Καθισμένος στην άκρη της νύχτας, άνοιξε διστακτικά το παράθυρο της ψυχή του.
Ο χρόνος σταμάτησε. Η ανάσα του πάγωσε. Το κορμί μούδιασε και μια παράξενη βοή πλημμύρισε το άκουσμα του.
Πόσος καιρός πέρασε από την τελευταία φορά που κοίταξε αυτό το δώμα; Πως ξεχάστηκε έτσι;
Το φως λιγοστό και χρώμα σχεδόν πουθενά. Μόνο σε κάποιες γωνιές λίγο ξεφτισμένο μωβ και σε κάποιους τοίχους ένα ξεθωριασμένο πράσινο.
Τι απέγινε η πολύχρωμη παλέτα από την οποία διάλεγε να χρωματίσει ως παιδί τα όνειρά του;
Οι σκέψεις τον ζαλίζουν και γέρνει σ’ ένα άστρο ν’ ανασάνει.
Τόσα χρώματα πως χάθηκαν; Εκείνος που βρισκόταν;
Μα εκεί φυσικά. Ήταν πάντα εκεί παρών. Δίπλα, μπροστά, πίσω… μα πάντα εκεί.
Βρισκόταν πάντα εκεί, κάθε φορά που κάποιο από τα χρώματα της ψυχής του ξεθώριαζε, άλλαζε ή απλά μετακόμιζε… καθώς η παραμονή του σ’ αυτήν γινόταν ανυπόφορη.
Κάθε φορά που απεμπολούσε κάποιο από τα όνειρα του, που στρίμωχνε και στοίβαζε συναισθήματα, που καταχώνιαζε την καλοσύνη και την αυθεντικότητα του… κάθε φορά που έλεγε και ακολουθούσε όλα τα χιλιοφορεμένα και μπαλωμένα πρέπει της ζωής και των άλλων… Τότε, κάθε φορά έφευγε ένα χρώμα από μέσα του… έχανε κάτι από το καλειδοσκόπιο της μοναδικότητας του.
Όμως ήταν πάντα εκεί. Δεν έκανε κάτι. Δεν έκλεισε την πόρτα και δεν προσπάθησε να πείσει κανένα να μη φύγει.
Έμενε απλώς θεατής στην αποχώρηση αυτή, αιχμάλωτος της αδυναμίας του.
Δεν μπορεί να κατηγορήσει κανέναν για τον αποχρωματισμό του.
Δεν φταίει παρά μόνο ο ίδιος που τον εγκατέλειψε το κόκκινο της αγάπης, όταν αυτός φοβήθηκε και ύψωσε τον εγωισμό του, τείχος απροσπέλαστο.
Δε φταίει παρά μόνο ο ίδιος που το κίτρινο της αισιοδοξίας και της ενεργητικότητας του εξασθένισε, καταπιεσμένο τόσα χρόνια σ’ ένα σπίτι και μια δουλειά που δεν του ταίριαξαν ποτέ.
Δε φταίει παρά μόνο ο ίδιος όταν το λευκό της καλοσύνης του λερώθηκε από την αδυναμία και την αδιαφορία του για όσα συμβαίνουν γύρω του.
Δε φταίει που ακόμη και το μαύρο εξαφανίστηκε, ανήμπορος ακόμη και να κλάψει, να θρηνήσει, να συμπονέσει κάποιον.
Δε φταίει κανείς. Ήταν εκεί παρών. Αμέτοχος. Αδρανής. Έρμαιο.
Και τώρα τι; Μια ησυχία μέσα του. Πώς ξεχάστηκε τόσο καιρό;
Κοιτάζει τον ουρανό. Τα πετράδια από το βραχιόλι της νύχτας λαμπυρίζουν.
Ζητάει ταπεινά συγγνώμη από τη νύχτα και της κλέβει ένα. Επιστρέφει στο σπίτι.
Κοιτάζει από το παράθυρο τη θάλασσα και την αλισάχνη που χορεύει και χαμογελά. Ξέρει.
Το ξημέρωμα τον βρίσκει στην πόρτα με μια βαλίτσα. Κοιτάζει στην παλάμη του το πετράδι που ’κλεψε για συντροφιά και ξεκινάει.
Τα χρώματα πάντα αφήνουν ίχνη φεύγοντας.
_
γράφει η Ελένη Αρρενοπούλου
Πολυ ομορφο.. συγκινει..αγγιζει.. και σε προβληματιζει βαζοντας σε σε διαδικασια να αναζητησεις τα ιχνη των δικων σου χρωματων!!!!!
Μαριάνθη Παπάδη
Κάποιο από τα χρώματά σου γλίστρησε απ’ τα δικά μου χέρια και δεν το μάζεψα, όταν έπρεπε. Με συγκίνησες με θύμησες παλιές…
Ποτέ δεν είναι αργά για να το ξαναβρείς!!
Πολύ όμορφο….
Πόσο αληθινό!!!!!!
Περιγράφει απόλυτα τις ψυχές πολλών… Τόσο όμορφα, δημιουργώντας ξεκάθαρες εικόνες…είναι σχεδόν σα να το βλέπω μπροστά μου!
Όλοι έχουμε μέσα μας χρώματα που έχουν ξεθωριάσει ….Το κείμενο σου είναι πολύ όμορφο
Σας ευχαριστώ πολύ.Χαίρομαι αν σας άγγιξε, αν σας ταξίδεψε… και κυρίως αν σας έκανε να στρέψετε το βλέμμα στο δικό σας “δωμάτιο”…
Συνέχισε να εξελίσεις κ να ξεδιπλώνεις τις εσωτερικές σου ανησυχίες. Συνέχισε να δημιουργείς. Εμείς θα μαστε εδώ να σε απολαμβάνουμε….
…μας γεμίζεις χρώματα!