσουμε!
Πόσο παν’ τα μπαρμπούνια σας; Πόσο τα καλαμάρια;
ΒΑΓΙΟΣ (Προς τον κόσμο): – Σταθείτε λίγο, βρε παιδιά.. Εκεί θα τα χαλάσουμε;
Να πιούμε πρώτα ένα νερό, κι ύστερα τα παζάρια…
ΒΑΓΙΟΣ (Προς τον αναγνώστη): Και, για να μη γενούμε ‘δα κι ολότελα ρεζίλι
πως είχε πάει άδικα η ψαράδική μας ρότα,
συχνάζαμε στο καπηλειό του Μπάρνα του Βασίλη
και παραγγέλναμε κρυφά κατεψυγμένη γόπα.
Καθόμαστε ένα τέταρτο -όσο να ξεπαγώσει,
και τη φορτώναμε στη ζούλα σε δυό τρύπια κάρα,
τη ρίχναμε στα δίχτυα μας, κι ώσπου να σουρουπώσει,
γυρνούσαμε στα σπίτια μας με αδειανά τελάρα.
Έτσι λοιπόν, χρόνους πολλούς, τ’ ομορφονήσι τούτο
ουδέ ποτέ του ξώμεινε από ψάρι ή καλαμάρι.
Και το μικρό μας μυστικό, το παίζαν στο λαούτο
εφτά πανηγυρόπαιδα9 για του Άγιου τη χάρη:
Σε κάτι δειλινά απαλά, με τη δροσιά στο ντέφι,
στήνανε κύπελλα χρυσά για κέρμα χαρτζιλίκι,
λέγαν την ιστορία μας με χρώμα και με κέφι,
προσκύναγαν τον Άγιο, και παίζανε ξυλίκι10.
_
γράφει η Ιωάννα Μαρία Νικολακάκη
- φόκο: φωτιά (εδώ, ο ήρωας ζητά από τον παραγιό του, τον Στρατή, αναπτήρα για ν’ ανάψει το μοναδικό πρωινό του τσιγάρο, μεσοπέλαγα).
- όταν κάτσω στου ψαρά τον θώκο: Εδώ, ο ήρωας αναφέρεται στο επάγγελμα (τη θέση) του ψαρά.
- αχνοπέλαγα: πέλαγα που ο ορίζοντάς τους, από τη ζέστη της μέρας, φαινόταν αχνός.
- για ν’ ανεβούνε στον αφρό ψαράκια από μετάξι: για ν’ ανεβούνε στον αφρό ψαράκια, που το δέρμα τους φαινόταν (κάτω απ’ τον ήλιο) απαλό, γκρίζο και λείο -σαν μεταξένιο.
- Ταξίδια και κεσάτια: Η φράση περιγράφει με συντομία τη ζωή του βαρκάρη σε ένα νησί, που είναι όλο ταξιδέματα και φτώχειες.
- Τα δέοντα: Να μεταφέρετε τα δέοντα (δηλαδή: Να μεταφέρετε τους δέοντες χαιρετισμούς).
- λαδοκόπα (ποιητική αδεία): από το ρήμα λαδοκοπώ (κατά το «λαμποκοπώ», «αστραφτοκοπώ» κτλ.) που σημαίνει εκπέμπω και αντανακλώ παντού το πράσινο χρώμα του λαδιού.
- ξέφυγαν τη λούμπα: ξέφυγαν την παγίδα (δηλαδή το δόλωμα) που τούς είχαν βάλει οι βαρκάρηδες -για να τα ψαρέψουν.
- πανηγυρόπαιδα: παιδιά που μαζεύονταν έξω από τα ξωκλήσια στα πανηγύρια, τις παραμονές της εορτής των Αγίων του νησιού, κι έπαιζαν μουσικά όργανα τραγουδώντας και περιμένοντας χαρτζιλίκι από τους περαστικούς. Η έννοια του Αγίου εδώ αναφέρεται, με τρόπο συμβολικό, σε όλους τους Αγίους του τόπου μας.
- παίζανε ξυλίκι: είδος αυτοσχέδιου παιχνιδιού, που παιζόταν κυρίως από τα παιδάκια της υπαίθρου, τα παλιά χρόνια.
0 Σχόλια