8. Η Λίθος, το Προζύμι της Αθανασίας.

Δημοσίευση: 8.12.2016

Ετικέτες

Κατηγορία

Μια υπόθεση μοιχείας το καλοκαίρι δεν είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να σου συμβεί και οι λόγοι είναι οφθαλμοφανείς. Εραστές της μπάλας, όπως εγώ, σε περιόδους που τα πρωταθλήματα και τα κύπελλα έχουν πια τερματίσει, είναι δύσκολο να συγκεντρωθούν όταν βλέπουν αντικείμενα με παρόμοιες φόρμες, ειδικά όταν αυτά είναι κρυμμένα κάτω από εφαρμοστά μπλουζάκια ή μαλακά ριχτά φορέματα. Αν δε προσθέσεις και το γεγονός ότι ως άνδρας, λόγω της καλοκαιρινής ελαφριάς περιβολής, δεν έχεις πού να κρύψεις τα εργαλεία σου -τα επαγγελματικά εννοώ για όσους έχουν βρώμικο μυαλό- είσαι αμέσως μια εικόνα κωμική για όποιον σε βλέπει και αν αισθανθείς γελοίος, έχεις τουλάχιστον μια καλή αίσθηση της πραγματικότητας.
Βέβαια, όπως μας έλεγε, σε ελεύθερη μετάφραση, και ο παπάς της ενορίας στο κατηχητικό, ο άνθρωπος πάντα μέσα από τις καθημερινές του εμπειρίες είναι που προσεγγίζει τα σημαντικά ζητήματα της ζωής και της ύπαρξής του, κι αυτό άσχετα με ποιο από τα δυο κεφάλια κι αν σκέπτεται. Μεγάλη αλήθεια. Έτσι κι εγώ, παγιδευμένος απ’ την απόσταση που με καταδικάζουν τα κιάλια μου, εκείνο το σεληνοφωτισμένο βράδυ και στη θέα της επαναληπτικής μετατόπισης καμπυλόγραμμων όγκων που σου κόβουν την αναπνοή και μάλιστα σε απόσταση αναπνοής -εννοώ το ζευγάρι στο απέναντι διαμέρισμα- ανακάλυψα ότι η ζωή μας κινείται κυκλικά. Ότι τελειώνει πάντα εκεί απ’ όπου αρχίζει κι αν κάποιος διαθέτει καλή μνήμη, δεν είναι δύσκολο να μαντέψει ποιο θα ‘ναι το τέλος.

Εγώ δεν ήμουν απ’ αυτούς που είχαν καλή μνήμη και δυστυχώς δεν ήμουν ο μόνος. H επιταγή των 1000 ευρώ που μου ‘στελνε ο Συμεών Σαλτιέλ εδώ και τρεις μήνες, κάθε 15η του μηνός, δεν έφτασε στο γραφείο μου. Το θέμα ήταν αρκετά σοβαρό γιατί μ’ αυτό το ευτελές ποσό γλίτωνα τον μπελά του ενοικίου και όχι μόνο. Όπως ασφαλώς αντιλαμβάνεστε, δεν ένιωσα καθόλου καλά όταν είδα τον ταχυδρόμο να προσπερνάει την πόρτα μου και να αφήνει φακέλους στα διπλανά γραφεία.
Δεν δυσκολεύτηκα καθόλου να εντοπίσω τον φάκελο του αμελούς πελάτη μου. Έτσι κι αλλιώς είχα μόνο μια υπόθεση αυτή την εποχή. Ήταν ακουμπισμένος πάνω στο γραφείο μου, κάτω από μια μισογεμάτη μπουκάλα βότκας και δίπλα σε μια παλιά γραφομηχανή.
Τον άνοιξα. Μια χειρόγραφη λιτή επιστολή μου ζητούσε να παραδώσω ένα μικρό τόμο με κάτι σημειώσεις στον καθηγητή Ισαάκ Μυζάν -χωρίς να ειδοποιήσω την αστυνομία- αν δεν λάβαινα την τακτική μηνιαία επιταγή. Αποφάσισα να μην ενεργήσω βιαστικά. Το μπουκάλι με τη Wyborowa με βοήθησε να περιμένω δυο μέρες ακόμη.
«Από έναν άνδρα και μια γυναίκα φτιάξε έναν κύκλο, έπειτα ένα τετράγωνο, μετά ένα τρίγωνο, τελικά έναν κύκλο και θα αποχτήσεις την Λίθο».
Είχα φτάσει στα μισά της ανάγνωσης και δεν καταλάβαινα Χριστό. Το χειρόγραφο ήταν γεμάτο σχήματα και αινιγματικές φράσεις χωρίς νόημα. Τα σχήματα μάλλον φιλοδοξούσαν να παίξουν ρόλο εξισώσεων. Ήλιοι και μισοφέγγαρα, κύκλοι και τρίγωνα και αστέρια κι ονόματα πλανητών, όλα στα λατινικά. Aλλά και πολύπλοκες εικόνες και παράξενα σχέδια. Ένας γέρος με μια κλεψύδρα στερεωμένη στο κεφάλι του κι ένα δρεπάνι στο χέρι του, κατέβαινε από τον ουρανό και προσπαθούσε να κόψει τα φτερωτά πόδια του νεαρού θεού Ερμή. Παντού υπογραμμίσεις, μουτζούρες, πλαίσια και παραπομπές και σημειώσεις στα περιθώρια, που σε αναγκάζουν για να τις διαβάσεις να γυρίζεις το βιβλίο γύρω-γύρω από τον εαυτό του.
Μια που δεν καταλάβαινα τίποτα, άρχισα να το ξεφυλλίζω, ώσπου μια φράση με κόκκινο τράβηξε την προσοχή μου.
«Το ένα γίνεται δύο, το δύο γίνεται τρία και από το τρίτο προβάλει το ένα ως τέταρτο».
Μπορώ να το καταλάβω αυτό, σκέφτηκα μ’ ενθουσιασμό. Αναφέρεται ασφαλώς στο αλκοόλ. Αρχίζεις μ’ ένα ποτήρι και το ένα γίνεται δύο, και ούτω καθ’ εξής μέχρι που το ένα το βλέπεις δύο και στο τέλος δεν ξέρεις πού πάνε τα τέσσερα και λες: «Τώρα ας πιω ακόμη ένα».
H επόμενη παράγραφος έδρεψε με δάφνες τους εμβριθείς συλλογισμούς μου και επιβεβαίωσε την νηφαλιότητά μου παρ’ όλο που το μπουκάλι άρχιζε να μισοαδειάζει.
«H διαδικασία είναι μια διαδικασία μεθυστικής εγκατάλειψης στον αληθινό εσωτερικό εαυτό, μια εκχυλίζουσα συγκινησιακή ταραχή και έξαψη, η οποία μεταβάλλεται σε έκσταση».
Μετά πάλι μουτζούρες και δυσανάγνωστα σύμβολα κι ύστερα δύο φράσεις σημειωμένες στο περιθώριο: «ζωή στο χυμό του σταφυλιού» και «παρουσία του Βάκχου» υπογεγραμμένα αντίστοιχα από ένα όνομα που θύμιζε παιδικές τροφές Π.M.ΓKEPMΠEP κι ένα άλλο που δεν χρειάζεται να είσαι μεθυσμένος για να μη μπορείς να το διαβάσεις XAΛINT IMΠN ΓIAZINT IMΠN MOY’ABIΓIA.
Πήρα μια βαθιά αναπνοή, ρούφηξα ό,τι απέμεινε στο μπουκάλι και συνέχισα την ανάγνωση.
«H βακχική μανία της ζύμωσης οδηγεί κατ’ ευθείαν στη μετουσίωση, με την οποία ο άνθρωπος γίνεται η ΛIΘOΣ».
Κοιμήθηκα σαν πέτρα πάνω στο βιβλίο των σημειώσεων κι ονειρεύτηκα τον εαυτό μου κρεμασμένο ανάποδα με μια μεγάλη κοιλιά σαν του Kούα-Φου του Αλαζόνα, που ήθελε να καταβροχθίσει τον Ήλιο και που δεν μπορούσε να σβήσει την δίψα του ούτε σε όλα τα ποτάμια του κόσμου, να εκλιπαρώ φωνάζοντας «Το ξέρω, το ξέρω» σ’ έναν αλογομούρη βασιλιά με μια μεγάλη σπάθα έτοιμη να μου κόψει το κεφάλι. H εικόνα ήταν σαν μια παλιά χαλκογραφία, χωρισμένη στα δυο από έναν ουροβόρο σε σχήμα οχτώ.

Ο Μυζάν με δέχτηκε στο σπίτι του την επομένη. Με οδήγησε σ’ ένα δωμάτιο και ευγενικά μου υπέδειξε να καθίσω. Δεν έδινε την εντύπωση σπασίκλα που έχει ξοδέψει την ζωή του στο διάβασμα προκειμένου να ερμηνεύσει τα μυστήρια της ύπαρξης κάτι χαμένων υποκειμένων όπως εγώ, κι ας έγραφε στην πόρτα Δόκτωρ.
Ήταν ψηλός, αθλητικός και μάλλον ωραίος άνδρας με δυνατή χειραψία και ηλιοκαμένο δέρμα σαν να γύρισε μόλις από διακοπές. Του συστήθηκα, του εξήγησα σύντομα το ζήτημα και του έδωσα το βιβλίο των σημειώσεων του Σαλτιέλ. Το πήρε, το άνοιξε πάνω στο γραφείο του και άρχισε να το μελετά. Αντίθετα από μένα, μάλλον καταλάβαινε τα γραφόμενα, αν κρίνω από τα «μάλιστα», τα «για να δούμε», τα «χμ» και τ’ άλλα επιφωνήματα που του ξέφευγαν κάθε τόσο.
Εγώ περιεργαζόμουν το χώρο περιμένοντας σιωπηλός, μ’ ένα κεφάλι που κόντευε να εκραγεί σαν τον Βεζούβιο, σε σημείο που ευχόμουν να μου το είχε κόψει ο αλογομούρης βασιλιάς που είδα στον ύπνο μου. Το δωμάτιό του παρ’ όλο που ήταν αρκετά ευρύχωρο, εν τούτοις δεν είχε άλλα έπιπλα εκτός από το γραφείο του και δυο πολυθρόνες συμπεριλαμβανομένης κι αυτής που καθόμουν εγώ. Όλοι οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με βιβλία από πάνω μέχρι κάτω, χωρίς ν’ αφήνουν ούτε ένα εκατοστό ακάλυπτο. Ένα δωμάτιο φτιαγμένο με βιβλία. «Bίτσιο κι αυτό», σκέφτηκα αλλά πριν προλάβω να φτάσω στα συμπεράσματα τον άκουσα να μου λεει:
-Οι Αλχημιστές ήταν έμπειροι στις μεταφορές και στις παρομοιώσεις. Ποτέ δεν έλεγαν κάτι απλά, αν μπορούσαν να το πουν περίπλοκα. Κάλυπταν τις οδηγίες τους με παραβολές και παρομοιώσεις, τους άρεσαν τα αινίγματα και οι γρίφοι και προτιμούσαν ν’ αποκαλούν ένα πράγμα με άλλο όνομα και όχι με το συνηθισμένο όνομά του. Χρειάζεται γλωσσολογική δεξιοτεχνία για να διεισδύσει κανείς σ’ ένα αλχημιστικό κείμενο. O Nόρτον το εκφράζει πολύ καλά λέγοντας:
«…είναι η πιο βαθιά φιλοσοφία
η λεπτή επιστήμη της άγιας Αλχημείας».
Πολλοί ανίδεοι προσπαθώντας να ερμηνεύσουν τα κείμενα των αλχημιστών κατέληγαν σε τρομερές παρανοήσεις με αποτέλεσμα να κάνουν ζημιά, όχι μόνο σε άλλους, αλλά και στον εαυτό τους. Φαντασθείτε ένα πράσινο ανθρωπάκι από τον Άρη που έρχεται να περάσει τέσσερις μέρες διακοπών στην Γη και που την πρώτη μέρα πίνει ουίσκι με σόδα, την δεύτερη, βερμούτ με σόδα, την Τρίτη, καμπάρι με σόδα και την τέταρτη μαρτίνι με σόδα. Θα ήταν λογικό να συμπεράνει ότι αυτό που το μεθούσε ήταν η σόδα. Αν και θα είχε πέσει έξω, στο συμπέρασμα αυτό θα είχε φτάσει διαμέσου ενός φαινομενικά αλάθητου συνδυασμού παρατήρησης και επαγωγικής σκέψης. Εσείς, Αμβρόσιε, τι συμπέρασμα βγάλατε από τα κείμενα αυτά γιατί είμαι σίγουρος ότι τους ρίξατε μια ματιά.
Αν και δεν ανέφερε την βότκα, για μια στιγμή νόμισα ότι θα με κεράσει κάνα ποτηράκι. Δεν φαινόταν όμως να υπάρχει στο δωμάτιο ίχνος αλκοόλ εκτός αν, όπως βλέπουμε και στα γουέστερν, ελλόχευε κάνα μπουκάλι στις σκαμμένες σελίδες κάποιου χοντρού βιβλίου. Κάτι τέτοιο ήταν μάλλον απίθανο. Έτσι σκέφτηκα να του ξεφουρνίσω τα όσα διάβασα στις σημειώσεις περί αλκοόλ, αλλά τελικά αρκέστηκα να ζητήσω μια ασπιρίνη. Όπως ήταν αναμενόμενο με αγνόησε. Ψιλογελασε με κατανόηση για την αμάθειά μου και συνέχισε. Αυτή την φορά όμως μπήκε για τα καλά στο θέμα.
-Το βιβλίο αυτό, Αμβρόσιε, μιλάει περί Αθανασίας, είπε προφέροντας την φράση σαν να ήταν ο μόνος που καταλάβαινε τη βαθύτερη σημασία του.
Εδώ έκανε μια μικρή παύση για να δει την αντίδρασή μου, αλλά δεν του έκανα το χατίρι, παρ’ όλο που ο πονοκέφαλός μου πήρε ξαφνικά δρόμο.
-Σκοπός της επιστήμης είναι να επιτύχει την Αθανασία, την αιώνια ζωή. Απλουστευτικά οφείλω να σου πω πως τα πειράματα τύπου Φρανκεστάιν στόχευαν ακριβώς εκεί. Όπως και οι διάφορες απόπειρες κύτταρο-μεταφύτευσης, ιδέας της οποίας θεωρητικός είναι ο σκοτεινός Δράκουλας. Για τους Αλχημιστές αυτός ήταν ο υπέρτατος στόχος που μπορούσε να επιτευχθεί με την φιλοσοφική Λίθο, το ελιξίριο της Ζωής. Όλα αυτά βέβαια ανήκουν στα σύνορα του μύθου αν και δεν στερούνται κάποιας επιστημονικής αλήθειας. Σήμερα παρ’ όλο που σπάσαμε τον κώδικα του DNA, ο δρόμος για τη δημιουργία ζωής και κατά συνέπεια της Αθανασίας του ανθρώπου μοιάζει να είναι ακόμη πολύ μακριά.
Εδώ σταμάτησε πάλι, κι εγώ αναρωτήθηκα πώς κατάφερνε να μιλάει τόσο πολύ χωρίς να βρέξει με λίγο αλκοόλ τη γλώσσα του.
-Ένας άλλος δρόμος για την Αθανασία είναι η επέμβαση στο χρόνο. H επέμβαση στην αιωνιότητα, όχι σ’ αυτή της μνήμης, αλλά στην βιολογική αιωνιότητα. Στο ρολόι της γήρανσης του ανθρώπινου σώματος. Αντιστρέφουμε το χρόνο κι αντί να μεγαλώνουμε μικραίνουμε και μετά από αρκετά χρόνια ξανά αντιστρέφουμε τον χρόνο και μεγαλώνουμε και ούτω καθ’ εξής. Έτσι, στο πλαίσιο μιας αέναης ταλάντωσης, μπορούμε να επιμηκύνουμε τη ζωή μας στο άπειρο. Όσο απίθανο και να φαίνεται, ο Σαλτιέλ νομίζω πως τα κατάφερε. Μόνο που αυτές οι σημειώσεις, έτσι δυσνόητες όπως επίτηδες γράφτηκαν, δεν μας δίνουν την ποθητή απάντηση. Νομίζω πως μας έστειλε μόνο ένα δόλωμα. Αμβρόσιε πρέπει να βρούμε τον Σαλτιέλ και τις πραγματικές σημειώσεις του και μάλιστα γρήγορα. Απ’ ότι καταλαβαίνουμε και οι δυο μας, πιθανόν να του συμβαίνει, κάτι όχι και πολύ ευχάριστο.
Ποτέ η σιωπή δεν ήταν τόσο βαριά. Ήταν μια σιωπή βιβλίων. Μια σιωπή συνταρακτικών γνώσεων. Ήταν η προσωποποίηση της άγνοιάς μας και του πόθου μας να οικειοποιηθούμε το μοναδικό κι υπέρτατο αυτό μυστικό που θ’ άλλαζε σίγουρα την πορεία της ανθρωπότητας και φυσικά τη δική μας. Δεν ήμουν πολύ σίγουρος αν θα ‘θελα μια τέτοια αναστάτωση στη ζωή μου. Ήμουν πάντοτε προσκολλημένος σε πολύ πιο ευτελή και καθημερινά πράγματα, όπως οι μοιραίες γκόμενες και το επιούσιο αλκοόλ με σαφή προτίμηση στη βότκα.
-Δόκτωρ, ρώτησα δισταχτικά, γιατί κρύβεται ο Σαλτιελ; Γιατί δεν ανακοινώνει ο ίδιος αυτή του την ανακάλυψη; Γιατί αυτή η ανεξήγητη μυστικότητα;
-Γιατί ο αλχημιστής, Αμβρόσιε, δεν επιδιώκει δημοσιότητα. Αποσύρεται σε ένα μυστικό αναχωρητήριο και δεν επιτρέπει σε βέβηλους να τον ενοχλούν, να τον βλέπουν και να τον ακούν, όταν εργάζεται. Ο αλχημιστής πιστεύει ότι όλοι εμείς είμαστε ακάθαρτα άτομα που όχι μόνο δεν μπορούμε να καταλάβουμε, αλλά και κάθε ανάμειξή μας θα βλάψει το έργο τους σε σημείο που αυτό θα αποτύχει. Πιστεύει επίσης ότι κατέχει θεϊκά μυστικά που δεν μπορούν ούτε να προφερθούν. Άρα, η δημοσιοποίησή τους είναι έκφραση αλαζονείας, υβριστική χειρονομία που μπορεί να προκαλέσει το μένος των θεών. Πιστεύει ότι κατέχει, με τη λίθο και τα ελιξίριά του, την υπερφυσική δύναμη να ελέγχει το χρόνο και την δημιουργία, ότι μπορεί να τελειοποιήσει τη φύση με τα ίδια του τα χέρια, μου απάντησε μ’ ένα ύφος ανέκφραστο ο Μυζάν και πήρε μια βαθιά αναπνοή.
-Πρέπει να βρούμε τον Σαλτιελ οπωσδήποτε, πρόσθεσε. Τα έξοδά σου θα τα καλύψω εγώ.
Τον άφησα καθισμένο στο γραφείο του. Δεν σηκώθηκε να με ξεπροβοδίσει. Δεν ενοχλήθηκα και ιδιαίτερα. Το μόνο που ήθελα ήταν να σβήσω τη δίψα μου και να βάλω σε τάξη την απίστευτη ιστορία και τα χιλιάρικα που μου έδωσε ο Μυζάν. Μπορεί και να με κορόιδευε, άλλωστε ποτέ δεν θεωρούσα και πολύ έξυπνο τον εαυτό μου, αν και ομολογώ ότι διατηρούσα τις αμφιβολίες μου.

Οι επιταγές του Σαλτιέλ ταχυδρομούνταν από τον Κολωνό χωρίς αποστολέα, ώστε να μην μπορώ να ζητήσω πληροφορίες από το τοπικό ταχυδρομείο. Αλλά αυτό δεν με δυσκόλεψε καθόλου γιατί είναι σ’ όλους γνωστό ότι οι αλχημιστές χρησιμοποιούσαν καμίνια που δεν πρέπει να σβήνουν ποτέ.
«Αύξησε το πυρ μέχρις ότου, με τη δύναμη και την ισχύ του, να μετατραπεί το υλικό σε λίθο, πολύ κόκκινη, που οι Φιλόσοφοι αποκαλούν Αίμα, Πορφύρα, Ερυθρό Κοράλλι, Ερυθρό Θείο».
Έτσι δεν μου πήρε πολύ χρόνο για ν’ ανακαλύψω το μισογκρεμισμένο νεοκλασικό στον Κολωνό. Έδειχνε εγκαταλελειμμένο και βυθισμένο σε μια ένοχη σιωπή παρόμοια μ’ αυτήν που ένιωσα και στο γραφείο του Μυζάν, εκτός από τον σχεδόν αόρατο ανοιχτό γκρίζο καπνό που έβγαινε από την καμινάδα του για να κάνει το καλοκαίρι ακόμη πιο ζεστό. Αισθάνθηκα τυχερός. Αν ήταν χειμώνας τα πράγματα θα ήταν σαφώς πιο στριμόκωλα. Ενώ τώρα, τον πρόδωσε το καλοκαίρι.

H γειτονιά ήταν γεμάτη από πιτσιρίκια που έπαιζαν μπάλα. Γι’ αυτό δεν μπορούσα να μπουκάρω στο σπίτι αμέσως. Οι λαϊκές γειτονιές όμως έχουν κάτι οάσεις που λέγονται ουζερί. Εκεί μπορείς να περιμένεις δροσίζοντας με ούζο ή με χύμα κρασί την μουσκεμένη από ιδρώτα αναμονή σου. Το βραδάκι οι μανάδες μαζεύουν τα παιδιά τους στο σπίτι και ο δρόμος αδειάζει για λίγο, όσο δηλαδή διαρκεί ένα λιτό βραδινό. Τότε πήδηξα την μάντρα και σε δυο δευτερόλεπτα βρέθηκα μέσα στο σπίτι από ένα πλαϊνό παράθυρο με σπασμένα από πετροπόλεμο τζάμια.
Το ισόγειο ήταν όλο μια μεγάλη μονοκόμματη σάλα εκατό πενήντα περίπου τετραγωνικών και πάνω από 5 μέτρα ψηλή. Έμοιαζε με τραπεζαρία μοναστηριού. Ένα τεράστιο ξύλινο τραπέζι στο κέντρο, χωρίς καρέκλες, γεμάτο με διάφορα εργαλεία απ’ αυτά που χρησιμοποιούν οι γεωμέτρες και μερικά έγχορδα όργανα. Μπουκάλια όλων των ειδών και κεριά όλων των μεγεθών και κάτοπτρα και ζυγαριές, γυάλινοι σωλήνες με πολύπλοκα σχήματα, περίεργες κατασκευές από ξύλο και χωνιά, λυχνίες, αποξηραμένα φυτά, κουτάκια με σκόνες, έντομα που αναπαύονταν σε βάζα με χρωματιστά υγρά, και ό,τι άλλο μπορείτε να φαντασθείτε, κι όλα αυτά τοποθετημένα με πολύ τάξη σε ράφια ή ακουμπισμένα στο δάπεδο στις γωνίες των τοίχων. Ένα τεράστιο εξωγήινο σούπερ μάρκετ. Ακούγονταν κι ένας ήχος, κάτι σαν κλάμα ενός μωρού. Ένα κλάμα αδύναμο σαν να ερχόταν από μακριά που σταματούσε και ξανάρχιζε. «Θα ’ναι καμιά γάτα», σκέφτηκα και πλησίασα στο μεγάλο τραπέζι. Ένα βιβλίο ανοιχτό ήταν ακουμπισμένο δίπλα σε μια υδρόγειο που δεν ήταν υδρόγειος. Δεν είχε χάρτες αλλά σχέδια και σύμβολα και φράσεις στα λατινικά και σ’ άλλες γλώσσες που δεν καταλάβαινα. Σήκωσα το βιβλίο και το ξεφύλλισα. Ήταν χειρόγραφο. Κάτι σαν ημερολόγιο γεμάτο σημειώσεις, πανομοιότυπο με τον τόμο που παρέδωσα στον Μυζάν. Μόνο που η γραφή, όπως το ξεφύλλιζα, γινόταν όλο και πιο αδέξια. Ήταν σαν να ‘χε ο συγγραφέας μια ασθένεια που να του πάγωνε σιγά σιγά τα δάχτυλα μέχρι που του ήταν αδύνατον να γράψει πια. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Όσο η γραφή γινόταν πιο ατελής, το κείμενο γινόταν πιο ανορθόγραφο και πιο ασύνταχτο και χωρίς στίγματα, ώσπου στο τέλος είχε μόνο λέξεις, (ουσιαστικά, επίθετα και ρήματα) άταχτα ριγμένες και χωρίς ειρμό, που θύμιζαν περισσότερο ζωγραφιά ή ποιήματα Νταντά. Άφησα το βιβλίο στο τραπέζι κι αυτό, όπως συμβαίνει μ’ όλα τα βιβλία που μένουν για καιρό ανοιχτά, γύρισε μόνο του στην ίδια τη σελίδα που ήταν γυρισμένο όταν το βρήκα.
«Γιοι της επιστήμης, σας συνιστώ να πήξετε τον υδράργυρο. Από πολλά πράγματα φτιάξτε 2, 3 και 3, 1. 1 με 3, αυτό είναι 4, 3, 2 και 1. Από το 3 στο 4 υπάρχει 1, από το 2 στο 3 υπάρχει 1, συνεπώς 1 και 1, 3 και 4, από το 3 στο 2, 1, 1, 1, 2 και 3. Και 1, 2 από 2 και 1. 1 από 1 και 2. 1 συνεπώς 1. Σας τα είπα όλα».
-Σκατά, ήταν η πιο πολύπλοκη έννοια που μπόρεσα να σκεφτώ.
Η θολούρα ήρθε κι έκατσε στο μπέρδεμα κι όλα έγιναν κουλουβάχατα. Γύρισα τυχαία σε μια άλλη σελίδα.
«Πολλοί έπεσαν σε μεγάλη θλίψη γιατί δεν απέφυγαν το λάθος της βιασύνης. Συνεχώς βιάζονται να δουν το τέλος, πράγμα που είναι πειρασμός του διαβόλου. Τίποτα πιο συνηθισμένο απ’ τη βιασύνη σήμερα, αλλά ευλογημένος ας είναι πάντα ο υπομονετικός».
Λυπάμαι, αλλά η υπομονή έχει και τα όριά της, εκτός κι αν είναι υποχρεωτική, όπως όταν περιμένω τον επόμενο πελάτη. Γι’ αυτό, άρπαξα το βιβλίο και πήρα δρόμο. Από τον πρώτο θάλαμο του ΟΤΕ, πήρα τηλέφωνο τον καθηγητή. Του ‘πα να φέρει και κάνα φακό. Έφτασε μετά από 20 λεπτά και τον οδήγησα στο σπίτι. Αυτή τη φορά δεν ακουγόταν τίποτα. Περιεργάστηκε το χώρο με βουβό ενθουσιασμό. Μετά άρχισε να γυρίζει από δω και από ‘κει σ’ όλο το σπίτι κι εγώ ακολουθούσα σαν σκυλί. Περάσαμε από δωμάτια που έβγαζαν σ’ άλλα μικρότερα δωμάτια, από διαδρόμους που κατέληγαν σε άλλους διαδρόμους κι ανεβήκαμε σκάλες που συναντούσαν άλλες σκάλες. Κι όπου κι αν κοίταζα έβλεπα εικόνες, γνωστές εικόνες κι άγνωστες, και βιβλία. Πολλά βιβλία και πολλή σκόνη. Δεν ξέρω πόση ώρα τριγυρίζαμε έτσι ή μάλλον ξέρω. Ο Μάρκο Πόλο κάπως έτσι έφτασε δίχως να το καταλάβει στην Κίνα. Θα πρέπει να ‘ταν τέσσερις το πρωί. Παρ’ όλο τον εξαντλητικό ποδαρόδρομο δεν συναντήσαμε κανένα, κι ούτε αντιληφθήκαμε κάτι που να μας δείχνει ότι σ’ αυτό το σπίτι υπήρχε ανθρώπινη παρουσία. Κάποτε φτάσαμε πάλι στη μεγάλη αίθουσα. Σταθήκαμε και οι δυο αμήχανοι. Ο Μυζάν είδε το βιβλίο που κρατούσα στο χέρι και μου το άρπαξε. Το ακούμπησε στο μεγάλο τραπέζι και το ξεφύλλισε με προσοχή με την βοήθεια του φακού του. Είμαι σίγουρος ότι αναγνώριζε τι έβλεπε, γιατί κάθε τόσο σήκωνε το κεφάλι του συλλογισμένος. Εγώ χάζευα φωτίζοντας με το φακό μου από δω κι από κει. Η μεγάλη σάλα όπου βρισκόμασταν ήταν αρκετά πιο καθαρή απ’ το υπόλοιπο το σπίτι. Αυτό το γεγονός και το βιβλίο που βρήκα στο τραπέζι έδειχναν ότι κάποιος ζούσε εκεί μέχρι πολύ πρόσφατα. Το βιβλίο επίσης ήταν ανοιγμένο σε μια σελίδα που δεν ήτανε η τελευταία. Άρα κάποιος ήθελε κάτι να μας πει. Στο μεταξύ ο Μυζάν άρχισε να διαβάζει κάποια αποσπάσματα φωναχτά. Δεν κατανοούσα γιατί έκανε κάτι τέτοιο. Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια. Όσο για το καθηγητή, αυτός τον χαβά του.
-«Εδώ θέλησα να αναλύσω το κάθε τι για την κατανόησή σας, και αν μερικές φορές θα εξετάσετε το νόημά μου και όχι τα λόγια μου, θα δείτε ότι τα αποκάλυψα όλα, ειδικότερα όσον αφορά το πρώτο και το δεύτερο έργο. Δεν μου μένει παρά να πω λίγα λόγια σχετικά με το πυρ. Στην πρώτη εργασία το πυρ πρέπει να είναι ενός βαθμού και συνεχές και θα πρέπει να διαπερνάει ολόκληρη την ουσία με μια ομοιόμορφη θερμότητα. Στη δεύτερη εργασία χρειαζόμαστε ένα φυσικό πυρ το οποίο χωνεύει και σταθεροποιεί την ουσία. Ιδού. Σας λέω την αλήθεια. Σας αποκαλύπτω την ποσότητα του πυρός, αν κατανοείτε απλώς τη Φύση».
Ω, μα βέβαια. Είναι ήλιου φαεινότερον. Απορώ πώς μου διέφυγε. Η καμινάδα. Βρήκα το σπίτι από την καμινάδα. Αλλά κανένα απ’ τα δωμάτια που περάσαμε δεν είχε αναμμένη καμινάδα. Οι αλχημιστές όταν έκαναν πειράματα κοιμόντουσαν κοντά στην καμινάδα όχι μόνο για να παρατηρούν την εξέλιξη των πειραμάτων τους αλλά και να κρατάνε την φωτιά αναμμένη για μέρες, εβδομάδες ή και μήνες πολλές φορές. Άρα υπήρχε ακόμα ένα δωμάτιο. Ένα κρυφό δωμάτιο. Περιεργάστηκα πάλι το χώρο μέχρι που ο φακός μου φώτισε ένα σχήμα. Μια ομάδα από ξύλινους μοχλούς σε σχήμα ανάποδης πυραμίδας. Τέσσερα πάνω, τρία από κάτω και μετά δύο και τέλος ένα. Την πρώτη φορά που το είδα, νόμισα ότι ήταν μια κρεμάστρα. Θυμήθηκα το κείμενο που διάβασα όταν πρωτοήρθα. Αυτό για τα τρία, δύο και λοιπά. 1 και 2 και 3 και 4 μας κάνουν 10. Το 10 για τους αλχημιστές είναι το σύμβολο της Φιλοσοφικής Λίθου. Προσπάθησα να κουνήσω τους μοχλούς, αλλά δεν τα κατάφερα. Ήταν γερά στερεωμένοι και δεν γύριζαν ούτε αριστερά, ούτε δεξιά. Ο καθηγητής με παρακολουθούσε. Έμοιαζε να διαβάζει τις σκέψεις μου. Αλλιώς δεν δικαιολογείται αυτό που είπε.
-Πάτα τους προς τα μέσα, Αμβρόσιε. Πάτα τους προς τα μέσα.
Τους πάτησα και ο τοίχος άρχισε να υποχωρεί σιγά σιγά μ’ ένα ελαφρό τρίξιμο. Εισβάλαμε στο δωμάτιο. Το τζάκι ήταν μισοσβησμένο, αλλά ακόμα κάπνιζε. Και μες το τζάκι μια αρχαία μεταλλική ζυγαριά. Από τα μπράτσα της κρέμονταν δυο τάσια αρκετά βαθιά γεμάτα μ’ ένα δύσοσμο πηχτό υγρό. Πιο πέρα ένα ακατάστατο διπλό κρεβάτι με ένα κίτρινο λεκέ, σχεδόν στη μέση, ακόμα υγρό. Ο Μυζάν τον άγγιξε με το χέρι και ύστερα το μύρισε με προσοχή.
-Φτάσαμε αργά, μου είπε αναστατωμένος. Αλλά και νωρίτερα να ερχόμασταν πάλι ό,τι ήταν να γίνει θα γινόταν.
– Μπίνγκο, του είπα τσατισμένος. Κάτι μας είπες. Έχω 24 ώρες να κοιμηθώ, κι απ’ αυτές τις 8 τις πέρασα σ’ αυτό το στοιχειωμένο σπίτι. Σαν σκηνικό από ταινία του Ρότζερ Κόρμαν είναι. Μπορείς να μου πεις τι στο διάολο συμβαίνει εδώ;
– Σου το ‘πα ήδη, μου απάντησε ήρεμα ο Μυζάν. Ο Σαλτιέλ μάλλον βρήκε τον τρόπο να γυρίσει το βιολογικό ρολόι. Αλλιώς θα ‘πρεπε να ‘ναι από καιρό πεθαμένος. Αν τώρα ζούσε θα ήταν 90 χρονών. Εγώ έχω να τον δω, απ’ όταν αποφοίτησα, σχεδόν σαράντα χρόνια. Έπασχε κι από μια ανίατη αρρώστια.
-Ωραία, είπα εγώ. Πέθανε πριν από τριανταπέντε χρόνια, όταν ήμουν 10 χρονών.
– Λάθος Αμβρόσιε, συνέχισε ο Μυζάν. Πέθανε όταν ήσουνα εδώ, πριν λίγες ώρες, αν αυτό θεωρείται θάνατος.
-Και πού το ξέρεις; τον ρώτησα ξανά.
-Σ’ αυτό εδώ, και μου ‘δειξε τον κίτρινο λεκέ. Και σ’ εκείνο εκεί, και μου ‘δειξε το τζάκι. Αλλά και στην επιστολή που σου ‘στειλε. Ο Σαλτιέλ βρήκε τον τρόπο να γυρίσει το βιολογικό ρολόι. Είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Αλλά κάτι δεν πήγε καλά. Αντέστρεψε το χρόνο προς την νεότητα, αλλά ταυτόχρονα τον επιτάχυνε. Αυτό φαίνεται και από τις τελευταίες σελίδες αυτού του ημερολογίου. Έτσι, πριν προλάβει να ξαναγυρίσει το χρόνο, μάλλον γιατί δεν ήξερε το αντίδοτο και ήλπιζε ότι θα το βρει μετά, διέτρεξε όλες τις ηλικίες μέχρι που πέρασε στην ανυπαρξία. Αυτό εδώ, μου ξαναέδειξε τον κίτρινο λεκέ, είναι σπέρμα.
-Ναι, αλλά μαζί μου δεν επικοινώνησε για αυτό. Ήθελε να του βρω μια γυναίκα.
-Τη γυναίκα του, Αμβρόσιε. Ήθελε να του βρεις τη γυναίκα του. Βρήκε το ελιξίριο κι ήθελε να το δώσει και στη γυναίκα του. Όταν την παντρεύτηκε αυτή ήτανε 19 χρονών. Θα πρέπει να την περνούσε τουλάχιστον 40 χρόνια. Κι αυτός ύστερα από λίγο τα παράτησε όλα κι εξαφανίστηκε για να βρει το ελιξίριο της νεότητας. Μόνο που επειδή δεν ήταν σίγουρος αν όλα θα πάνε καλά, σου έστειλε και τον πρώτο τόμο των σημειώσεων του, να μου τον φέρεις. Αλήθεια όμως, μια και το ανέφερες, την βρήκες; Θα ‘θελα να την δω. Πού ζει; Με ποιο όνομα;
Η ερώτηση με βρήκε απροετοίμαστο. Είχε έναν τρόπο να μ’ αιφνιδιάζει. Όλα αυτά που μου αράδιασε μόλις τα βρήκα λίγο τραβηγμένα απ’ τα μαλλιά. Είπα λίγο; Λάθος έκανα. Αλλά κι εκείνο το κλάμα του μωρού που άκουγα. Μπορεί να ήτανε και γάτα. Ανάλογα πόσο θέλει κανείς να πιστέψει τέτοιες παλαβομάρες. Κρίμα και μου φαινόταν ισορροπημένος άνθρωπος. Όσο για τη γυναίκα του Σαλτιελ δεν βλέπω γιατί πρέπει να την ανακατέψω. Πήρα βαθιά αναπνοή κι απάντησα.
-Λυπάμαι δόκτωρ. Ειλικρινά λυπάμαι, αλλά κι αυτό είναι ένα από τα μυστικά που ο Σαλτιέλ πήρε μαζί του. Αν έπρεπε να πω σε κάποιον κάτι, αυτός θα ήταν ο ίδιος ο πελάτης μου, ο Σαλτιέλ. Δεν νομίζω, μετά απ’ όσα πέρασε η φουκαριάρα, ν’ αντέξει στη ζωή της και δεύτερο τρελό. Συγνώμη δόκτωρ, αλλά κανείς παίρνει μονάχα ό,τι πληρώνει.

Θα αναρωτιέστε ασφαλώς τι έγινε μετά. Ο Δόκτωρ πήρε τα ημερολόγια σπίτι του κι εγώ είμαι εδώ και περιμένω να κυκλοφορήσει το ελιξίριο στα φαρμακεία όπως και το φάρμακο κατά της φαλάκρας. Για το ποιο θα κυκλοφορήσει πρώτο δεν βάζω στοίχημα. Όσο για την γυναίκα του Σαλτιέλ. Δεν είναι πια 19 χρονών, αλλά και προσόντα έχει και η καρδιά της το λεει, απ’ ότι φαίνεται στις φωτογραφίες που τράβηξα. Βρήκε το δικό της ελιξίριο στην αγκαλιά ενός νταβραντισμένου ονόματι… όπως γράφει κι εδώ… έχω μια κάρτα: «Μεταφορική Εταιρία – Ο Σωκράτης». Τώρα λοιπόν που σας τα είπα όλα, από το Φιλοσοφικό Αυγό ως τα Χρυσά Μήλα, σας αφήνω για να ξεφυλλίσω μια θεολογικό-φιλοσοφική πραγματεία, που έγραψε ο Ρόμπερτ Φλόυντ, ένας διάσημος ερμητικός φιλόσοφος και χωρομέτρης των δυο κόσμων, που έζησε τον 17ο αιώνα. Φέρει τον τίτλο: «Η πτώση του ανθρώπου».  Μετά, θα πάρω τη Wyborowa αγκαλιά και θα πέσω για ύπνο.

(πηγή εικόνας)

Ακολουθήστε μας

Η συγγραφέας Ειρήνη Δερμίτζάκη προτείνει τις 5 καλύτερες δράσεις του Μαΐου

Η συγγραφέας Ειρήνη Δερμίτζάκη προτείνει τις 5 καλύτερες δράσεις του Μαΐου

Μπήκαμε στον δεύτερο μήνα των εκδηλώσεων Αθήνα Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου κι έτσι, με το δεύτερο αυτό άρθρο μου σας προτείνω κάποιες από τις εκδηλώσεις που θεωρώ πως ξεχωρίζουν αυτόν τον μήνα. Η πρώτη εκδήλωση αφορά εκείνους που αγαπούν το βιβλίο αλλά τους...

Μα εγώ… ξέρω

Μα εγώ… ξέρω

Χτες το μεσημέρι, πήδηξε από τον 5ο ένας παππούς. Σκεπασμένος με μια κουβέρτα, λίγη ώρα μετά, στο αίμα μουσκεμένη,  να κρύβει το παράταιρο θέαμα της σπασμένης μαριονέτας. Φωνές, ασθενοφόρα, κόσμος. Κόσμος… κουτσομπολιά … μα εγώ ξέρω Ανέβηκα στην ταράτσα και κοίταξα...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Επιμέλεια άρθρου

Διαβάστε κι αυτά

Μα εγώ… ξέρω

Μα εγώ… ξέρω

Χτες το μεσημέρι, πήδηξε από τον 5ο ένας παππούς. Σκεπασμένος με μια κουβέρτα, λίγη ώρα μετά, στο αίμα μουσκεμένη,  να κρύβει το παράταιρο θέαμα της σπασμένης μαριονέτας. Φωνές, ασθενοφόρα, κόσμος. Κόσμος… κουτσομπολιά … μα εγώ ξέρω Ανέβηκα στην ταράτσα και κοίταξα...

5. Πού είναι;

5. Πού είναι;

«Είναι μαζί σου;», τη ρωτά εξερευνώντας τον κόσμο τριγύρω της. «Τι να είναι μαζί μου;», αποκρίνεται η Καίτη νιώθοντας τα πόδια να μουδιάζουν. «Η Πηγή είναι μαζί σου; Πού είναι;», συνεχίζει και το παγωτό γλιστρά από το χέρι. Συνειδητοποιεί πως το κινητό είναι ακόμη...

5. Πού είναι;

4. Το παγωτό στο χέρι

«Αυτή είναι μία από τις εισόδους της Παλιάς Πόλης», λέει ο Πρόδρομος δείχνοντας την κεντρική πύλη. «Έναν καφέ, αγναντεύοντας αυτά τα τείχη, τον πίνω με μεγάλη ευχαρίστηση», ολοκληρώνει κλείνοντας το μάτι στη μικρή που τον παρατηρούσε μέσα από τον καθρέφτη. Αυτό ήταν...

2 σχόλια

2 Σχόλια

  1. Μάχη Τζουγανάκη

    Σε κάθε σου ιστορία στήνεις ένα διαφορετικό μυστήριο με περιγραφές που σε κάνουν να το δεις ολοζώντανο και αυτό το ζηλεύω προσωπικά. Όταν μάλιστα προσθέτεις φιλοσοφικά κομμάτια και ζητήματα χρονικά φτιάχνεις χορταστικές ιστορίες. Πολύ ωραίο και εμπνευσμένο. Σαν κομμάτι από ταινία…

    Απάντηση
  2. rena19702016

    Όντας αναγνώστης το “είδα” να προβάλλεται μπροστά στα μάτια μου σε μια τεράστια οθόνη σινεμά. Κι αυτό ήταν και η μαγεία του. Με ταξίδεψε από την καρέκλα του γραφείου μου. Ευχαριστώ

    Απάντηση

Υποβολή σχολίου