Μια φορά κι έναν καιρό, σε έναν τόπο μακρινό, ζούσε μια καλή χηνούλα που την έλεγαν Χιονούλα. Ήταν άσπρη σαν το γάλα και καλόκαρδη, ψυχούλα. Ζούσε σε μια φάρμα με χήνες, μ’ άλλα ζώα, σε σπιτάκι μικρό πίσω στην αυλή, αλλά παράπονο δεν είχε κι είχε ήρεμη ζωή. Κάθε πρωί καμαρωτή βόλτες έκανε στην αυλή, έπαιζε με τις κοτούλες, με τα αλογάκια, μα και με τα γουρουνάκια – την αγαπούσαν όλα τα ζωάκια.
Μια μέρα βροχερή, που φύσαγε πάρα πολύ, ο άνεμος χάλασε τα σπιτάκια. Όλα τα ζώα έτρεχαν να κρυφτούν και μια στέγη για να βρουν. Ξάφνου έρχεται ένας λύκος, που ψάχνει την κατάλληλη ευκαιρία να βρει και κοτούλες να γευτεί. Μα η καλή μας η χηνούλα, που έχει και καλή καρδούλα, τρέχει προς την κυρά της, φωνάζει στα αφεντικά της:
-Λύκος, λύκος έχει φτάσει και όλους θα μας φάει για να χορτάσει.
Τρέχει τότε η αφεντικίνα με μια σκούπα, στο κεφάλι τον χτυπά για να τον διώξει μακριά. Πάει ο λύκος, φεύγει τώρα με πόνο στο κεφάλι και σκέφτεται κάτι τέτοιο να μην ξανακάνει. Όλα τα ζωάκια, οι κοτούλες, τα άλογα, τα προβατάκια, την καλόκαρδη χηνούλα ευχαριστούν και με χαρά την αγκαλιάζουν, τη φιλούν. Η Χιονούλα με αγάπη δεν ένιωθε ότι έκανε κάτι γιατί όλους θέλει να τους βοηθά και το καλό πάντα να σκορπά.
Όταν το καλό συμβαίνει, η ζωή μας ομορφαίνει.
Και ζήσαν μέσα στην αυλή με αγάπη και στοργή
αρμονικά και ειρηνικά για χρόνια πολλά πολλά πολλά.
Κι εμείς όμως ζούμε και δημιουργούμε το δικό μας παραμύθι…
–
γράφει η Μαρία Καφφέ
Πολύ όμορφο το παραμύθι σας και πολύ όμορφα τα μηνύματά του!!Να είστε καλά!!
Τι όμορφο παραμύθι…!!!!!
Μπράβο, σ όποιον το ζει και ΜΠΡΑΒΟ σ όποιον το πλάθει….!