Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε στη ζούγκλα μια ελεφαντίνα, μαζί με τα άλλα ζώα. Ήταν γιαγιά και καθώς βαριόταν γιατί δεν είχε τίποτα να κάνει, περνούσε την ώρα της κουτσομπολεύοντας. Της άρεσε πολύ να ανακατεύεται στη ζωή των άλλων και να σχολιάζει τι έκανε ο ένας και ο άλλος. Γι’ αυτό τη φώναζαν Κατίνα Ελεφαντίνα!
Η Κατίνα Ελεφαντίνα ήξερε τα μυστικά όλων των ζώων της ζούγκλας, όπως τι σκάρωνε ο Εξυπνίδης Φίδης, ποια ήταν η αγαπημένη του Ερωτύλου Κροκοδείλου, με ποιον μιλούσε η Παρδαλή Λεοπάρδαλη ή γιατί ήταν στενοχωρημένος ο Κλαψιάρης Λιοντάρης.
Το κουτσομπολιό ήταν το αγαπημένο της χόμπυ. Κάθε φορά που οι φίλοι της την μάλωναν για την κακιά της συνήθεια, εκείνη απαντούσε όλο περηφάνεια: «Δεν είμαι εγώ περίεργη! Εσείς μιλάτε δυνατά! Και μπορεί να είμαι γριά, αλλά ακούω μια χαρά!»
Βέβαια, όλοι ήξεραν πως αυτό δεν ήταν αλήθεια.
Εκείνο το πρωί, η Κατίνα Ελεφαντίνα πήγε να παρακολουθήσει τον Γείτονα Πύθωνα και τον Αστειάτορα Αλιγάτορα. Οι δυο φίλοι στέκονταν κάτω από ένα δέντρο. Ο Αστειάτορας Αλιγάτορας έβγαινε από το ποτάμι και ο Γείτονας Πύθωνας περίμενε το μεσημεριανό του γεύμα, τον Μίκη Ποντίκη. Αφού κρύφτηκε πίσω από τον κορμό του δέντρου, η Κατίνα Ελεφαντίνα έστησε αυτί για να τα μάθει όλα με το νι και με το σίγμα.
Οι δυο φίλοι άρχισαν να κουβεντιάζουν:
«Έχεις καιρό να δεις τον Θεατρίνο Μπαμπουίνο;» ρώτησε ο Γείτονας Πύθωνας.
«Τον είδα χθες, να κοροϊδεύει τον Κλαψιάρη Λιοντάρη. Είχε πολύ πλάκα. Είχαν σκάσει όλοι στα γέλια», αποκρίθηκε ο Αστειάτορας Αλιγάτορας.
Με το που άκουσε Θεατρίνος Μπαμπουίνος, η Κατίνα Ελεφαντίνα κόλλησε το αυτί της στον κορμό για να ακούσει καλύτερα.
«Μα βέβαια» είπε ο Γείτονας Πύθωνας « Ο Θεατρίνος Μπαμπουίνος έχει ταλέντο. Είναι υπέροχος! Τον αγαπάμε πολύ! Τον έχουμε στην καρδιά μας!»
«Στην κοιλιά μας; Ω αυτό είναι τρομερό!» είπε χαμηλόφωνα η Κατίνα Ελεφαντίνα που καθώς ήταν κουφή, παράκουσε την κουβέντα των δύο φίλων της.
«Στην κοιλιά τους! Ώστε λοιπόν τον έφαγαν τον Θεατρίνο Μπαμπουίνο! Ω! Αυτό είναι τρομερό! Το ήξερα ότι κάτι κρύβουν αυτοί οι δύο, αλλά να φάνε τον Θεατρίνο Μπαμπουίνο; Αυτό, δεν το χωράει ο νους μου!»
Χωρίς να χάσει ούτε λεπτό, η Κατίνα Ελεφαντίνα τους ενημέρωσε όλους στη ζούγκλα για την απαίσια πράξη των δύο φίλων.
«Τον έφαγαν! Τον έφαγαν! Το ομολόγησαν!»
«Τι; Ποιος έφαγε ποιον; Τι είναι αυτά που λες;» ρωτούσαν τα ζώα της ζούγκλας μην μπορώντας να καταλάβουν τίποτα.
«Μα τι σας λέω; Ο Γείτονας Πύθωνας και ο Αστειάτορας Αλιγάτορας έφαγαν τον Θεατρίνο Μπαμπουίνο!
Οι κάτοικοι της ζούγκλας δεν πίστευαν στα αυτιά τους.
«Αν δεν με πιστεύετε, να πάτε στο σπίτι του Θεατρίνου Μπαμπουίνου. Κι αν είναι εκεί, να μου τρυπήσετε τη μύτη!»
Θέλοντας να ανακαλύψουν την αλήθεια, πήγαν όλοι μαζί στο σπίτι του Θεατρίνου Μπαμπουίνου.
«Θεατρίνε Μπαμπουίνε, είσαι εδώ; Θεατρίνε Μπαμπουίνε, είσαι εδώ;» φώναζαν μήπως τους ακούσει.
Όμως εκείνος τίποτα.
«Μας ακούς Θεατρίνε Μπαμπουίνε;»
Καμία απάντηση.
Έψαξαν παντού αλλά Θεατρίνoς Μπαμπουίνος, πουθενά. Κανείς τους όμως δεν ήξερε πως εκείνο το πρωί είχε έρθει στο διπλανό χωριό ένας θίασος και ο Θεατρίνoς Μπαμπουίνος θα έδινε παράσταση!
Όσο περνούσαν οι ώρες, τόσο ανησυχούσαν τα ζώα της ζούγκλας.
Κι όσο δεν εμφανιζόταν ο Θεατρίνoς Μπαμπουίνος, τόσο άρχιζαν να πιστεύουν πως η Κατίνα Ελεφαντίνα έλεγε την αλήθεια.
«Σε πιστεύουμε τώρα» της είπαν. Αυτοί οι απαισιότατοι, ο Γείτονας Πύθωνας και ο Αστειάτορας Αλιγάτορας, έκαναν μία χαψιά τον καλό μας φίλο μας κι αυτό δεν θα περάσει έτσι! Θα το πληρώσουν πολύ ακριβά αυτό που έκαναν!»
Η Κατίνα Ελεφαντίνα, χαρούμενη που αποκάλυψε τους δύο κακούς της ζούγκλας, γύρισε σπίτι της.
Η παρέα της ζούγκλας πήγε αμέσως να βρει τους ενόχους. Ο Γείτονας Πύθωνας και ο Αστειάτορας Αλιγάτορας συνέχιζαν ακόμα την κουβέντα τους από το δέντρο, δίπλα στο ποτάμι.
«Ντροπή σας!» Φώναξε η παρέα.
«Ε; Τι λέτε;» απάντησαν έκπληκτοι οι δυο φίλοι.
«Τα ξέρουμε όλα! Φάγατε τον Θεατρίνο Μπαμπουίνο! Σας άκουσε η Κατίνα Ελεφαντίνα να το ομολογείτε!»
«Χα χα, αυτό είναι ανέκδοτο» είπε γελώντας ο Αστειάτορας Αλιγάτορας».
«Να πάτε σπίτι του πρώτα. Και τότε θα δούμε αν τον έχουμε φάει! Χαχα»
«Εκεί ήμασταν αλλά ο Θεατρίνος Μπαμπουίνος δεν ήταν εκεί. Άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Η μάλλον άνοιξε η στοματάρα σας και τον κατάπιε! Δεν θα το αφήσουμε έτσι όμως. Θα τιμωρηθείτε γι’ αυτό που κάνατε. Ελάτε μαζί μας.»
Οι καημένοι οι φίλοι δεν μπορούσαν να αποδείξουν πως ήταν αθώοι. Έτσι, αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν την παρέα των θυμωμένων ζώων. Περπάτησαν πολλή ώρα, ώσπου τελικά έφτασαν στην άλλη πλευρά της ζούγκλας, εκεί οπού δεν υπήρχαν ούτε ποτάμια ούτε δέντρα, παρά μόνο ξερά χόρτα και βράχοι.
«Εδώ θα μείνετε λοιπόν. Μόνοι σας σ’ αυτήν την ασχήμια. Αυτό σας αξίζει» είπε η παρέα και έφυγε, αφήνοντας τους δύο φίλους πίσω, μακριά από όλους και από όλα.
Μένοντας μόνοι σ’ εκείνον τον αφιλόξενο τόπο, χωρίς πράσινο και χωρίς την παρέα των φίλων τους, ο Γείτονας Πύθωνας και ο Αστειάτορας Αλιγάτορας ήταν τόσο λυπημένοι που έκλαιγαν μέρα-νύχτα.
«Είναι άδικο να μας κατηγορούν για κάτι που δεν κάναμε! Αχ! Θα γεράσουμε εδώ!» παραπονιόταν κλαίγοντας ο Γείτονας Πύθωνας.
Εν τω μεταξύ, στην άλλη πλευρά της ζούγκλας, τα ζώα ένιωθαν περηφάνια που έκαναν το σωστό. Η Κατίνα Ελεφαντίνα ήταν ακόμα πιο υπερήφανη που είχε οδηγήσει την ομάδα στους ενόχους.
Ξαφνικά , ακούστηκε μια γνώριμη φωνή. Ήταν ο Θεατρίνος Μπαμπουίνος!
«Θεέ μου! Ζεις;» ρωτούσαν όλοι.
«Χα, χα, ζω και βασιλεύω, φίλοι μου! Και μάλιστα πήρα και το πρώτο βραβείο θεατρίνου! Που είναι οι φίλοι μου να τους πω πως είμαι και ο πρώτος; »
«Ποιοι φίλοι σου;» ρώτησε η παρέα.
«Μα φυσικά ο Γείτονας Πύθωνας και ο Αστειάτορας Αλιγάτορας. Ξέρετε τι μου είπαν τις προάλλες; «Είσαι υπέροχος! Σ’ αγαπάμε πολύ! Σ’ έχουμε στην καρδιά μας!»
«Στην καρδιά μας» ψιθύρισε η κουφή Ελεφαντίνα. «Ώστε λοιπόν είπαν «στην καρδιά μας» κι εγώ άκουσα «στην κοιλιά μας! Ωχ! Τι έκανα στους φίλους μας! Εγώ φταίω! Εγώ η κουφή!»
Η Κατίνα Ελεφαντίνα, εξήγησε στην παρέα της ζούγκλας τι είχε συμβεί από δικό της λάθος.
Αμέσως, έφτασαν όλοι στην άλλη όχθη της ζούγκλας για να απελευθερώσουν τους δύο άδικα τιμωρημένους φίλους. Τώρα πια, το μυστήριο είχε λυθεί και ήταν όλοι χαρούμενοι.
«Αχ Κατίνα Ελεφαντίνα, βλέπεις τι γίνεται όταν φυτρώνεις εκεί που δεν σε σπέρνουν;» τη μάλωσε η Παρδαλή Λεοπάρδαλη. «Αν κοίταζες τη δουλειά σου και δεν κρυφάκουγες ξένες κουβέντες, τίποτα από αυτά δεν θα γινόταν»
«Γείτονα Πύθωνα, Αστειάτορα Αλιγάτορα, σας ζητώ συγγνώμη με όλη μου την καρδιά! Η περιέργειά μου σας πλήγωσε τόσο! Από δω και πέρα, υπόσχομαι να μην ξανα-ανακατευτώ στις κουβέντες των άλλων. Το υπόσχομαι!»
Μετά από αυτήν την υπόσχεση, η παρέα της ζούγκλας δεν είχε πια λόγο να τη φωνάζει Κατίνα Ελεφαντίνα. Τώρα πια ήταν απλώς Ελεφαντίνα! Και είχε πάρει για τα καλά το μάθημά της. Κατάλαβε πως η περιέργεια βλάπτει. Πως ο καθένας πρέπει να κοιτάζει τη δουλειά του και να μην ασχολείται με τους άλλους. Γιατί όταν κουτσομπολεύουμε, μπορεί να πληγώσουμε αυτούς που αγαπάμε.
Από εκείνη τη στιγμή, η ζωή όλων στη ζούγκλα συνεχίστηκε με κέφι και χαρά. Συχνά μάλιστα, έβρισκαν ευκαιρία να σπάσουν πλάκα με τη γιαγιά Ελεφαντίνα που συνέχιζε να μην ακούει καλά.
«Ελεφαντίνα, πάμε να μαζέψουμε κακάο;»
«Να πάω; Πού να πάω;» απαντούσε εκείνη, και όλοι ξεσπούσαν σε χαχανητά.
Και σ’ αυτήν τη ζούγκλα όπου όλοι κοιτούσαν τη δουλειά τους, έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Τι όμορφο παραμύθι και πόσο διδακτικό!!!!Πολλά μπράβο!!!
Μόλις το κατέβασα για να το διαβάσω στα πιτσιρίκια μου.
Πολύ όμορφο παραμύθι.