«Υπάρχουν δύο τρόποι για να αντιπαθήσεις την ποίηση:
Ο ένας είναι να την αντιπαθείς. Ο δεύτερος είναι να διαβάζεις Pope»
Oscar Wilde
Αν ήθελα να παραφράσω την ρήση του Oscar Wilde, θα το έκανα ως εξής: «Υπάρχουν δύο τρόποι για να αντιπαθήσεις την ποίηση. Ο ένας είναι να την αντιπαθείς. Ο δεύτερος είναι να γίνεις φιλόλογος». Πραγματικά, η φιλολογία μοιάζει μερικές φορές να μην καταλαβαίνει τίποτα απολύτως από ποίηση και λογοτεχνία, κάνοντας τις πιο άστοχες κριτικές και τις πιο άκυρες αξιολογήσεις. Οι λόγοι για την διάσταση λογοτεχνίας και φιλολογίας είναι πολλοί και σύνθετοι, αλλά στο παρόν άρθρο θα θίξουμε, κατά τη γνώμη μου, τον βασικότερο και ουσιαστικότερο.
Αφορμή για αυτή την παρέμβαση ήταν ένα άρθρο του Δήμου Χλωπτσιούδη για την κριτική στην σύγχρονη εποχή. Το άρθρο ορθώς καυτηρίασε την κριτική των ημερών μας, ως απλή παρουσίαση βιβλίων – τις πλείστες φορές αδιάφορη – που εξαρτάται αποκλειστικά σχεδόν, είτε από τις εμπορικές σχέσεις εκδοτών/βιβλιοπωλών, είτε από τις μικρές κάστες/κλίκες που αναπτύσσονται μέσα στον λογοτεχνικό κύκλο. Η ανακύκλωση προσώπων και κριτικών καταντάει, σε τελική ανάλυση, ένα αέναο «I wash your back and you wash mine».
Νομίζω πως το πρόβλημα στην κριτική είναι βαθύτερο. Διαβάζοντας το εξαιρετικό δοκίμιο του Oscar Wilde «Ο Κριτικός ως Καλλιτέχνης» (“The Critic as Artist”), θα παρατηρήσουμε πως η λογοτεχνία και η κριτική δεν χωρίζονται από χάσμα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Wilde: «Ο κριτικός σίγουρα θα είναι ερμηνευτής, αλλά δεν θα αντιμετωπίσει την Τέχνη σαν μια αινιγματική Σφίγγα, της οποίας το ρηχό μυστικό μπορεί να μαντευθεί και να αποκαλυφθεί από κάποιον με πληγωμένα πόδια και που δεν γνωρίζει το όνομά του. Αντιθέτως, θα θεωρήσει την Τέχνη σαν Θεά, που είναι στην ευχέρειά του να εντείνει το μυστήριο της και που είναι προνόμιό του να κάνει το μεγαλείο της πιο θαυμαστό στα μάτια των ανθρώπων».
Με άλλα λόγια, ο κριτικός δεν προσπαθεί να παρουσιάσει, να αναλύσει, να επεξηγήσει και να τεκμηριώσει ένα λογοτεχνικό έργο, αλλά αντίθετα να προάγει την ίδια την Τέχνη, εξυπηρετώντας (με εντελώς διαφορετικό τρόπο) τον ίδιο σκοπό που εξυπηρετεί και ένα λογοτεχνικό έργο. Υπ’ αυτή την έννοια, ο κριτικός είναι ένας καλλιτέχνης στο σημείο που και οι δύο στοχεύουν στον ίδιο σκοπό, ακόμη κι όταν χρησιμοποιούν εντελώς διαφορετικά μέσα για να το πετύχουν.
Μπορεί κάποιος να διαφωνήσει με αυτή την άποψη του Wilde. Μπορεί όντως να υποστηρίξει την γενική παραδοχή, πως ο λογοτέχνης δημιουργεί και πραγματώνει το όραμά του, ενώ ο κριτικός απλά σχολιάζει το ήδη υπαρκτό λογοτεχνικό κείμενο. Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, το ερώτημα που εγείρει η σκέψη του Wilde, για την θεώρηση του κριτικού ως καλλιτέχνη, είναι αναπόφευκτο.
Για να μπορεί κάποιος να γράψει μια κριτική για ένα λογοτεχνικό έργο, ήτοι να εκφέρει κρίσεις και αξιολογικές προτάσεις, πρέπει πρώτα να ξέρει τι είναι αυτό το λογοτεχνικό έργο, το οποίο καλείται να σχολιάσει. Για να ξέρει όμως, τι είναι αυτό το λογοτεχνικό έργο, δεν πρέπει απλά να το έχει διαβάσει. Αυτό θα σήμαινε πως ο καθένας θα μπορούσε να γράψει κριτική. Πιστεύω πως ο καθένας μπορεί να εκφέρει μια γνώμη για ένα έργο που διάβασε, αλλά όταν πάμε στο επόμενο επίπεδο, για να εκφέρουμε κρίση για αυτό το έργο, η προσωπική μας άποψη πρέπει να διασταυρωθεί με ένα εξαιρετικά σημαντικό παράγοντα: Την βαθιά και πλήρη κατανόηση για το τι είναι Τέχνη γενικότερα.
Ξέρει σήμερα ένας κριτικός τι είναι Τέχνη, ώστε να καταλάβει ένα λογοτεχνικό έργο στην ολότητά του; Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα πρέπει να δούμε το προφίλ του σύγχρονου κριτικού και αν αυτό πληροί τις προϋποθέσεις. Ο σύγχρονος κριτικός είναι ο σύγχρονος φιλόλογος. Σίγουρα έχει σπουδάσει σε κάποιο τμήμα Νεοελληνικών σπουδών (ή την ευρύτερη φιλοσοφική) και σίγουρα έχει διδάξει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το μάθημα της ποίησης. Κατά πάσα πιθανότητα έχει αναπτύξει σχέσεις με εκδότες ή βιβλιοπωλεία κατά τη διάρκεια της φιλολογικής του πορείας ή τουλάχιστον έχει μια ιδέα για το πως δουλεύει το σύστημα (κι εδώ προσυπογράφω τις απόψεις του Δήμου Χλωπτσιούδη). Μπορεί κιόλας, μιας και έχει κάποιες άκρες, να έχει δημοσιεύσει κάποια ποιητική συλλογή ή κάποια νουβέλα εξαιτίας των επιρροών που έχει διαβάσει και «αφομοιώσει». Το μόνο σίγουρο είναι πως γνωρίζει απ’ έξω κι ανακατωτά την σύγχρονη νεοελληνική λογοτεχνία κυρίως από την γενιά του ’30 και μετά, αγνοώντας επιμελώς βασικά στοιχεία ξένης λογοτεχνίας. (Παράδειγμα που μου συνέβηκε: Φίλος φιλόλογος παρατήρησε σε ένα ποίημα μία (1) λέξη που είχα κοινή με τον Καβάφη – τον οποίο απέφυγα επιμελώς να χρησιμοποιήσω – αλλά αγνόησε παντελώς τις πιο κραυγαλέες αναφορές στον Poe, τον Wilde και τον Tolkien).
Λέξεις κλειδιά για το προφίλ: Σπουδάσει, διδάξει, διαβάσει, γνωρίζει. Με μία λέξη: Γνώση.
Το πρόβλημα – που πλέον έχει γιγαντωθεί στην σύγχρονη κριτική – είναι πως πλέον ο κριτικός/φιλόλογος βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στην γνώση του για να εκφέρει λόγο. Η ίδια η κριτική παίρνει την μορφή φιλολογικού δοκιμίου ή ακόμη χειρότερα φιλολογικής έρευνας, όπου ο κριτικός χρησιμοποιεί επιμελώς όλα τα μεθοδολογικά εργαλεία που του έχουν μάθει στα εισαγωγικά μαθήματα της φιλολογίας. Μιλάει για τεχνικά χαρακτηριστικά του έργου, μιλάει για το περιεχόμενο. Βρίσκει τις διακειμενικές αναφορές και τις επιδράσεις. Αναλύει σχέσεις μεταξύ στίχων ή λέξεων, ακόμη κι όταν αυτές δεν υπάρχουν. Επεξηγεί νοήματα και ερμηνεύει νοηματικά, προτείνοντας νέες προεκτάσεις στο ποίημα, ακόμη κι όταν αυτές δεν υποδηλώνονται. Εν ολίγοις, η κριτική σήμερα παίρνει την μορφή της κακής φιλολογικής ανάλυσης, που στοίχειωσε και στοιχειώνει την εκπαίδευση μέχρι και σήμερα, από το γυμνάσιο μέχρι την πανεπιστημιακή έρευνα.
Κι εδώ φτάνουμε στην ουσία του προβλήματος: Μπορεί η γνώση και η επιστημονική έρευνα να κατανοήσει την ουσία της Τέχνης και επομένως να ασκήσει κριτική; Η απάντηση που προσωπικά έχω να δώσω είναι αρνητική. Όχι δεν μπορεί. Η φιλολογία είναι επιστήμη και στοχεύει στην αλήθεια, ενώ η λογοτεχνία είναι Τέχνη και στοχεύει στην ομορφιά.
Ο φιλόλογος/κριτικός επιστρατεύει την γνώση του, αλλά η γνώση του εξυπηρετεί την αλήθεια. Όπως λέει και ο Wilde στο παραπάνω απόσπασμα, μοιάζει με τον Οιδίποδα ο οποίος προσπαθεί να μαντέψει ορθολογικά το αίνιγμα του λογοτεχνικού κειμένου. Οι θεωρίες πρόσληψης του αναγνώστη, ειδικά μετά την δεκαετία του ’60, στοχεύουν σε αυτή την πρακτική. Η ερμηνεία του κειμένου, που προσφέρει ο κριτικός, στην ουσία αποδομεί την ίδια την λογοτεχνική σύνθεση, προσπαθώντας να εκφράσει αληθείς προτάσεις. Οι κριτικές στηρίζονται σε ορθολογικά επιχειρήματα με συνοχή και συνέπεια, όπως και οι επιστημονικές μελέτες. Όμως αυτά τα πράγματα ελάχιστα σχετίζονται με την Τέχνη.
Η Τέχνη είναι στην πραγματικότητα ένα μυστήριο, τυλιγμένο με τις πιο λεπτές ψευδαισθήσεις. Στόχος της είναι γοητεύει. Όταν ο φιλόλογος ασκεί κριτική χρησιμοποιώντας την γνώση του, ουσιαστικά αφαιρεί από την Τέχνη την γοητεία της, την ομορφιά της, το μυστήριο και την ψευδαίσθηση που την κάνει τόσο ελκυστική. Η κρτική του κάνει την Τέχνη να μην είναι Τέχνη. Όπως όταν ένας ταχυδακτυλουργός παρουσιάζει ένα κόλπο, απλά γοητεύει το πλήθος, ο κριτικός είναι εκείνος που θα αναλύσει το κόλπο βήμα βήμα. Η μαγεία της ψευδαίσθησης χάνεται, υπό το φως της αποκάλυψης. Ενώ ο καλλιτέχνης ντύνει την τέχνη του με τα πιο εξωτικά στοιχεία, ο κριτικός είναι αυτός που επιμένει να βλέπει την αλήθεια γυμνή.
Οι στόχοι των δύο – του καλλιτέχνη και του φιλολόγου – είναι εκ διαμέτρου αντίθετοι. Ο ένας κρύβει την αλήθεια αναδεικνύοντας την Τέχνη του, ενώ ο κριτικός ακυρώνει την τέχνη προβάλλοντας την αλήθεια. Ο φιλόλογος, παρόλο που ασχολείται με την λογοτεχνία, έχει διαμετρικά αντίθετους στόχους από τον καλλιτέχνη για αυτό και δεν μπορεί να συλλάβει τα ουσιαστικά στοιχεία της Τέχνης. Όταν αναλώνεται βιβλιογραφικά, όταν απλά στήνει επιχειρήματα, όταν προσπαθεί να δικαιολογήσει ορθολογικά και αποδεικτικά την σκέψη του, πώς μπορεί μετά να καταλάβει τι σημαίνει η έμπνευση, το ταλέντο και η δημιουργικότητα που έχει ένας δημιουργός και τα αποτυπώνει στο έργο του;
Ακόμη κι όταν ο κριτικός είναι ο ίδιος λογοτέχνης, αυτό δεν βοηθά, αν δεν αποτάξει τον ρόλο του φιλολόγου. Ο λόγος που εκτός από κακές κριτικές έχουμε και κακή ποίηση στην σημερινή εποχή, είναι γιατί η ποίηση μοιάζει απελπιστικά με φιλολογία: Ο φιλόλογος έχει μια αλήθεια την οποία την μετατρέπει σε μια ψευδεπίφαση τέχνης˙ ο φιλόλογος όταν δημιουργεί κρύβει και δυσκολεύει το νόημα του, μόνο και μόνο για να έχει την δυνατότητα να το αναλύσει κριτικά αργότερα.
Επομένως ποια μπορεί να είναι η λύση; Ο διαχωρισμός της Φιλολογίας από την Λογοτεχνία είναι μια απαραίτητη προϋπόθεση για αυτό. Από κει και πέρα, οι ίδιοι οι αυθεντικοί λογοτέχνες θα αρχίσουν να ξεκινούν να ασκούν την κριτική, όχι ως φιλόλογοι, αλλά ως καλλιτέχνες, γεφυρώνοντας την διαφορά, όπως πρότεινε αρχικά ο Oscar Wilde. Αντί να επιστρατεύεται η τετράγωνη λογική και επιστημονική κατάρτιση, θα έπρεπε να επικαλούμαστε το αισθητικό κριτήριο, ένα κριτήριο το οποίο δεν μπορεί να εξηγηθεί με την αυστηρή λογική, αλλά που μιλάει άμεσα στον ψυχισμό του ανθρώπου. Η κριτική, εν κατακλείδι δεν είναι ένα υπόμνημα στο κείμενό, αλλά ένα νέο έργο τέχνης που θα έχει τον ίδιο σκοπό με το καθεαυτό ποίημα: Την ανάδειξη της ομορφιάς, του ψεύδους, της ψευδαίσθησης, της μαγείας και του ονείρου.
_
γράφει ο Ανδρέας Αντωνίου
Θα συμπληρώσω κάτι που τόνισα και στο δοκίμιό μου…
Ο καλλιτέχνης παίζοντας με το συναίσθημα οφείλει να πειραματίζεται, οφείλει να αναζητά την καινοτομία υποστηρίζοντας την Τέχνη. Κάθε τι άλλο απλά είναι εμπορική ικανοποίηση και υποπίπτει στο σκυλάδικο…
Ο κριτικός είναι εκείνος που θα αναζητήσει την καινοτομία επίσης, δε θα αρκεστεί στις εμμονικές φόρμες και τις φωτοκόπιες, διαχωρίζοντας έτσι την ποίηση από το κακέκτυπο της φάρσας. Και για τούτο θα επιστρατεύσει όλες του τις γνώσεις για την Ιστορία της Τέχνης και της Λογοτεχνίας μακριά από τα επιστημονικά εργαλεία.
Αν ο κριτικός δε γίνει καλλιτέχνης ποτέ θα νιώσει το έργο τέχνης (και τούτο ισχύει για όλες τις τέχνες)… Άλλωστε στην ταινία “Αναζητώντας τον Φόρεστερ” ο Σον Κόνερι διδάσκει ότι οι αποτυχημένοι καλλιτέχνες/λογοτέχνες γίνονται φιλόλογοι και κριτικοί. Και πραγματικά τελικά οι καλύτεροι κριτικοί ήταν καλλιτέχνες (εξαιρουμένων εκείνων που ήθελαν να διαφεντεύσουν το χώρο, από τον Πόε έως τον Παλαμά και το Ρίτσο).